Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Εὐμενεῖς

См. также в других словарях:

  • Εὐμενεῖς — Εὐμενέω to be gracious pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) Εὐμενής well disposed masc/fem acc pl Εὐμενής well disposed masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐμενεῖς — εὐμενέω to be gracious pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) εὐμενής well disposed masc/fem acc pl εὐμενής well disposed masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • EUMENIDES — I. EUMENIDES Furiae infernales κατ᾿ ἀντίφρασιν καὶ εὐφημισμόν, eum minime εὐμενεῖς, h. e. benevolae sint. Serv. in Aen. l. 6. Dictoe quod minime bene velint, per antiphrasin, ut Parcoe, Bellum, Ε᾿υμενίδες αἱ σεμαὶ θεαὶ dicuntur Plutarch. in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… …   Dictionary of Greek

  • ευμενής — I (361; – 317 π.Χ.). Στρατηγός και φίλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Διακρίθηκε ως γραμματέας του Φιλίππου B’, αργότερα συνδέθηκε με φιλία και ανέλαβε την αρχιγραμματεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου και το έργο της σύνταξης των Βασιλικών Εφημερίδων. Μετά… …   Dictionary of Greek

  • ευμενίδες — (eumenidae). Υποοικογένεια υμενοπτέρων εντόμων της οικογένειας των βεσπιδών. Ονομάζονται και σφήκες χτίστες με κυριότερο εκπρόσωπό τους το γένος ευμένης. Οι ε. χτίζουν τις φωλιές τους στη γη ή στα κλαδιά των δέντρων με λάσπη, άλλοτε καθεμία φωλιά …   Dictionary of Greek

  • ευνοϊκός — ή, ό (Α εὐνοϊκός, ή, όν) ο διατεθειμένος ευνοϊκά για κάποιον, ο ευμενής (α. «εὐνοϊκωτέρους ὑπάρχειν τινί», Δημοσθ. β. «τόν βρήκα ευνοϊκό απέναντι μου») νεοελλ. 1. αυτός που αρμόζει, που είναι σύμφωνος προς την επιθυμία κάποιου, αυτός που βοηθά σε …   Dictionary of Greek

  • ζύμωση — Βιοχημικός μετασχηματισμός οργανικών ουσιών που προκαλείται από το ενζυμικό σύστημα πολυάριθμων μικροοργανισμών, ενώ παρατηρείται και σε ζωικούς και φυτικούς οργανισμούς, αποσκοπώντας στην παραγωγή ενέργειας υπό μορφή ATP σε αναερόβιες συνθήκες.… …   Dictionary of Greek

  • καλοκυρά — η συν. στον πληθ. οι καλοκυράδες 1) οι ευμενείς Μοίρες, οι αγαθές δυνάμεις, κν. νεράιδες 2) αρχόντισσες …   Dictionary of Greek

  • κοινωνιομετρία — Μέθοδος που χρησιμοποιεί ποσοτικές μετρήσεις για τη μελέτη των σχέσεων μεταξύ των μελών μιας κοινωνικής ομάδας ή των επιμέρους συστατικών της στοιχείων. Τέτοιες μετρήσεις αναφέρονται σε περισσότερο ή λιγότερο αντικειμενικά δεδομένα (για… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»