Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Δεκελεικός

См. также в других словарях:

  • Δεκελεικός — a Decelean masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκελεικός — ή, ό (Α δεκελεικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Δεκέλεια ή προέρχεται απ αυτήν 2. φρ. «δεκελεικός πόλεμος» η τελευταία περίοδος τού Πελοποννησιακού πολέμου μετά την οχύρωση τής Δεκέλειας …   Dictionary of Greek

  • Δεκελεικῶν — Δεκελεικός a Decelean fem gen pl Δεκελεικός a Decelean masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δεκελεικόν — Δεκελεικός a Decelean masc acc sg Δεκελεικός a Decelean neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δεκελεικοῦ — Δεκελεικός a Decelean masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δεκελεικῷ — Δεκελεικός a Decelean masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πελοποννησιακός πόλεμος — Ο μακρότερος και αιματηρότερος πόλεμος μεταξύ των ελληνικών κρατών της αρχαιότητας (431 – 404 π.Χ.). Σε αυτόν βρέθηκαν αντιμέτωπες οι δύο μεγαλύτερες πόλεις της αρχαίας Ελλάδας, η Αθήνα και η Σπάρτη, πλαισιωμένες αντίστοιχα από τις συμμαχίες τους …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»