Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(-όντος)

См. также в других словарях:

  • ὄντος — εἰμί sum pres part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οἴνου δὲ μηκέτ’ ὄντος, οὐκ ἔστι Κύπρις. — οἴνου δὲ μηκέτ’ ὄντος, οὐκ ἔστι Κύπρις. См. Где голодно, тут и холодно …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Οὐδὲν γίγνεται ἐκ τοῦ μὴ ὄντος. — См. Из ничего один только Бог свет создал …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • παντομέδων — οντος, ὁ, ΜΑ ο εξουσιαστής τών πάντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + μέδων, οντος «άρχων, κύριος»] …   Dictionary of Greek

  • προόδους — οντος, ο, η, ΝΑ αυτός που πάσχει από προοδοντισμό, αυτός τού οποίου τα δόντια εξέχουν προς τα εμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ὀδούς, όντος (πρβλ. μον όδους)] …   Dictionary of Greek

  • πρωτάρχων — οντος, ὁ, Α ο πρώτος άρχων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + ἄρχων, οντος] …   Dictionary of Greek

  • συγγέρων — οντος, ὁ, ΜΑ αυτός που είναι επίσης γέρος («νέον μὲν αὐτὸν ἡ νεανὶς ἐζήτει βλέπειν ἐραστήν, συγγέροντα δ ἡ γραῑα», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γέρων, οντος] …   Dictionary of Greek

  • φιλάρχων — οντος, ὁ, Α αυτός που αγαπά τους άρχοντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἄρχων, οντος] …   Dictionary of Greek

  • χαυλιόδους — οντος, ο / χαυλιόδους, ουν, ΝΜΑ, και χαυλιόδοντας Ν το αρσ. ως ουσ. ονομασία για τα δόντια μερικών θηλαστικών, όπως είναι οι κοπτήρες τού ελέφαντα και οι κυνόδοντες τού οδοβαίνου ή τών αγριοχοίρων, τα οποία έχουν μεγάλο μέγεθος, αλλά και… …   Dictionary of Greek

  • χλωρόδους — οντος, ο, Ν ζωολ. γένος μαλακίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chlorodus (< χλωρ[ο] * + οδούς, όντος)] …   Dictionary of Greek

  • χρυσεόδους — οντος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει χρυσά δόντια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ὀδούς, όντος (πρβλ. ὀξυ όδους)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»