-
1 υψίλοφος
-
2 ὑψίλοφος
-
3 υψιλοφος
-
4 ὑψίλοφος
ὑψῐλοφος, -ον1 with high crestὑπ' Αἴτνας ὑψιλόφου O. 13.111
-
5 ὑψίλοφος
ὑψῐ-λοφος, ον,A high-crested,Αἴτνα Pi.O.13.111
;θυρίδες AP5.152
(Asclep.); v. l. in Ar.Ra. 818 (hex.) for ἱππολόφων; in Hp.Ep.16 the best codd. have ὑψηλόλοφος (v.l. ὑψήλοφος).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψίλοφος
-
6 ὑψίλοφος
ὑψί-λοφος, mit hohem Gipfel od. Wipfel; übtr., ὑψίλοφοι λόγοι, hochtrabende, hochfahrende Reden -
7 θυρίς
θυρίς, ίδος, ἡ, dim. von ϑύρα, kleine Thüröffnung, bes. Fenster; ἵππον χαλκοῦν ϑυρίδας ἔχοντα Plat. Rep. II, 359 d; ἐξάψας διὰ τῆς ϑυρίδος τὸ καλώδιον Ar. Vesp. 379; κἂν ἐκ ϑυρίδος παρακύπτωμεν, aus dem Fenster sehen, Thesm. 797; τὸ φῶς διὰ τᾶς ϑυρίδος οὐκ εἰςορῇς; p. bei Ath. XV, 697 c; Sp., Plut. Qu. Rom. 36; in der Anth. ὑψίλοφος, Asclpds. 15 (V, 153), εὔτρητοι, Philodem. 7 (V, 123), öfter; – μέλιτος, Bienenzellen, Arist. H. A. 9, 28; B. A. 100 wird ϑυρίδα τῆς πινακίδος τὴν πτύχα erkl., kleine Tafel, vgl. Ath. XII, 521 f.
-
8 ὑψό-λοφος
-
9 ὑψή-λοφος
ὑψή-λοφος, mit hohem Gipfel, auf hohen Bergen wachsend, muß entweder ὑψίλοφος od. ὑφηλόλοφος heißen, vgl. Bast ep. crit. p. 53.
-
10 υψιλόφοιο
-
11 ὑψιλόφοιο
-
12 υψιλόφοις
-
13 ὑψιλόφοις
-
14 υψιλόφοισιν
-
15 ὑψιλόφοισιν
-
16 υψιλόφου
-
17 ὑψιλόφου
-
18 υψιλόφους
-
19 ὑψιλόφους
-
20 υψιλόφω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὑψίλοφος — high crested masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υψίλοφος — και ὑψήλοφος και ὑψόλοφος, ον, Α 1. υψικόρυφος 2. (γενικά) υψηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + λόφος] … Dictionary of Greek
ὑψιλόφοιο — ὑψίλοφος high crested masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψιλόφοις — ὑψίλοφος high crested masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψιλόφοισιν — ὑψίλοφος high crested masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψιλόφου — ὑψίλοφος high crested masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψιλόφους — ὑψίλοφος high crested masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψιλόφων — ὑψίλοφος high crested masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψιλόφῳ — ὑψίλοφος high crested masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόφος — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 790 μ., 74 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 74 χλμ. Α της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διακοπτού. Μέχρι το 1955… … Dictionary of Greek
υψήλοφος — ον, Α βλ. ὑψίλοφος … Dictionary of Greek