-
1 Αθηναιος
Iдор. Ἀθᾱναῖος, лак. Ἀσᾱναῖος 3афинскийIIὅ афинянинὅ Атеней1) ученый инженер, родом из Сицилии, современник Архимеда, автор сочинения Περὴ μηχανημάτων2) родом из Навкратиды Египетской, грамматик III в. н.э., автор сочинения Δειπνοσοφισταί -
2 Ἀθηναῖος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Ἀθηναῖος
-
3 Αθηναίος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Αθηναίος
-
4 Αθηναίος
ο, Αθηναία η афинян|ин, -ка -
5 Ἀθηναῖος
Афинянин (житель города Афины).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Ἀθηναῖος
-
6 γε
γεдор. γᾰ (иногда слитно: ἐγωγε и т.п.) энклит. частица со знач.:1) ( уступительности) правда, хотя, по крайней мере, тж. все жеσὺ δ΄ οὐ λέγεις γε, δρᾶς δέ Eur. — ты, правда, не говоришь, но действуешь;
τόδε γε εἰπέ Xen. — скажи по крайней мере (хоть) вот что;ἐπεὴ σοί γε δοκεῖ Plat. — если уж таково твое желание2) ( ограничения) только, лишьΔιός γε διδόντος Hom. — если только даст Зевс;
ἂν δέ γε βούλῃ Plat. — если только ты хочешь;ὅσος οὐκ ἐν ἄλλῳ ἑνί γε χωρίῳ ἐστίν Thuc. — какого нет решительно ни в одной другой области;αύτῷ ἑνί γε ἀνδρὴ τῶν ἐφ΄ ἡμῶν Xen. — ему, одному единственному из наших современников3) ( логического подчеркивания) поистине же, именно, -тоμάλιστά γε Hom., Soph., Plat., πάνυ или σφόδρα γε Plat. — конечно же, еще бы;
ποίου δὲ τούτου πλήν γ΄ Ὀδυσσέως ; Soph. — о ком же как не об Одиссее именно?;φαμέν γε μέν οὕτω Plat. — это-то мы и утверждаем4) ( усиления) и даже, к тому жеπαρῆσάν τινες καὴ πολλοί γε Plat. — кое-кто был, и даже многие
5) ( пояснения) ибо, ведь, посколькуοἵ γε σοῦ καθύβρισαν Soph. — ведь они обидели тебя;
Ἀθηναῖός γ΄ ὤν Plat. — поскольку ты афинянин6) ( заключения) итак, что жеεἶμί γε Eur. — ну что же, я пойду
-
7 μισαθηναιος
-
8 φιλαθηναιος
-
9 γέννημα
τό1) дитя, ребёнок; детёныш; 2) прям., перен. порождение, плод;της φαντασίας — плод фантазии;γέννημα θρέμμα — детище;
Αθηναίος γέννημα (καί) θρέμμα — он дитя Афин;
3) пшеница;ячмень; πλ. злаки, зерновые;§ κακής ώρας γέννημα — злополучный человек
-
10 γεννητάτος
η, ο исконный, коренной;είναι αθηναίος γεννητάτος — он коренной афинянин
-
11 θρέμμα
τό1) питомец, детище;είμαι Αθηναίος γέννημα (καί) θρέμμα — я родился и вырос в Афинах, я — дитя Афин;
2) πλ. скот -
12 καθεαυτό
-
13 117
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 117
См. также в других словарях:
Ἀθηναῖος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀθήναιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αθηναίος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Αττάλου Α’ και αδελφός του βασιλιά Ευμένη της Περγάμου. 2. Στρατηγός του Αντιγόνου, που κατατρόπωσε τους Ναβαταίους Άραβες το 312. 3. Μαθηματικός, σύγχρονος του Αρχιμήδη. Έζησε το 200 π.Χ. και του αποδίδουν … Dictionary of Greek
Αθηναίος — θηλ. αία και Ατθίδα αυτός που κατάγεται από την Αθήνα: Είναι βέρος Αθηναίος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἀθηναίως — Ἀθήναιος masc acc pl (doric) Ἀθηναί̱ως , Ἀθηναῖος adverbial Ἀθηναί̱ως , Ἀθηναῖος masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πραξίας — Αθηναίος γλύπτης και ζωγράφος. Έζησε στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Ο Παυσανίας τον αναφέρει ως τον γλύπτη που κατασκεύασε τα αετώματα του ναού του Απόλλωνα στους Δελφούς. Πέθανε στους Δελφούς χωρίς να προλάβει να τελειώσει τον γλυπτικό διάκοσμο των… … Dictionary of Greek
Ἀθηναῖον — Ἀθηναῖος masc acc sg Ἀθηναῖος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀθηναίους — Ἀθήναιος masc acc pl Ἀθηναί̱ους , Ἀθηναῖος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάχης — Αθηναίος στρατηγός του 5ου π.Χ. αι., γιος του Επίκληρου. Το 428 πολιόρκησε τη Μυτιλήνη και την ανάγκασε να παραδοθεί, ενώ τον επόμενο χρόνο κατέκτησε τις πόλεις, Ερεσσό, Πύρρα και Νότιο. Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα κλήθηκε στο δικαστήριο… … Dictionary of Greek
σμικρός — Αθηναίος αγγειογράφος του πρώιμου ερυθρόμορφου ρυθμού, που άκμασε στις αρχές του 5ου αι. π.Χ. Σώζονται δυο ενυπόγραφα σταμνιά, από τα οποία το καλύτερο βρίσκεται σε μουσείο των Βρυξελλών κι εικονίζει ένα συμπόσιο του με φίλους του, αυλητρίδες και … Dictionary of Greek
σόλων — Αθηναίος νομοθέτης (γύρω στα 640 γύρω στα 560 π.Χ.). Ανήκε στην αριστοκρατική οικογένεια των Κοδριδών και κατατάσσεται μεταξύ των Επτά Σοφών της αρχαίας Ελλάδας, δηλαδή σ’ ένα μικρό κύκλο εκλεκτών αντρών, που χρησίμευαν στους αρχαίους ως πρότυπα… … Dictionary of Greek