-
1 Ίλος
-
2 Ιλος
ὅ Ил1) сын Дардана, царь Дардании; его эпитеты у Hom.παλαιός «древний», δημογέρων «старейший из народа»
2) сын Троя и Каллирои, отец Лаомедонта, брат Ганимеда, основатель Илиона Hom., Diod. -
3 Ἶλος
-
4 Ἶλος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Ἶλος
-
5 Ἴλος
Βλ. λ. Ίλος -
6 Ἶλος
Βλ. λ. Ίλος -
7 ὅμ-ῑλος
ὅμ-ῑλος, ὁ, jede versammelte Menschenmenge, zusammengekommene Schaar, Versammlung; bes. die Schaar der gemeinen Krieger, im Ggstz des Anführers, ἐρχόμενον προτάροιϑεν ὁμίλου, ll. 3, 22; übh. der Kriegerschwarm, sowohl in geordneten Schlachtreihen als ungeordnet in dichtem Schlachtgedränge, Τρώων κατεδύσαϑ' ὅμιλον, 4, 86, βὰν δ' ἰέναι καϑ' ὅμιλον ἀνὰ στρατὸν εὐρὺν Ἀχαιῶν, 209; τὴν ἔξαγ' ὁμίλου, aus dem Schlachtgedränge, 5, 353; ἵππων τε καὶ ἀνδρῶν κάλλιφ' ὅμιλον, 10, 338, öfter; so auch Pind., προμάχων ἀν' ὅμιλον, I. 6, 35, Νομάδων δι' ὅμιλον, P. 9, 127; Σκύϑης ὅμιλος, Aesch. Prom. 415; τραπέντα ναύφρακτον ἐρεῖς ὅμιλον; das Flottengeschwader, Pers. 986; ναύταν οὐκέϑ' ὁρῶν ὅμιλον, Eur. Hec. 921; πᾶς εἰς ϑέαν ὅμιλος ἔρχεται δρόμῳ, 21, 427; Σατύρων, Cycl. 100; ϑοινατόρων, ion 1206; ὅμιλος δημότης, Ar. Pax 886; ὁ πολλὸς ὅμιλος, der große Haufen, Her. 1, 88; aber auch βοῇ καὶ ὁμίλῳ ἐπήϊσαν, 9, 59; von einer Kriegerschaar braucht es auch Thuc., καὶ τὸν ψιλὸν ὅμιλον ἐς μέσον λαβών, 4, 125. – Einzeln auch in späterer Prosa, von jeder großen Menge, Schwarm, Luc. de luct. 2, ὅμιλος αὐλητής Asin. 37; auch von leblosen Dingen, Menge, Haufen.
-
8 ἐξ-όμ-ῑλος
ἐξ-όμ-ῑλος, außer Verkehr, ξένων γὰρ ἐξόμιλος ἥδε ἡ βάσις Soph. Trach. 960, fern von den Anderen.
-
9 Ίλοιο
-
10 Ἴλοιο
-
11 Ίλον
-
12 Ίλου
-
13 Ἴλου
-
14 Ίλω
-
15 Ἴλῳ
-
16 Ίλωι
-
17 Ἴλωι
-
18 Ίλως
-
19 Ἴλως
-
20 ὀρχίλος
Grammatical information: m.Meaning: name of `a small bird', prob. `wren' (Ar., Arist., Thphr.); details in Thompson s.v.Other forms: (on the acc. Schwyzer 485; mss. also - ιλος).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Formation like κορθ-, τροχ-ίλος a.o. (Schwyzer a. O., Chantraine Form. 249); perh. from ὀρχέομαι because of the liveliness of the bird (similar Robert, s. Bq).Page in Frisk: 2,433Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὀρχίλος
См. также в других словарях:
Ἴλος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἶλος — Ἶ̱λος , Ἶλος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Δάρδανου και της κόρης του Τεύκρου, Βάτειας. Όταν πέθανε o πατέρας του, βασίλεψε στη Δαρδανία και άφησε τον θρόνο στον αδελφό του Εριχθόνιο, γιατί δεν είχε παιδιά. 2. Ιδρυτής και επώνυμος ήρωας του Ιλίου,… … Dictionary of Greek
Ἴλοιο — Ἴλος masc gen sg (epic) Ἴ̱λοιο , Ἶλος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴλου — Ἴλος masc gen sg Ἴ̱λου , Ἶλος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴλως — Ἴλος masc acc pl (doric) Ἴ̱λως , Ἶλος masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴλῳ — Ἴλος masc dat sg Ἴ̱λῳ , Ἶλος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴλον — Ἴλος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρυγίλος — ὁ, Α άγνωστο είδος πτηνού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. ονομ. πτηνού, η οποία εμφανίζει επίθημα ίλος, όπως και άλλα ον. πτηνών (πρβλ. ὀρχ ίλος, σποργ ίλος, τροχ ίλος). Κατά μία άποψη, η λ. μπορεί να αναχθεί στην ΙΕ ρίζα *bher (e)g «γαβγίζω,… … Dictionary of Greek
ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… … Dictionary of Greek
πυρρούλας — ο, ΝΑ, και πύρρουλας Ν ζωολ. κοινή, σήμερα, ονομασία τεσσάρων ειδών στρουθιόμορφων πτηνών τής οικογένειας fringillidae, δύο από τα οποία απαντούν στην Ελλάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πυρρούλας σχηματίστηκε < πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» (πρβλ. πύρρα) με … Dictionary of Greek