-
1 ὄντος
сущегосущей сущемуΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὄντος
-
2 ανιόν
(-όντος) τό физ. анион -
3 άρχών
-
4 αυλοθεράπων
(-οντος) ο лакей, слуга при дворе -
5 αχαμνόων
(-οντος) ο кляча -
6 γέρων
(-οντος) ο1) старик, старец; 2) старейшина -
7 δεσπόζων
-
8 διάττων
(-οντος), ουσα, ον μετ χ.1) стремительно падающий;διάττων αστήρ — падающая звезда;
2) мед.:διάττοντες πόνοι — острые внезапные боли;
§ ενεφανίσθη ( — или έλαμψε ν) ως διάττων — он сверкнул как метеор
-
9 διάφεραν
-
10 δράκων
-
11 ενδιαφέρον
(-οντος) τό интерес, заинтересованность;δείχνω ( — или επιδεικνύω) ενδιαφέρον — проявлять интерес;
παρακολουθώ κάτι με ενδιαφέρον ( — или μετ' ενδιαφέροντος) — наблюдать, следить за чём-л. со вниманием, с интересом;
έχω ( — или παρουσιάζω) ενδιαφέρον — представлять интерес;
έχω ενδιαφέρον εις τι — быгь заинтересованным в чём-л.;
προκαλώ το ενδιαφέρον (γιά κάτι) — вызывать интерес, возбуждать интерес (к чему-л.); — интересовать, заинтересовывать (чём-л.)
-
12 ενόν
-
13 επάγων
-
14 επιόν
(-όντος) τό см. επερχόμενον -
15 επιών
(-όντος), ούσα, όν следующий, предстоящий;η επιούσα следующий день -
16 εφεσείων
(-οντος), ουσα, ον юр. апеллирующий -
17 θάλλων
-
18 θεράπων
(-οντος) ο слуга; служитель § θεράπων ιατρός лечащий врач;ταπεινότατος (υμών) θεράπων уст. — ваш покорный слуга (в письмах)
-
19 ιόν
(-όντος) τό физ. ион -
20 καθήκον
(-οντος) τό1) задача;βασικό καθήκον — основная задача;
2) долг, обязанность;πλ. обязанности (служебные);συναίσθηση τού καθήκοντος — чувство долга;
άνθρωπος τού καθήκοντος — человек долга;
αναλαμβάνω καθήκοντα — брать на себя обязанности; — приступать к исполнению обязанностей; — вступать в должность;
απαλλάσσομαι των καθηκόντων μου — освобождаться от занимаемой должности;
υπερβαίνω τα καθήκοντα μου превышать свою власть;θεωρώ καθήκον μου — считать своим долгом, своей обязанностью;
επιβάλλω ως καθήκον — вменять что-л, в обязанность
См. также в других словарях:
ὄντος — εἰμί sum pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οἴνου δὲ μηκέτ’ ὄντος, οὐκ ἔστι Κύπρις. — οἴνου δὲ μηκέτ’ ὄντος, οὐκ ἔστι Κύπρις. См. Где голодно, тут и холодно … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Οὐδὲν γίγνεται ἐκ τοῦ μὴ ὄντος. — См. Из ничего один только Бог свет создал … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
παντομέδων — οντος, ὁ, ΜΑ ο εξουσιαστής τών πάντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + μέδων, οντος «άρχων, κύριος»] … Dictionary of Greek
προόδους — οντος, ο, η, ΝΑ αυτός που πάσχει από προοδοντισμό, αυτός τού οποίου τα δόντια εξέχουν προς τα εμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ὀδούς, όντος (πρβλ. μον όδους)] … Dictionary of Greek
πρωτάρχων — οντος, ὁ, Α ο πρώτος άρχων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + ἄρχων, οντος] … Dictionary of Greek
συγγέρων — οντος, ὁ, ΜΑ αυτός που είναι επίσης γέρος («νέον μὲν αὐτὸν ἡ νεανὶς ἐζήτει βλέπειν ἐραστήν, συγγέροντα δ ἡ γραῑα», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γέρων, οντος] … Dictionary of Greek
φιλάρχων — οντος, ὁ, Α αυτός που αγαπά τους άρχοντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἄρχων, οντος] … Dictionary of Greek
χαυλιόδους — οντος, ο / χαυλιόδους, ουν, ΝΜΑ, και χαυλιόδοντας Ν το αρσ. ως ουσ. ονομασία για τα δόντια μερικών θηλαστικών, όπως είναι οι κοπτήρες τού ελέφαντα και οι κυνόδοντες τού οδοβαίνου ή τών αγριοχοίρων, τα οποία έχουν μεγάλο μέγεθος, αλλά και… … Dictionary of Greek
χλωρόδους — οντος, ο, Ν ζωολ. γένος μαλακίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chlorodus (< χλωρ[ο] * + οδούς, όντος)] … Dictionary of Greek
χρυσεόδους — οντος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει χρυσά δόντια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ὀδούς, όντος (πρβλ. ὀξυ όδους)] … Dictionary of Greek