Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ζῶστρα

См. также в других словарях:

  • ζώστρα — η (Α ζώστρα) [ζώννυμι] νεοελλ. 1. ζώνη, ζωστήρας, ζωνάρι 2. ναυτ. καθεμιά από τις παχύτερες εσωτερικές εντερονίδες ξύλινου σκάφους οι οποίες αποτελούν μέρος τής εσωτερικής επενδύσεώς του, ζωνάρι αρχ. ταινία, δεσμός, αναδέσμη …   Dictionary of Greek

  • ζώστρα — η ζώνη, ζωστήρας, ζωνάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζῶστρα — ζῶστρον belt neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάζωμα — Το μέρος του αρχαίου ελληνικού ναού που βρισκόταν ανάμεσα στο επιστύλιο και στο γείσο. Στους ναούς δωρικού ρυθμού το δ. απαρτιζόταν από τρίγλυφα και μετόπες, οι οποίες συνήθως είχαν ανάγλυφες ή γραπτές παραστάσεις, ενώ σε εκείνους που… …   Dictionary of Greek

  • ζυγοδόκη — η ναυτ. εσωτερική ζώστρα τού πλοίου η οποία συνδέει τους νομείς και υποστηρίζει τα ζυγά, κν. κάτω κουρζέτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγόν + δοκη (< δέχομαι), πρβλ. λογχο δόκη, οπλο δόκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] …   Dictionary of Greek

  • ζώνω — (AM ζώννυμι και ζωννύω, Μ και ζώνω) 1. (ενεργ. και μέσ.) περιβάλλω τη μέση με ζώνη, με ζωστήρα, περιζώνω ή αναρτώ κάτι από τη μέση με ζωστήρα (α. «έζωσε τη μέση του» β. «εζώστηκε το σπαθί του, τ άρματα του») 2. περικυκλώνω, περικλείω, πολιορκώ… …   Dictionary of Greek

  • νίγλα — (I) η το λουρί που χρησιμεύει για δέσιμο τού σαμαριού στη ράχη υποζυγίου, υπόζωμα, ζώστρα, αλλ. ίγλα, ίγγλα, γίγγλα, μεσιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίγ(γ)λα* «λουρί», το ν από συνεκφορά με το άρθρο (την ίγ(γ)λα)] …   Dictionary of Greek

  • σκαλμοδόκη — η, Ν ναυτ. ζώστρα γύρω από τους ιστούς ή τα ξάρτια η οποία φέρει σκαλμίσκους, κν. αρμαδούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαλμός + δόκη (< δέχομαι), πρβλ. οπλο δόκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] …   Dictionary of Greek

  • υδρορρόη — Αγωγός που περισυλλέγει τα νερά της βροχής από τις στέγες των κτιρίων, είτε για να τα απομακρύνει, είτε για να τα συγκεντρώσει σε στέρνα για μελλοντική χρησιμοποίηση τους. Παλιότερα η υ. ήταν ένας απλός μεταλλικός σωλήνας ή ένας σκαμμένος… …   Dictionary of Greek

  • υποζώστρα — η, Ν ναυτ. εσωτερική ένδεση πλοίου με ξύλο ή με σιδηρογωνία για στήριξη τής ζυγοδόκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ζώστρα «καθεμιά από τις παχύτερες εσωτερικές εντεροσανίδες ξύλινου σκάφους, ζωνάρι»] …   Dictionary of Greek

  • τσέρκι — το (λ. ιταλ.) 1. στεφάνι βαρελιού από κλαδί δέντρου ή από σιδερένιο έλασμα. 2. κάθε ξύλινη ή μεταλλική ζώστρα για στερέωση ή συγκράτηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»