-
1 Γοργούς
-
2 Γοργοῦς
-
3 Γοργούς
Γοργώthe Gorgon: fem acc pl -
4 γοργούς
γοργόςgrim: masc acc pl -
5 Γοργώ
Γοργώ, ἡ,A the Gorgon, i.e. the Grim One (cf. γοργός), Hes.Sc. 224, 230: acc. pl., .—Sg.Γοργώ Il.11.36
: gen.Γοργοῦς 8.349
, Hes.Sc. 224, E.Or. 1521, Ion 1003, etc.; also : gen.Γοργόνος Id.Fr.360.46
, Ph. 456 (s. v.l.): acc. : pl. Γοργόνες, acc. - ας, are the regul. forms (but v. supr.), Hes.Sc. 230, A.Pr. 799, al.: gen.Γοργόνων Pi.P.12.7
, E.Ba. 990 (lyr.). -
6 λαιμοτόμος
λαιμο-τόμος, ον,II proparox. [full] λαιμότομος, ον, with the throat cut, E. Hec. 208 (lyr.); severed at the throat, κεφαλά Id IA 776 (lyr.); Γοργοῦς λ. ἀπὸ σταλαγμῶν the blood dripping from the Gorgon's severed head, Id. Ion1054 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαιμοτόμος
-
7 ἱστορέω
A inquire into or about a thing, τι Hdt.2.113, A. Pr. 632, etc.;περί τινος Plb.3.48.12
; also, inquire about a person, τινα S.OT 1150, 1156;ὅδ' εἴμ' Ὀρέστης.. ὃν ἱστορεῖς E.Or. 380
, cf. Tr. 261: folld. by relat. clause, .2 examine, observe, χώραν, πόλιν, Plu.Thes.30, Pomp.40, cf. J.AJ1.11.4; τὴν τοῦ Μέμνονος [σύριγγα] OGI694.7;τὴν σύνεσίν τινος Plu.Cic.2
, etc.;τινὰς ἀπολουμένους Gal.11.109
: hence, to be informed about, know,κακῶς τὸ μέλλον ἱστορῶν A.Pers. 454
;πατέρα ἱστορεῖς καλῶς Id.Eu. 455
, cf. Hp.Praec.12: metaph., εἴ τις ἀκτὶς ἡλίου νιν ἱστορεῖ βλέποντα has news of him, A.Ag. 676: folld. by relat.,τὴν πορείαν ἱστορῶν, ὡς δυσδίοδος ὑπάρχει Plb.3.61.3
; read in history, Id.1.63.7.2 c. acc. pers., inquire of, ask, , cf. 3.77; inquire of an oracle, E. Ion 1547; visit a person for the purpose of inquiry,Κηφᾶν Ep.Gal.1.18
:— [voice] Pass., to be questioned,κληθέντας ἱστορέεσθαι εἰ.. Hdt.1.24
;ἱστορούμενος S.Tr. 415
, E.Hel. 1371.b c. dupl.acc., inquire of one about a thing,τί μ' ἱστορεῖς τόδε Id.Ph. 621
, cf. Lyc.1.4 abs., inquire,ἀκοῆ ἱ. Hdt.2.29
, etc.; esp. in part.,ἱστορέων εὕρισκε Id.1.56
, etc.; ; folld. by a relat. word,ἱστόρεόν τε ὅτεῳ τρόπῳ περιγένοιτο Hdt.1.122
.II give an account of what one has learnt, record,τοὺς βίους τῶν χερσαίων Thphr.HP4.13.1
, cf. Luc. Hist.Conscr.7, etc.; ἱστοροῦσί τινες.. it is stated that.., Dsc.4.75, etc.:—freq. in [voice] Pass.,ὁ καρπὸς.. ἐπιλημπτικοὺς ἱστορεῖται ὠφελεῖν Id.1.83
;περί τινος ἱστορεῖται διότι Phld.Mus.p.18K.
;ἱστορεῖται περὶ Γοργοῦς τοιοῦτον Plu.2.227e
, cf. Id.Cic.1, Ael.Tact.34.3, etc.; Ἀπολλόδωρος εἴρηκεν ἀπελθόντας Ὕαντας ἱστορεῖσθαι are represented as having gone, Str.10.3.4; τῶν ἱστορουμένων οὐδενὸς ἧττον πολυπράγμων the most in dustrious person on record, Phld.Mus.p.108K.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱστορέω
-
8 γοργός
Grammatical information: adj.Meaning: `grim, fierce, terrible' of look, gaze (A.), later also `vigorous'Derivatives: γοργότης `rapidity' (Hermog.), γοργία = agilitas (Gloss.), denom. γοργόομαι `be spirited', of horses (X.), γοργεύω (pap., Sm., H.). - Γοργώ, - οῦς f. (Il.) name of a female monster with petrifying look, with Γοργ-είη κεφαλή (Il.; form. s. Schulze Q. 254); pl. mostly. Γοργόνες (Hes.), with new singulars Γοργόνα (acc.) etc. (E.), with Γοργόνειος (A. Pr. 793 etc.), Γοργόνη (Hdn.), Γοργονώδης (Sch.) and the plant names Γοργόνειον and Γοργονιάς (Ps.-Dsc.; s. Strömberg Pflanzennamen 101). - Also Γοργάδες (S. Fr. 163), by H. explained as ἁλιάδες; and Γοργίδες αἱ Ώκεανίδες H. - PN Γοργυθίων Θ 302 (form.?) and Γοργίας with Γοργίειος `Gorgias-like' (X.) and γοργιάζω `speak like G.' (Philostr.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Osthoff Etym. parerga 1, 44ff. connected OIr. garg(g) `raw, wild', OCS groza `shiver') and Pedersen KZ 39, 379 (Arm. karcr `hard'). Leumann Hom. Wörter 154f. thinks it is a backformation from γοργώψ ( γοργῶπις), γοργωπός (A.); so Γοργὡ would be the basis, which like Μορμώ seems a popular reduplicated formation; accepted by DELG.Page in Frisk: 1,321-322Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γοργός
См. также в других словарях:
Γοργοῦς — Γοργώ the Gorgon fem gen sg Γοργώ the Gorgon fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γοργούς — Γοργώ the Gorgon fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοργούς — γοργός grim masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο, Αρχαιολογικό Κέρκυρας — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Κέρκυρας εγκαινιάστηκε το 1967, σ’ ένα όμορφο κτίριο της πόλης, το οποίο χτίστηκε μεταξύ του 1962 και 1965 (Βράιλα 1). Στεγάζει τα αντιπροσωπευτικότερα ευρήματα των ανασκαφών στο νησί των Φαιάκων. Στα μέσα της… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Πάρου — Στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Πάρου εκτίθενται μερικά από τα σημαντικότερα και ομορφότερα δείγματα τέχνης που άνθησε στις Κυκλάδες και έφτασε στο απόγειό της τον 6ο και 5ο αι. π.Χ. Αν και αποτελείται μόνο από τρεις αίθουσες και μια αυλή, είναι… … Dictionary of Greek
Πήγασος — I Φτερωτό άλογο της μυθολογίας. Ήταν γιος του Ποσειδώνα και της Μέδουσας. Αναπήδησε από το αίμα της μητέρας του όταν την αποκεφάλισε ο Περσέας. Σύμφωνα με άλλο μύθο, ξεπήδησε από το χώμα της Ακρόπολης όταν ο Ποσειδώνας, μαλώνοντας με την Αθηνά… … Dictionary of Greek
γοργόνα — I Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται και με το όνομα Γοργώ. Στην ελληνική μυθολογία, η Γοργώ είναι το φοβερό, δαιμονικό τέρας, η κόρη της Γαίας. Στην παλαιότερη εκδοχή του μύθου αναφέρεται ότι κατά τη Γιγαντομαχία, η Γαία, για να βοηθήσει τους γιους… … Dictionary of Greek
κάτοιδα — (Α) 1. γνωρίζω κάτι καλά («ἄστρων κάτοιδα νυκτέρων όμήγυριν», Αισχύλ.) 2. γνωρίζω κάποιον εξ όψεως, αναγνωρίζω («τὸ Γοργοῡς δ οὐ κάτοιδ ἐγὼ κάρα», Ευρ.) 3. φρ. «οὐ κατειδώς» ασυνείδητα, ακούσια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οἶδα «γνωρίζω»] … Dictionary of Greek
λίθινος — η, ο (AM λίθινος ίνη, ον, Α θηλ. και ος) [λίθος] κατασκευασμένος από λίθο, πέτρινος (α. «λίθινος φράχτης» β. «τράφε λιθίνῳ... ἔνδον τέγει», Πίνδ.) νεοελλ. φρ. «λίθινη εποχή» η λιθική εποχή μσν. αρχ. μτφ. σκληρός, άπονος («ἐκσπάσω τὴν καρδίαν τὴν… … Dictionary of Greek
προασπίζω — ΝΜΑ υπερασπίζω, προφυλάσσω, προστατεύω αρχ. 1. κρατώ την ασπίδα μπροστά από κάποιον και τόν προφυλάσσω 2. προβάλλω κάτι σαν ασπίδα («ἡ περόνη δὲ Ἀθηνᾱν ἠλεκτρίνην ἔστεφε, τὴν Γοργοῡς κεφαλὴν εἰς θώρακα προασπίζουσαν», Ηλιόδ.) 3. παθ. προασπίζομαι … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek