-
1 ζώστρα
-
2 ζῶστρα
-
3 ζώννυμι
Grammatical information: v.Meaning: `gird (oneself)' (Il.).Other forms: - μαι, aor. ζῶσαι, - ασθαι (Il.), fut. ζώσω, perf. med.-pass. ἔζω(σ)μαι, aor. pass. ζωσθῆναι, perf. act. ἔζωκα; - ύω (Hp.).Derivatives: 1. ( διά-, περί-, ὑπό-, σύ-)ζῶμα (hell. also ζῶσμα; s. below and Schwyzer 523) `girdle, loin-cloth' (Il.) with περιζωμάτιον `id.' (hell.) and περιζωματίας `forming a girdle' (of erysipelas; Orib.). 2. ζώνη `girdle', also `waist' (Il.) with the dimin. ζώνιον (Ar., Arist.), - άριον (Comm. in Arist.); ζων-ιαῖος `with the size of a girdle' (Ath. Mech.; on the formation Chantraine Formation 49), ζωνῖτις `striped' ( καδμεία; Dsc.); περιζώνιον, - ίδιον `dagger worn on the girdle' (hell.). 3. ζωστήρ `life-girdle' (Il.; s. v. Wilamowitz Eur. Her. 313, Trümpy, Fachausdrücke 89), often metaph., also as name of a promontory on the west side of Attica (Hdt.) with Ζωστήριος, - ια surname of Apollon and Athena (inscr. Va [Athen, Delphi; v. Wilamowitz Glaube 2, 164] etc.). 4. ζῶστρα pl. `girdle' (ζ 38), ( δια-, περι-)ζώστρα f. `loin-cloth, head-band' (hell.). 5. ζωτύς (or ζωγύς) θώραξ H. 6. (ἄ-, εὔ- etc.) ζωστός `girded' (Hes.).Etymology: The verbal adjective ζωστός has an exact parallel in Av. yāsta-, Lith. júostas, IE * ieh₃s-tos. In Balto-Slavic we find yot-presents Lith. júosiu (inf. júosti), OCS. po-jašǫ (inf. - jasati) `gird', in Iranian a secondary formation ( aiwi-)yāŋhayeiti `id.' (IE *i̯eh₃seieti). A rest of the athematic root present perhaps in (Thess.) ζούσθω ζωννύσθω H.; it agrees with OLith. 3. sg. pres. juos-ti. There is no agreement for the nasal prssent ζώννυμι \< *ζώσ-νυ-μι (on the phonetics Schwyzer 282 and 312) outside Greek. - Further close agreements are ζῶμα (\< IE *i̯eh₃s-mn̥) and Lith. juosmuõ `loin-, life-girdle' (IE i̯eh₃s-mṓ[n]), ζώνη ( *i̯eh₃s-nā) and Russ.-Csl. po-jasnь `id.' (i̯ōs-ni-); cf. further Skt. rā́snā `girdle' for *yā́snā after raśanā́ `knot, gird' (Wackernagel KZ 46, 272 = Kl. Schr. 1, 290)?; cf. the Kafir forms in Morgenstierne NTS 15, 253 and 280; further Mayrhofer KZ 75. - Fraenkel Lit. et. Wb. s. júosti.Page in Frisk: 1,617-618Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ζώννυμι
-
4 διαζώστρα
δια-ζώστρα, ἡ,A = διάζωμα 1, Pers.Stoic.1.100; condemned by Hermog.Meth.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαζώστρα
-
5 ζωστός
-
6 περιζώστρα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιζώστρα
-
7 ἐπιζώστρα
ἐπι-ζώστρα, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιζώστρα
См. также в других словарях:
ζώστρα — η (Α ζώστρα) [ζώννυμι] νεοελλ. 1. ζώνη, ζωστήρας, ζωνάρι 2. ναυτ. καθεμιά από τις παχύτερες εσωτερικές εντερονίδες ξύλινου σκάφους οι οποίες αποτελούν μέρος τής εσωτερικής επενδύσεώς του, ζωνάρι αρχ. ταινία, δεσμός, αναδέσμη … Dictionary of Greek
ζώστρα — η ζώνη, ζωστήρας, ζωνάρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζῶστρα — ζῶστρον belt neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάζωμα — Το μέρος του αρχαίου ελληνικού ναού που βρισκόταν ανάμεσα στο επιστύλιο και στο γείσο. Στους ναούς δωρικού ρυθμού το δ. απαρτιζόταν από τρίγλυφα και μετόπες, οι οποίες συνήθως είχαν ανάγλυφες ή γραπτές παραστάσεις, ενώ σε εκείνους που… … Dictionary of Greek
ζυγοδόκη — η ναυτ. εσωτερική ζώστρα τού πλοίου η οποία συνδέει τους νομείς και υποστηρίζει τα ζυγά, κν. κάτω κουρζέτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγόν + δοκη (< δέχομαι), πρβλ. λογχο δόκη, οπλο δόκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] … Dictionary of Greek
ζώνω — (AM ζώννυμι και ζωννύω, Μ και ζώνω) 1. (ενεργ. και μέσ.) περιβάλλω τη μέση με ζώνη, με ζωστήρα, περιζώνω ή αναρτώ κάτι από τη μέση με ζωστήρα (α. «έζωσε τη μέση του» β. «εζώστηκε το σπαθί του, τ άρματα του») 2. περικυκλώνω, περικλείω, πολιορκώ… … Dictionary of Greek
νίγλα — (I) η το λουρί που χρησιμεύει για δέσιμο τού σαμαριού στη ράχη υποζυγίου, υπόζωμα, ζώστρα, αλλ. ίγλα, ίγγλα, γίγγλα, μεσιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίγ(γ)λα* «λουρί», το ν από συνεκφορά με το άρθρο (την ίγ(γ)λα)] … Dictionary of Greek
σκαλμοδόκη — η, Ν ναυτ. ζώστρα γύρω από τους ιστούς ή τα ξάρτια η οποία φέρει σκαλμίσκους, κν. αρμαδούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαλμός + δόκη (< δέχομαι), πρβλ. οπλο δόκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] … Dictionary of Greek
υδρορρόη — Αγωγός που περισυλλέγει τα νερά της βροχής από τις στέγες των κτιρίων, είτε για να τα απομακρύνει, είτε για να τα συγκεντρώσει σε στέρνα για μελλοντική χρησιμοποίηση τους. Παλιότερα η υ. ήταν ένας απλός μεταλλικός σωλήνας ή ένας σκαμμένος… … Dictionary of Greek
υποζώστρα — η, Ν ναυτ. εσωτερική ένδεση πλοίου με ξύλο ή με σιδηρογωνία για στήριξη τής ζυγοδόκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ζώστρα «καθεμιά από τις παχύτερες εσωτερικές εντεροσανίδες ξύλινου σκάφους, ζωνάρι»] … Dictionary of Greek
τσέρκι — το (λ. ιταλ.) 1. στεφάνι βαρελιού από κλαδί δέντρου ή από σιδερένιο έλασμα. 2. κάθε ξύλινη ή μεταλλική ζώστρα για στερέωση ή συγκράτηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)