-
1 Αθηναίος
-
2 Ἀθηναῖος
-
3 Αθήναιος
-
4 Ἀθήναιος
-
5 Αθηναιος
Iдор. Ἀθᾱναῖος, лак. Ἀσᾱναῖος 3афинскийIIὅ афинянинὅ Атеней1) ученый инженер, родом из Сицилии, современник Архимеда, автор сочинения Περὴ μηχανημάτων2) родом из Навкратиды Египетской, грамматик III в. н.э., автор сочинения Δειπνοσοφισταί -
6 Ἀθηναῖος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Ἀθηναῖος
-
7 Ἀθηναῖος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Ἀθηναῖος
-
8 Αθηναίος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Αθηναίος
-
9 Αθηναίος
ο, Αθηναία η афинян|ин, -ка -
10 Ἀθηναῖος
Афинянин (житель города Афины).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Ἀθηναῖος
-
11 φιλ-αθήναιος
φιλ-αθήναιος, Freund der Athener; Ar. Ach. 142; Plat. Tim. 21 e; Luc. Dem. enc. 42.
-
12 μῑσ-αθήναιος
μῑσ-αθήναιος, die Athener hassend, Lycurg. 39; im superl. μισαϑηναιότατος, Dem. 23, 202.
-
13 Αθηναίω
Ἀθήναιονthe temple of Athena: neut nom /voc /acc dualἈθήναιονthe temple of Athena: neut gen sg (doric aeolic)Ἀθήναιοςmasc nom /voc /acc dualἈθήναιοςmasc gen sg (doric aeolic)Ἀθηναί̱ω, Ἀθηναῖοςmasc /neut nom /voc /acc dualἈθηναί̱ω, Ἀθηναῖοςmasc /neut gen sg (doric aeolic)——————Ἀθήναιονthe temple of Athena: neut dat sgἈθήναιοςmasc dat sgἈθηναί̱ῳ, Ἀθηναῖοςmasc /neut dat sg -
14 Αθηναία
Ἀθηναίᾱ, Ἀθήνηcasting vote: fem nom /voc /acc dualἈθηναίᾱ, Ἀθήνηcasting vote: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)Ἀθηναί̱ᾱ, Ἀθηναῖοςfem nom /voc /acc dualἈθηναί̱ᾱ, Ἀθηναῖοςfem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————Ἀθηναίᾱͅ, Ἀθήνηcasting vote: fem dat sg (attic doric aeolic)Ἀθηναί̱ᾱͅ, Ἀθηναῖοςfem dat sg (attic doric aeolic) -
15 Αθηναίων
Ἀθήναιαneut gen plἈθήναιονthe temple of Athena: neut gen plἈθήναιοςmasc gen plἈθηναί̱ων, Ἀθηναῖοςfem gen plἈθηναί̱ων, Ἀθηναῖοςmasc /neut gen pl -
16 Ἀθηναίων
Ἀθήναιαneut gen plἈθήναιονthe temple of Athena: neut gen plἈθήναιοςmasc gen plἈθηναί̱ων, Ἀθηναῖοςfem gen plἈθηναί̱ων, Ἀθηναῖοςmasc /neut gen pl -
17 Αθηναίως
Ἀθήναιοςmasc acc pl (doric)Ἀθηναί̱ως, ἈθηναῖοςadverbialἈθηναί̱ως, Ἀθηναῖοςmasc acc pl (doric) -
18 Ἀθηναίως
Ἀθήναιοςmasc acc pl (doric)Ἀθηναί̱ως, ἈθηναῖοςadverbialἈθηναί̱ως, Ἀθηναῖοςmasc acc pl (doric) -
19 Αθηναίον
-
20 Ἀθηναῖον
См. также в других словарях:
Ἀθηναῖος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀθήναιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αθηναίος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Αττάλου Α’ και αδελφός του βασιλιά Ευμένη της Περγάμου. 2. Στρατηγός του Αντιγόνου, που κατατρόπωσε τους Ναβαταίους Άραβες το 312. 3. Μαθηματικός, σύγχρονος του Αρχιμήδη. Έζησε το 200 π.Χ. και του αποδίδουν … Dictionary of Greek
Αθηναίος — θηλ. αία και Ατθίδα αυτός που κατάγεται από την Αθήνα: Είναι βέρος Αθηναίος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἀθηναίως — Ἀθήναιος masc acc pl (doric) Ἀθηναί̱ως , Ἀθηναῖος adverbial Ἀθηναί̱ως , Ἀθηναῖος masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πραξίας — Αθηναίος γλύπτης και ζωγράφος. Έζησε στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Ο Παυσανίας τον αναφέρει ως τον γλύπτη που κατασκεύασε τα αετώματα του ναού του Απόλλωνα στους Δελφούς. Πέθανε στους Δελφούς χωρίς να προλάβει να τελειώσει τον γλυπτικό διάκοσμο των… … Dictionary of Greek
Ἀθηναῖον — Ἀθηναῖος masc acc sg Ἀθηναῖος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀθηναίους — Ἀθήναιος masc acc pl Ἀθηναί̱ους , Ἀθηναῖος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάχης — Αθηναίος στρατηγός του 5ου π.Χ. αι., γιος του Επίκληρου. Το 428 πολιόρκησε τη Μυτιλήνη και την ανάγκασε να παραδοθεί, ενώ τον επόμενο χρόνο κατέκτησε τις πόλεις, Ερεσσό, Πύρρα και Νότιο. Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα κλήθηκε στο δικαστήριο… … Dictionary of Greek
σμικρός — Αθηναίος αγγειογράφος του πρώιμου ερυθρόμορφου ρυθμού, που άκμασε στις αρχές του 5ου αι. π.Χ. Σώζονται δυο ενυπόγραφα σταμνιά, από τα οποία το καλύτερο βρίσκεται σε μουσείο των Βρυξελλών κι εικονίζει ένα συμπόσιο του με φίλους του, αυλητρίδες και … Dictionary of Greek
σόλων — Αθηναίος νομοθέτης (γύρω στα 640 γύρω στα 560 π.Χ.). Ανήκε στην αριστοκρατική οικογένεια των Κοδριδών και κατατάσσεται μεταξύ των Επτά Σοφών της αρχαίας Ελλάδας, δηλαδή σ’ ένα μικρό κύκλο εκλεκτών αντρών, που χρησίμευαν στους αρχαίους ως πρότυπα… … Dictionary of Greek