-
1 Ευμενείς
Εὐμενέωto be gracious: pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)Εὐμενήςwell-disposed: masc /fem acc plΕὐμενήςwell-disposed: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
2 Εὐμενεῖς
Εὐμενέωto be gracious: pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)Εὐμενήςwell-disposed: masc /fem acc plΕὐμενήςwell-disposed: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
3 ευμενείς
εὐμενέωto be gracious: pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)εὐμενήςwell-disposed: masc /fem acc plεὐμενήςwell-disposed: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
4 εὐμενεῖς
εὐμενέωto be gracious: pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)εὐμενήςwell-disposed: masc /fem acc plεὐμενήςwell-disposed: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
5 κατα-σχέθω
(κατα-σχέθω) nur aor. II. zu κατέχω, mit verstärkter Bdtg, zurückhalten, anhalten, κατὰ δ' ἔσχεϑε λαὸν ἅπαντα, Od. 24, 530 u. öfter; κάσχεϑε Il. 11, 702; μόλις κατασχεϑόντες δρόμον Soph. El. 744; übertr., ὀργὰς εὐμενεῖς κατασχεϑεῖν Ant. 1185; κατέσχεϑε λέοντος ϑυμόν Eur. Herc. Fur. 1210; – Θορικόνδε κατέσχεϑον, sie hielten, steuerten auf Thorikos zu, H. h. Cer. 126; – halten, χειρὶ παιωνίᾳ κατασχεϑών Aesch. Suppl. 1052.
-
6 καλέω
καλέω, fut. καλέσω, ep. καλέσσω u. att. καλῶ, z. B. οὐκοῦν καλεῖς αὐτὸν καὶ μὴ ἀφήσεις Plat. Conv. 175 a; so med., καλεῖ καὶ τεύξει Soph. El. 959 in pass. Bdtg., wie καλεῖ – πεσεῖ Eur. Or. 1140; aber auch καλέσω, Aesch. 1, 67, Luc. u. a. Sp.; aor. ἐκάλεσα, ep. ἐκάλεσσα, auch Pind. Ol. 6, 58; ἔκλησα Nic. fr. 22; ἐπικλῆσαι Musae. 10; perf. κέκληκα, κέκλημαι, κεκλήαται, Ap. Rh. 1, 1128, ion. κεκλέαται, Her. 2, 164, opt. κεκλῇο, Soph. Phil. 119; aor. p. ἐκλήϑην, fut. pass. κληϑήσομαι, u. das der Bdtg nach dem perf. entsprechende κεκλήσομαι (s. unten); – rufen, – a) mit Namen rufen, nennen; ὃν Βριάρεων καλέουσι ϑεοὶ, ἄνδρες δέ τε Αἰγαίωνα Il. 1, 403; ἄρκτον ϑ' ἣν καὶ ἅμαξαν ἐπίκλησιν καλέουσιν 18, 487; εἴπ' ὄνομ' ὅττι σε κεῖϑι κάλεον μήτηρ τε πατήρ τε, womit dich nannten, Od. 8, 550; pass., Μυρμιδόνες δὲ καλεῦντο Il. 2, 684; καλεῖσϑαί μιν τοῠτ' ὄνυμ' ἀϑάνατον Pind. Ol. 6, 56; ἐκάλεσσέ μιν ἰσώνυμον ἔμμεν 9, 68; ψευδωνύμως σε δαίμονες Προμηϑέα καλοῠσιν Aesch. Prom. 86; ὥς σφας καλοῠμεν Εὐμενίδας Soph. O. C. 487; ὄνομα τί σε καλεῖν ἡμᾶς χρεών Eur. Ion 258; τί νιν καλοῦσα δυςφιλὲς δάκος τύχοιμι ἄν Aesch. Ag. 1205, wie soll ich sie recht nennen? in Prosa; ἐκαλέοντο τό πέρ τε ἠνείκαντο οὔνομα καὶ νῦν ἔτι καλέονται ὑπὸ τῶν περιοίκων Her. 1, 173; ὅπερ καλοῦμεν ὄνομα ἕκαστον, τοῠτ' ἔστιν ἑκάστῳ ὄνομα Plat. Crat. 483 b; τουτοισὶ σκέπασμασι τὸ ὄνομα ἱμάτια ἐκαλέσαμεν, wir gaben ihnen den Namen, Polit. 279 e, wie τύμβῳ δ' ὄνομα σῷ κεκλήσεται κυνὸς σῆμα Eur. Hec. 1245; ἕκαστον τῶν ὀνομάτων οὐκ ἐπί τινι καλεῖς; Plat. Parm. 147 d; τὸ ἔργον, ἐφ' ᾧ καλοῦμεν τὸ ὄνομα Soph. 218 c, bei dem wir den Namen gebrauchen, das wir nennen; ϑερμόν τι καλεῖς καὶ ψυχρόν, du nennst Etwas warm, Phaedr. 103 c; ἐν τῷ καλουμένῳ ϑανάτῳ, im sogenannten Tode, Phaed. 86 d, oft bei Folgdn; bei 80. auch ἐπ' ὀνόματός τινα, Pol. 35, 4, 11; κέκλημαι, ich heiße, δικαίως ἀνδραποδώδεις κέκληνται Plat. Phaedr. 258 e, u. A. oft, wozu das fut. κεκλήσομαι gehört, ich werde heißen, Aesch. Pers. 736 Prom. 842; bei Dichtern auch oft so viel wie sein, οὕνεκα σὴ παράκοιτις κέκλημαι Il. 4, 60, da ich deine Gattinn heiße, bin, vgl. 3, 138; ἠγάγετ' ἐς μέγα δῶμα φίλην κεκλῆσϑαι ἄκοιτιν Hes. Th. 410; οὔτινος δοῦλοι κέκληνται φωτός Aesch. Pers. 238; ἔνϑ' Ἑλλάνων ἀγοραὶ Πυλατίδες καλέονται Soph. Tr. 636, vgl. El. 233; οὐκ ἀνώνυμος ϑεὰ κέκλημαι Eur. Hipp. 1; ähnl. οἱ τῶν ὁμοτίμων καλούμενοι, die unter sie gerechnet werden, zu ihnen gehören, Xen. Cyr. 2, 1, 9. Vgl. noch σὴ κεκλημένη ἦν, sie wäre deine Tochter gewesen, H. h. Ap. 324; Λατοΐδα κεκλημένον, den Sohn des Apollo, Pind. P. 3, 67; Soph. El. 357 νῦν δ' ἐξὸν πατρὸς πάντων ἀρίστου παῖδα κεκλῆσϑαι, καλοῠ τῆς μητρός. – b) anrufen, die Götter, Ποσειδᾶνα Pind. Ol. 6, 58; ϑεούς Aesch. Spt. 205. 622 u. oft; Ζῆνα ὅρκιον καλῶ Soph. Phil. 1308, τούτων μάρτυρας καλῶ ϑεούς Tr. 1238; Ar. Ran. 479; καλῶ δ' ἐναντίον ὑμῶν τοὺς ϑεοὺς ἅπαντας Dem. 18, 141, öfter; Plat. Tim. 27 c u. Sp.; als Zeugen, Strab. VII, 303. – c) herbeirufen, zusammenrufen; ϑεοὺς ἀγορήνδε καλέσσαι Il. 20, 24; εἰς ἀγορὴν Ἀχαιούς Od. 1, 90 vgl. Il. 1, 402. 23, 203; κεκλήατο βουλήν, sie waren zum Rathe berufen, 10, 195; εὐμενεῖς γὰρ ὄντας ἡμᾶς τῶνδε συμβούλους καλεῖς, du berufst uns zu Rathgebern, Aesch. Pers. 171; ὅταν καλῶμεν, ὁρμᾶσϑαι ταχεῖς Soph. Phil. 1069; σὲ προςμολεῖν καλῶ Ant. 72; ἔξω 74; τί με καλεῖς; Ar. Nubb. 223; παῖ, κάλει Χαρμίδην Plat. Charm. 155 b; auffordern, καιρὸς γὰρ καλεῖ πλοῠν σκοπεῖν Soph. Phil. 464; καλούσης τῆς πατρίδος πρὸς τὰ κοινά Plat. Ep. IX, 358 a; εἰς μαρτυρίαν Legg. XI, 937 a; ἐμὲ νῦν ἤδη καλεῖ ἡ εἱμαρμένη, mich ruft das Schicksal, Phaed. 115 a; ού παρεγένοντο βασιλεῖ καλοῦντι, als er sie rief zum Kriege, zum Heere zu kommen, Xen. An. 5, 6, 8; – bes. zum Gastmahl, in sein Haus rufen, einladen, Od. 10, 231. 17, 382 u. öfter; εἰς ϑοίνην Eur. Ion 1140; ἐπὶ δεῖπνον Xen. An. 7, 3, 18 Mem. 2, 3, 11; Plat. Conv. 213 a; ὑπὸ σοῦ κεκλημένος 174 d; κληϑέντες πρὸς Ξενόφρονα, zum X. eingeladen, Dem. 19, 196; ὁ κεκλημένος, der geladene Gast, Damox. Ath. III, 102 d; – in der Gerichtssprache, vor Gericht rufen, vorladen; vom Richter, ὁ ἄρχων ἐκάλει εἰς τὸ δικαστήριον τοὺς ἀμφισβητοῦντας κατὰ τὸν νόμον Dem. 48, 25; ähnl. ἕως ἂν τὴν δίκην ἄρχων καλῇ Ar. Vesp. 1441, wie ἡ ἐμὴ δίκη καλεῖται Nub. 780; καλουμένης τῆς γραφῆς, als die Klage vorkam, Dem. 48, 43; vom Kläger, vor Gericht ziehen, belangen, Dem. 19, 211; häufig im med., καλοῦμαι Στρεψιάδην ἐς τὴν ἔνην τε καὶ νέαν Ar. Nubb. 1221; τὸν ἔχοντα καλείσϑω πρὸς τὴν ἀρχήν Plat. Legg. XI, 914 c. – Soph. τὰς ἀράς, ἅς σοι καλοῦμαι, die ich dir anwünsche, O. C. 1387; med. = zu sich herbeirufen Phil. 228.
-
7 ιλᾱος
ιλᾱος, ον, att. ἵλεως, ων, neutr. plur. ἵλεα, Plat. Phaed. 95 a; bei den Tragg. u. Ar. steht ἵλαος nur in lyr. Stellen; versöhnt, gnädig, huldvoll, von Göttern, ἵλαος Ολύμπιος ἔσσεται ἡμῖν Il. 1, 583; ὡς κέ τοι ἵλαον κραδίην καὶ ϑυμὸν ἔχωσι Hes. O. 338; ἵλαοι καὶ εὐϑύφρονες γᾷ δεῠρ' ἴτε σεμναί Aesch. Eum. 992; ἵλαος, ὦ δαίμων Soph. O. C. 1477; ἡ Κύπρις δέ μοι ἵλεως μὲν εἴη Eur. Hel. 1013; ἥκετ' εὔφρονες ἵλαοι πότνιαι Ar. Th. 1148; οἱ ϑεοὶ ἵλεώ τε καὶ εὐμενεῖς πέμπουσί σε Xen. Cyr. 1, 6, 2; Plat. Legg. IV, 712 b; τοὺς ϑεοὺς ἵλεως οἰόμενοι ποιεῖν ϑυσίαις τε καὶ εὐχαῖς X, 910 a– Von Menschen, wohlwollend, freundlich; Pind. P. 12, 4; ἵλεως κλύων Soph. El. 645; καὶ εὐμενής Plat. Phaedr. 257 a; καὶ πρᾶος πᾶσιν Rep. VIII, 566 e; τοὺς ἀεὶ κατοικιζομένους ἵλεῳ δεχόμενοι Legg. V, 747 e. So auch σὺ δὲ ἵλαον ἔνϑεο ϑυμόν Il. 9, 639, wie 19, 178; ἵλεῳ φρενί Soph. Tr. 760; ἵνα ἵλεώ σου τύχοιμι καὶ πραοτέρου Plut. Ant. 82. Auch = heiter, fröhlich, H. h. Cer. 204; πιόντα τὸν ἄνϑρωπον ὁ οἶνος ποιεῖ ἵλεων εὐϑὺς μᾶλλον ἢ πρότερον Plat. Legg. I, 649 a; ἵλεων γίγνεται καὶ εὐφραινόμενον διαχεῖται Conv. 206 d; Ggstz λυπούμενος, Ephipp. bei Ath. VIII, 363 c. – [Die von Choerob. B. A. 1383 bezeugte Länge des α ist nicht beachtet Il. 9, 639. 14, 178 u. bei sp. Ep., wie Theocr. 27, 15 (aber lang 5, 18), Mosch. 2, 146, Callim. Dian. 129; α ist kurz auch bei Pind., Soph., Ar.]
-
8 ἵλημι
ἵλημι, nur imperat.; ἵληϑι, sei gnädig, als Anruf an die Gottheit, Od. 3, 380. 16, 184; ἵλᾰϑι, Theocr. 15, 145, Luc. ep. 12 (XI, 400); Mel. 21 XII, 1581 vrbdt ἵλαϑ' ἄναξ ἵληϑι. – Dazu conj. perf. εἴ κεν Ἀπόλλων ἡμῖν ἱλήκῃσι, versöhnt, gnädig sein, Od. 21, 364; bei sp. D. optat., ἱλήκοις, ὦ Ζεῠ u. ä., Rufin. 11 (V, 73) Agath. 60 (IX,154) Coluth. 250; auch Alciphr. 3, 68, ἱλήκοιτε, neben εὐμενεῖς εἴητε.
-
9 αναλαμψις
-
10 προσευχομαι
-
11 ἀνάλαμψις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνάλαμψις
См. также в других словарях:
Εὐμενεῖς — Εὐμενέω to be gracious pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) Εὐμενής well disposed masc/fem acc pl Εὐμενής well disposed masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμενεῖς — εὐμενέω to be gracious pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) εὐμενής well disposed masc/fem acc pl εὐμενής well disposed masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
EUMENIDES — I. EUMENIDES Furiae infernales κατ᾿ ἀντίφρασιν καὶ εὐφημισμόν, eum minime εὐμενεῖς, h. e. benevolae sint. Serv. in Aen. l. 6. Dictoe quod minime bene velint, per antiphrasin, ut Parcoe, Bellum, Ε᾿υμενίδες αἱ σεμαὶ θεαὶ dicuntur Plutarch. in… … Hofmann J. Lexicon universale
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… … Dictionary of Greek
ευμενής — I (361; – 317 π.Χ.). Στρατηγός και φίλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Διακρίθηκε ως γραμματέας του Φιλίππου B’, αργότερα συνδέθηκε με φιλία και ανέλαβε την αρχιγραμματεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου και το έργο της σύνταξης των Βασιλικών Εφημερίδων. Μετά… … Dictionary of Greek
ευμενίδες — (eumenidae). Υποοικογένεια υμενοπτέρων εντόμων της οικογένειας των βεσπιδών. Ονομάζονται και σφήκες χτίστες με κυριότερο εκπρόσωπό τους το γένος ευμένης. Οι ε. χτίζουν τις φωλιές τους στη γη ή στα κλαδιά των δέντρων με λάσπη, άλλοτε καθεμία φωλιά … Dictionary of Greek
ευνοϊκός — ή, ό (Α εὐνοϊκός, ή, όν) ο διατεθειμένος ευνοϊκά για κάποιον, ο ευμενής (α. «εὐνοϊκωτέρους ὑπάρχειν τινί», Δημοσθ. β. «τόν βρήκα ευνοϊκό απέναντι μου») νεοελλ. 1. αυτός που αρμόζει, που είναι σύμφωνος προς την επιθυμία κάποιου, αυτός που βοηθά σε … Dictionary of Greek
ζύμωση — Βιοχημικός μετασχηματισμός οργανικών ουσιών που προκαλείται από το ενζυμικό σύστημα πολυάριθμων μικροοργανισμών, ενώ παρατηρείται και σε ζωικούς και φυτικούς οργανισμούς, αποσκοπώντας στην παραγωγή ενέργειας υπό μορφή ATP σε αναερόβιες συνθήκες.… … Dictionary of Greek
καλοκυρά — η συν. στον πληθ. οι καλοκυράδες 1) οι ευμενείς Μοίρες, οι αγαθές δυνάμεις, κν. νεράιδες 2) αρχόντισσες … Dictionary of Greek
κοινωνιομετρία — Μέθοδος που χρησιμοποιεί ποσοτικές μετρήσεις για τη μελέτη των σχέσεων μεταξύ των μελών μιας κοινωνικής ομάδας ή των επιμέρους συστατικών της στοιχείων. Τέτοιες μετρήσεις αναφέρονται σε περισσότερο ή λιγότερο αντικειμενικά δεδομένα (για… … Dictionary of Greek