-
1 Δελφοί
A Delphi,Δελφῶν ἐς πίονα δῆμον h.Hom.27.14
, cf. S. OT 734; at Delphi,Th.
1.143: also [full] Δαλφοί Schwyzer 324.13, [full] Δερφοί Delph.3(2).238, [full] Δολφοί GDI3607.5; [dialect] Aeol. [full] Βέλφοι EM 200.27; [dialect] Boeot. [full] Βελφός, [full] Βελφίς, etc., IG7.2385,619, etc.II the Delphians, Hdt.1.54, etc.: sg., Δελφός, pr.n. of king of Delphi, A.Eu.16;Δ. ἀνήρ E.Andr. 1151
, etc.: fem. [full] Δελφίς S.OT 464 (lyr.), etc.; Δελφίς, ίδος, ἡ, territory of Delphi, SIG534.16 (Delph., iii B.C.); Δελφίδες (sc. δραχμαί) Schwyzer 322 (Delph., v/iv B. C.):—Adj. [full] Δελφικός, ή, όν, Delphic, Delphian, S.OC 413, Pl.Lg. 686a, etc.; [full] Δέλφιος is dub. in Call.Aet.3.1.20. -
2 Δελφοί
Grammatical information: m.pl.Meaning: name of the inhabitants of Delphi (also attribut.) and of the town itself (Gildersleeve Syntax 51, Lundahl Namn och bygd 31 [1943] 42ff.) (h. Hom.)Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Δελφοί
См. также в других словарях:
χαλινός — ο, ΝΜΑ, και ετερκλ. τ. πληθ. χαλινά, τα, ΝΑ, και αιολ. τ. χάλιννος Α 1. τμήμα τής ιπποσκευής τοποθετούμενο στο κεφάλι τού αλόγου ή άλλου υποζυγίου, το οποίο αποτελείται από τις στομίδες, δηλαδή το υποστόμιο τής παραχαλινίδας και την στομίδα… … Dictionary of Greek