-
1 Γλαύκος
-
2 Γλαῦκος
-
3 γλαυκός
Grammatical information: adj.Meaning: in Hom. (Π 34) of the sea, after Hom. `bluish green or grey' (Il.); see Pötscher, Rh. Mus. 141\/2 (1998) 97-111.Derivatives: γλαῦκος name of a fish (Com.; s. Strömberg Fischnamen 23f.and Thompson Fishes 48); γλαυκία η γλαυκίον βοτάνη τις H. (Plin.); also `juice of the horned poppy' (Dsc.) and name of a duck (Ath.), both after the colour; γλαυκίδανον name of an eyesalve (Gal.). - Denomin. ptc. γλαυκιόων `gleaming?' (Il.) but Pötscher ( Glotta 72, 1994, 105-8) `with the green, brilliant eyes of an owl', γλαυκόομαι `be affected with glaucoma' (Hp.), γλαύκωμα `glaucoma' (Arist.), γλαύσσω `shine' (H.) cf. λευκός: λεύσσω. - Several PN: Γλαῦκος, Γλαύκη (Il.), Γλαύκων, - ίων etc.. - On γλαυκῶπις s. v.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Hardly to γαλήνη, γελάω (s. vv.). - Improbable Leumann Hom. Wörter 148ff. (wrong analsis of γλαυκῶπις; s. Chantr. Mél. Carcopino (1966) 193ff.). - No etymology; hardly IE (* gleh₂u-ko- would be a rather unusual formation); so rather Pre-Greek.Page in Frisk: 1,310-311Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γλαυκός
-
4 γλαύκος
-
5 γλαῦκος
-
6 γλαυκός
1 blue-grey cf. Leumann, Hom. Wörter, 152. γλαυκοὶ δὲ δράκοντες (contra Σ. φοβεροί) O. 8.37 -
7 Γλαῦκος
a Glaukos, a fisherman of Anthedon, who was reputed to have become a sea god and foretold the future; mentioned by Pindar, acc. to Paus. 9. 22. 6, = fr. 263. cf. Aesch. Frag., ed. Mette, fragg. 53—65.b Glaukos, king of Lycia and son of Bellerophon, O. 13.61 ἐκ Λυκίας δὲ Γλαῦκον ἐλθόντα τρόμεον Δαναοί since the Lycians were allies of the Trojans O. 13.60 -
8 γλαυκός
A gleaming (cf. γλαύσσω, γλαυσός), once in Hom.,γλαυκὴ δέ σε τίκτε θάλασσα Il.16.34
(hence γλαυκὴ δυσπέμφελος, = the sea, Hes. Th. 440): so in Trag. (not A.),γ. λίμνα S.Fr. 371
, 476;ἅλς E.Cyc.16
; (lyr.); laterγ. σελάνα Mesom.Sol.21
;πλήθοντα πυρὸς γλαυκοῖο σελήνη Tryph.514
;ἀστέρες Him.Ecl.13.37
;γ. ἠώς Theoc.16.5
; alsoγ. δράκων Pi.O.8.37
(expld. by Sch.as, = γλαύκωψ, γλαυκῶπις).II later, of colour (κυανοῦς λευκῷ κεραννύμενος Pl.Ti. 68c
; cf. γλαυκότερον κυάνοιο φαείνεται Hegesiana x 1), bluish green or grey, of the olive, S.OC 701, E.IT 1101, Tr. 802 (all lyr.), etc.; of the elder, Emp.93; ὀπώρα, of grapes, S.Tr. 703; of vine leaves, AP9.87 (Marc. Arg.); of the beryl and topaz, D.P.1119 sq.;μάραγδος Nonn.D.5.178
.2 freq. of the eye, light blue, grey, opp. μέλας, χαροπός, Arist.GA 779b13, HA 492a3, cf. Paus.1.14.6;ἔθνος γ. ἰσχυρῶς καὶ πυρρόν Hdt.4.108
, cf. Hp.Aër.14, Arist.Pr. 892a3, etc.;γ. Ἀθάνα E.Heracl. 754
(lyr.), Theoc.28.1, cf. Plot.4.4.19; cf. γλαυκῶπις: —this colour was not admired, Luc.DMeretr.2.1, Philostr. VA7.42.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γλαυκός
-
9 γλαῦκος
γλαῦκος, ὁ, an eatableA fish of grey colour, Epich.49,50, Cratin.161, Antiph.7.6, Arist.HA 607b27, Numen. ap. Ath.7.295c, etc.II as pr. n., esp. of a Chian inventor: hence prov., οὐχ ἡ Γλαύκου τέχνη, c. inf., 'it does not need a genius to.. ', Pl.Phd. 108d, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γλαῦκος
-
10 γλαυκός
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > γλαυκός
-
11 Γλαῦκος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Γλαῦκος
-
12 γλαυκός
γλαύξthe little owl: fem gen sg (attic)γλαυκόςgleaming: masc nom sg -
13 γλαύξ, γλαυκός
ἡ N 3 3-0-0-0-0=3 Lv 11,16.19; Dt 14,15 -
14 Γλαύκω
Γλαύκοςmasc nom /voc /acc dualΓλαύκοςmasc gen sg (doric aeolic)Γλαύ̱κω, Γλαῦκοςfish of grey colour: masc nom /voc /acc dualΓλαύ̱κω, Γλαῦκοςfish of grey colour: masc gen sg (doric aeolic)——————Γλαύκοςmasc dat sgΓλαύ̱κῳ, Γλαῦκοςfish of grey colour: masc dat sg -
15 γλαυκά
γλαυκόςgleaming: neut nom /voc /acc plγλαυκά̱, γλαυκόςgleaming: fem nom /voc /acc dualγλαυκά̱, γλαυκόςgleaming: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
16 γλαυκότερον
γλαυκόςgleaming: adverbial compγλαυκόςgleaming: masc acc comp sgγλαυκόςgleaming: neut nom /voc /acc comp sg -
17 γλαύκω
γλαῦκοςfish of grey colour: masc nom /voc /acc dualγλαῦκοςfish of grey colour: masc gen sg (doric aeolic)γλαυκόωdye blue-grey: pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)γλαυκόωdye blue-grey: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)——————γλαῦκοςfish of grey colour: masc dat sg -
18 Γλαύκοιο
Γλαύκοςmasc gen sg (epic)Γλαύ̱κοιο, Γλαῦκοςfish of grey colour: masc gen sg (epic) -
19 Γλαύκου
Γλαύκοςmasc gen sgΓλαύ̱κου, Γλαῦκοςfish of grey colour: masc gen sg -
20 Γλαύκους
Γλαύκοςmasc acc plΓλαύ̱κους, Γλαῦκοςfish of grey colour: masc acc pl
См. также в других словарях:
Γλαῦκος — Γλαύκος masc nom sg Γλαῦκος fish of grey colour masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαυκός — I Ονομασία διαφόρων ποταμών της αρχαιότητας. 1. Ποταμός της Αχαΐας, που πήγαζε από τις πλαγιές του Παναχαϊκού και εξέρεε στα νότια της Πάτρας. Ταυτίζεται με τον ομώνυμο σημερινό ποταμό, τον γνωστό και με την ονομασία Λέκας. 2. Μικρός ποταμός της… … Dictionary of Greek
γλαύκος — I Ονομασία διαφόρων ποταμών της αρχαιότητας. 1. Ποταμός της Αχαΐας, που πήγαζε από τις πλαγιές του Παναχαϊκού και εξέρεε στα νότια της Πάτρας. Ταυτίζεται με τον ομώνυμο σημερινό ποταμό, τον γνωστό και με την ονομασία Λέκας. 2. Μικρός ποταμός της… … Dictionary of Greek
γλαυκός — γλαύξ the little owl fem gen sg (attic) γλαυκός gleaming masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαῦκος — γλαύξ the little owl fem gen sg (attic) γλαῦκος fish of grey colour masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαύκος ο ατλαντικός — (glaucus atlanticus). Γαστερόποδο μαλάκιο της τάξης των γυμνοβραγχίων. Διαδεδομένος στον Ατλαντικό, τυπικό είδος της θάλασσας των Σαργασσών, συναντάται και στη Μεσόγειο. Ζώο του πελάγους, κολυμπάει κάτω ακριβώς από την επιφάνεια του νερού και… … Dictionary of Greek
γλαυκός — ή, ό γαλανός, γαλάζιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κληρίδης, Γλαύκος — (Λευκωσία 1919 –). Κύπριος πολιτικός, πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας (1993 98, 1998 2003). Σπούδασε νομικά στο King’s College του πανεπιστημίου του Λονδίνου και άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου στην Κύπρο. Αγωνίστηκε για την ανεξαρτησία της… … Dictionary of Greek
Αλιθέρσης, Γλαύκος — (Λεμεσός 1897 – 1965).ψευδώνυμο του ποιητή Μιχάλη Χατζηδημητρίου. Σπούδασε στην Αθήνα φυσική αγωγή και εγκαταστάθηκε έπειτα στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου απ’ όπου και επαναπατρίστηκε λίγα χρόνια πριν από τον θάνατό του. Έργα του: Κρινάκια του… … Dictionary of Greek
Γλαύκω — Γλαύκος masc nom/voc/acc dual Γλαύκος masc gen sg (doric aeolic) Γλαύ̱κω , Γλαῦκος fish of grey colour masc nom/voc/acc dual Γλαύ̱κω , Γλαῦκος fish of grey colour masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαυκά — γλαυκός gleaming neut nom/voc/acc pl γλαυκά̱ , γλαυκός gleaming fem nom/voc/acc dual γλαυκά̱ , γλαυκός gleaming fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)