-
21 καταδιώκων
(-οντος) ο, καταδιώκουσα η преследователь, -ница -
22 κατιόν
(-όντος) τό физ. катион -
23 λέων
-
24 μέλλον
(-οντος) τό будущее;будущность;τα μέλλοντα — буду-
щее, предстоящее;τό εγγύς ( — или τό κοντινό) μέλλον — ближайшее будущее;
γιά το μέλλον — для будущего;
στο μέλλον — в будущем; — впредь, отныне;
§ νέος με μέλλον — юноша с будущим
-
25 μέλλων
-
26 μεσάζων
(-οντος), ουσα, ον 1. посредничающий; выступающий посредником, маклером;2. (ο, η) 1) посредник, -ца, маклер; 2) медиум -
27 μικρόδους
(-οντος) ο, η тот, кто имеет мелкие зубы -
28 μυλόδους
(-οντος) ο мед. моляр, коренной зуб -
29 οδούς
(-όντος) ο зуб;§ οδόντα αντί οδόντος зуб за зуб; βρυγμός των οδόντων зуб на зуб не попадает (от страха, холода); τριγμός των οδόντων скрежет зубовный -
30 όζον
(-οντος) τό хим. озон -
31 παράγων
(-οντος) ο см. παράγοντας -
32 παρατυχών
(-όντος), ούσα, όν уст. случайно оказавшийся поблизости -
33 παρελθόν
(-όντος) τό прошлое;μακρυνό παρελθόν — далёкое прошлое;
κατά το παρελθόν — или στο παρελθόν — в прошлом;
6*ς ξεχάσουμε ( — или λησμονήσουμε) το παρελθόν — давайте забудем прошлое;
είμαι υπόπτου παρελθόντος — иметь подозрительное, тёмное прошлое;
έχει παρελθόν η γυναίκα αυτή — у этой женщины тёмное прошлое
-
34 παρελθών
(-οντος), ούσα, όν1) прошедший, прошлый; 2) грам.:παρελθών χρόνος — прошедшее время
-
35 παρόν
(-όντος) τό настоящее время; -
36 παρών
(-όντος), ούσα, όν1) присутствующий;είμαι παρών — присутствовать;
οι παρόντες εξαιρούνται — о присутствующих не говорят;
2) настоящий, нынешний, сегодняшний;η παρούσα κατάσταση — нынешнее положение; — текущий момент;
3) я1, здесь!, есть! (отзыв при проверке, при поверке);§δίνω το παρών — а) появляться; — б) отмечаться (где-л.)
-
37 παφλάζων
(-οντος), ουσα, ον плещущий -
38 περιβάλλον
(-οντος) τό среда, окружение;στενόν περιβάλλον — а) тесный семейный круг; — б) тесный круг друзей
-
39 προεξάρχων
(-οντος), ουσα, ον возглавляющий; предводительствующий;ο προεξάρχων τού χορού — ведущий в танце
-
40 προϊόν
(-όντος) τό1) продукт, продукция;τα προϊόντα διατροφής — продукты питания;
κτηνοτροφικά προϊόντα — продукты животноводства;
γαλακτοκομικά προϊόντα — молочные продукты;
2) товар, изделие;βιομηχανικά προϊόντα — промышленные товары;
3) плод, продукт, результат;προϊόν φαντασίας — плод фантазии;
είναι προϊόν μακροχρονίου εργασίας του — это результат его дол- гого труда;
4) вознаграждение; награда;τα πενιχρά προϊόντα — скудное вознаграждение
См. также в других словарях:
ὄντος — εἰμί sum pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οἴνου δὲ μηκέτ’ ὄντος, οὐκ ἔστι Κύπρις. — οἴνου δὲ μηκέτ’ ὄντος, οὐκ ἔστι Κύπρις. См. Где голодно, тут и холодно … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Οὐδὲν γίγνεται ἐκ τοῦ μὴ ὄντος. — См. Из ничего один только Бог свет создал … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
παντομέδων — οντος, ὁ, ΜΑ ο εξουσιαστής τών πάντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + μέδων, οντος «άρχων, κύριος»] … Dictionary of Greek
προόδους — οντος, ο, η, ΝΑ αυτός που πάσχει από προοδοντισμό, αυτός τού οποίου τα δόντια εξέχουν προς τα εμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ὀδούς, όντος (πρβλ. μον όδους)] … Dictionary of Greek
πρωτάρχων — οντος, ὁ, Α ο πρώτος άρχων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + ἄρχων, οντος] … Dictionary of Greek
συγγέρων — οντος, ὁ, ΜΑ αυτός που είναι επίσης γέρος («νέον μὲν αὐτὸν ἡ νεανὶς ἐζήτει βλέπειν ἐραστήν, συγγέροντα δ ἡ γραῑα», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γέρων, οντος] … Dictionary of Greek
φιλάρχων — οντος, ὁ, Α αυτός που αγαπά τους άρχοντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἄρχων, οντος] … Dictionary of Greek
χαυλιόδους — οντος, ο / χαυλιόδους, ουν, ΝΜΑ, και χαυλιόδοντας Ν το αρσ. ως ουσ. ονομασία για τα δόντια μερικών θηλαστικών, όπως είναι οι κοπτήρες τού ελέφαντα και οι κυνόδοντες τού οδοβαίνου ή τών αγριοχοίρων, τα οποία έχουν μεγάλο μέγεθος, αλλά και… … Dictionary of Greek
χλωρόδους — οντος, ο, Ν ζωολ. γένος μαλακίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chlorodus (< χλωρ[ο] * + οδούς, όντος)] … Dictionary of Greek
χρυσεόδους — οντος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει χρυσά δόντια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ὀδούς, όντος (πρβλ. ὀξυ όδους)] … Dictionary of Greek