-
1 αγλαία
ἀγλαΐᾱ, ἀγλαίαsplendour: fem nom /voc /acc dualἀγλαΐᾱ, ἀγλαίαsplendour: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀγλαΐαι, ἀγλαίαsplendour: fem nom /voc plἀγλαΐᾱͅ, ἀγλαίαsplendour: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 Αγλαία
Ἀγλαίᾱ, Ἀγλαίαfem nom /voc /acc dualἈγλαίᾱ, Ἀγλαίαfem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————Ἀγλαίᾱͅ, Ἀγλαίαfem dat sg (attic doric aeolic) -
3 ἀγλαία
ἀγλᾰῑα (-α, -ας, -ᾳ, -αν; -ᾶν, -αις, -αισιν.)a triumph πάτρῳ τἐπερχόμενος ἀγλαίαν ἅπασαν (Bergk: ἀγλαίαν ἔδειξεν ἅπασαν codd.: ἅπασαν del. byz.) P. 6.46 ὅσαις δὲ βροτὸν ἔθνος ἀγλαίαιςἁπτόμεσθα P. 10.28
esp. in games,σύνδικος δ' αὐτῷ Ἰολάου τύμβος ἐνναλία τ Ἐλευσὶς ἀγλαίαισιν O. 9.99
πολλὰ μὲν νικαφόρον ἀγλαίαν ὤπασαν ἄκραις ἀρεταῖς ὑπερελθόντων ἱεροῖς ἐν ἀέθλοις O. 13.14
σπεῖρέ νυν ἀγλαίαν τινα νάσῳ N. 1.13
ἐν Κρίσᾳ δ' εὐρυσθενὴς εἶδ Ἀπόλλων μιν πόρε τἀγλαίαν I. 2.18
b triumphal festivity, celebration φόρμιγξ. τᾶς ἀκούει μὲν βάσις, ἀγλαίας ἀρχά, P. 1.2ἀγλαίαισιν δ' ἀστυνόμοις ἐπιμεῖξαι λαόν N. 9.31
Διόθεν τέ με σὺν ἀγλαίᾳ ἴδετε πορευθέντ' ἀοιδᾶν δεύτερον fr. 75. 7. ὀρχήστ' ἀγλαίας ἀνάσσων, εὐρυφάρετ Ἀπολλον fr. 148.c fragg. ]ἀγλαιᾶν Pae. 3.5
]ων ἀγλαίαις[ fr. 215. 10.d pro pers., Festivity, one of the Graces, cf. Hes. Theog. 906—9.ὦ πότνἰ Ἀγλαία φιλησίμολπέ τ' Εὐφροσύνα, θεῶν κρατίστου παῖδες O. 14.13
ἀριστεύοισιν καὶ χοροὶ καὶ Μοῖσα καὶ Ἀγλαία fr. 199. 3. -
4 ἀγλαΐα
ἀγλαΐα, ἡ ( ἀγλαός), Glanz, Pracht, im guten Sinn, Hom. von der Schönheit der Penelope, Od. 18, 180; ähnl. Soph. El. 204; ἵππος ἀγλαΐηφι πεποιϑώς Il. 6, 510. 15, 267; mit κῦδος verb. dem ὄνειαρ, Nutzen, entgegengesetzt Od. 15, 78; ἀγλαΐης ἕνεκεν κύνας κομέουσιν, zum Staat, 17, 310; vgl. ἀγλαΐας ἕνεκα ἵππῳ χαίτη Xen. Eq. 5, 8; plur. Od. 17, 244, ἀγλαΐας, τὰς νῦν ὑβρίζων φορέεις, das Vornehmtun, die Hoffahrt; Pind. Sieg und Siegesfreude, νικαφόρος ἀγ, Ol. 13, 14; ἀγλαΐαν πόρεν αὐτῷ I. 2, 18; ἔδειξεν P. 6, 46. Auch Hes. vrbdt ἀγλαΐαις τε χοροῖς τε, sie ergötzten sich in Festfreude u. Tanz, Sc. 272; vgl. 284; Plut. Lyc. 21 καὶ χοροὶ καὶ μοῦσαι καὶ ἀγλαΐα. – Sp. D. von Freude u. Schmuck öfter, wie Strat. 37 (XII, 195) die Blumen ἔαρος ἀγλαΐαι nennt. In Prosa Xenoph. (f. oben) u. Sp., wie Julian. – Seit Hes. Th. 909 eine der Chariten.
-
5 αγλαια
эп.-ион. ἀγλαΐη ἥ тж. pl.1) блеск, пышность, краса(κῦδος τε καὴ ἀ. Hom.)
ἀγλαΐης ἕνεκεν Hom. — для красы2) радость, ликование(ἀγλαΐαι τε χοροί τε Hes.; νικαφόρος ἀ. Pind.; καὴ Μοῦσαι, καὴ ἀ. Plut.)
μηδέ ποτ΄ ἀγλαΐας ἀποναίατο Soph. — чтобы им никогда не знать радости3) важность, высокомерие -
6 Αγλαια
-
7 ἀγλαΐα
ἀγλαΐα, Glanz, Pracht (im guten Sinn); prunkende Schönheit (von der Penelope; Sieg und Siegesfreude, festliche Freude; vom Schmuck; eine der Chariten; pl. Hoffart -
8 ἀγλαία
Βλ. λ. αγλαία -
9 ἀγλαίᾳ
Βλ. λ. αγλαία -
10 Ἀγλαία
Βλ. λ. Αγλαία -
11 Ἀγλαίᾳ
Βλ. λ. Αγλαία -
12 ἀγλαΐα
A splendour, beauty,κῦδός τε καὶ ἀ. καὶ ὄνειαρ Od. 15.78
;ἀγλαΐηφι πεποιθώς Il.6.510
; of Penelope, Od.18.180; splendour, magnificence, S.El. 211;ὡρῶν Jul.Or.4.148d
; in bad sense, pomp, show, [κύνας] ἀγλαΐης ἕνεκεν κομέουσιν Od.17.310
; in pl., vanities, 17.244, E.El. 175.3 adornment, of a horse's mane, colours of oyster's shell, etc., X.Eq.5.8, Ael.NA10.13, cf. A.R.4.1191.4 pr. n., Ἀγλαΐα, one of the Graces, who presided over victory in the games, Hes.Th. 945, cf. B.3.6.—Mostly poet. [suff] ἀγλα-ΐζω, Hp.Mul.2.188, Ael., v. infr.: [tense] fut. [dialect] Att. ἀγλαϊῶ ([etym.] ἐπ-) Ar.Ec. 575: [tense] aor. ἠγλάϊσα ([dialect] Dor. ἀγλ-) Theoc.Ep.1.4, etc., ([etym.] ἐπ-) Ar. Fr. 682:—[voice] Pass., v. infr.:—make splendid, glorify, B.3.22, etc.;ἀθανάταις ἠγλάϊσεν χάρισιν IG12(3).1190.10
([place name] Melos);θυσίαις τέμενος Isyll.28
, cf. Plu.2.965c, Ael.NA8.28.II [dialect] Ep. and Lyr. only [voice] Med. and [voice] Pass., adorn oneself with a thing, take delight in, σέφημι διαμπερὲς ἀγλαϊεῖσθαι (sc. ἵπποις) Il.10.331 (the only form in Hom., even of compds.);ὅστις τοιούτοις θυμὸν ἀγλαΐζεται Semon.7.70
;ἀ. μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ Pi.O.1.14
; Com.,ἐλαίῳ ῥάφανος ἠγλαϊσμένη Ephipp.3.6
(cf. Eub.150).III intr., ἀγλαΐζει· θάλλει, Hsch., cf. Antiph.301 codd.—Never in Trag. or [dialect] Att. Prose. -
13 Αγλαίας
-
14 Ἀγλαίας
-
15 αγλαίας
ἀγλαΐᾱς, ἀγλαίαsplendour: fem acc plἀγλαΐᾱς, ἀγλαίαsplendour: fem gen sg (attic doric aeolic) -
16 ἀγλαίας
ἀγλαΐᾱς, ἀγλαίαsplendour: fem acc plἀγλαΐᾱς, ἀγλαίαsplendour: fem gen sg (attic doric aeolic) -
17 αγλαίαι
ἀγλαΐαι, ἀγλαίαsplendour: fem nom /voc plἀγλαΐᾱͅ, ἀγλαίαsplendour: fem dat sg (attic doric aeolic) -
18 ἀγλαίαι
ἀγλαΐαι, ἀγλαίαsplendour: fem nom /voc plἀγλαΐᾱͅ, ἀγλαίαsplendour: fem dat sg (attic doric aeolic) -
19 αγλαιη
-
20 Αγλαιη
См. также в других словарях:
Ἀγλαία — Ἀγλαίᾱ , Ἀγλαία fem nom/voc/acc dual Ἀγλαίᾱ , Ἀγλαία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγλαία — ἀγλαΐᾱ , ἀγλαία splendour fem nom/voc/acc dual ἀγλαΐᾱ , ἀγλαία splendour fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγλαίᾳ — Ἀγλαίᾱͅ , Ἀγλαία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγλαίᾳ — ἀγλαΐαι , ἀγλαία splendour fem nom/voc pl ἀγλαΐᾱͅ , ἀγλαία splendour fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγλαΐα — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μία από τις τρεις Χάριτες, κόρη του Δία και της Ευρυνόμης, προσωποποίηση της ευθυμίας. Κατά τον Ησίοδο ήταν η νεότερη από τις τρεις Χάριτες και σύζυγος του Ηφαίστου. 2. Σύζυγος του Αμυθάονα, από τον οποίο γέννησε… … Dictionary of Greek
Αγλαΐα — η κύρ. όνομα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μητροπούλου, Αγλαΐα — (Αθήνα 1929 –). Ιστορικός, λογοτέχνης και κριτικός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε σε πανεπιστήμια του Παρισιού και του Λονδίνου. Κριτικές στις μελέτες έχουν… … Dictionary of Greek
Ἀγλαίας — Ἀγλαίᾱς , Ἀγλαία fem acc pl Ἀγλαίᾱς , Ἀγλαία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγλαίας — ἀγλαΐᾱς , ἀγλαία splendour fem acc pl ἀγλαΐᾱς , ἀγλαία splendour fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγλαιάων — Ἀγλαιά̱ων , Ἀγλαία fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγλαιάων — ἀγλαϊά̱ων , ἀγλαία splendour fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)