-
121 οριζων
-
122 παγος
I.III(ᾰ) ὅ1) утес, скала(σπιλάδες τε πάγοι τε Hom.)
2) холм, гораἌρειος (ион. Ἀρήϊος или Ἄρεος) π. Her., Plat., Soph., тж. Ἄρειοι πάγοι Eur. — холм(ы) Арея, Ареопаг;
ἥ ἐξ Ἀρείου πάγου βουλή Plat. — совет Ареопага3) лед4) мороз, стужа(ὄντος πάγου οἵου δεινοτάτου Plat.)
II.ὁ (лат. pagus) сельская община, область ( у римлян) Plut. -
123 Παγχων
- οντος ὅ Панхонт ( баснословный остров в Красном море) Plut. -
124 παμμεδεων
-
125 ποιησις
- εως ἥ1) изготовление, производство(μύρου Her.; τροφῆς Arst.)
2) сооружение, постройка(νεῶν Thuc.)
3) сотворение, созидание(τῶν ζῴων, ἥ τῶν μελῶν π. Plat.)
4) творчествоἡ ἐκ τοῦ μέ ὄντος εἰς τὸ ὂν ἰόντι αἰτία πᾶσά ἐστι π. Plat. — всякая причина перехода из небытия в бытие есть творчество
5) поэтическое искусство, поэзияᾠδαὴ καὴ ἥ ἄλλη π. Plat. — песни и другие виды поэтического искусства;
ἥ π. ἑκατέρα Plat. — оба вида поэзии, т.е. трагедия и комедия6) стихотворное произведение, поэмаτῆ Ὁμήρου ποιήσει εἴ τι χρέ πιστεύειν Thuc. — если верить поэме Гомера7) юр. усыновление Isae.8) юр. принятие в число гражданτῇ παρ΄ ὑμῶν ποιήσει πολίτης Dem. — человек, получивший в силу вашего решения право гражданства
-
126 ποντομεδων
- οντος ὅ повелитель моря (эпитет Посидона Pind., Aesch., Eur., Arph. и Приапа Anth.) -
127 προαμυνομαι
(ῡ) заблаговременно принимать оборонительные меры(τὸν ἐχθρὸν ὧν δρᾷ Thuc.)
ἐπ΄ ἐκείνοις δὲ ὄντος ἀεὴ τοῦ ἐπιχειρεῖν, καὴ ἐφ΄ ἡμῖν εἶναι δεῖ τὸ προαμύνασθαι Thuc. — поскольку они всегда могут напасть (на нас), то и мы должны заранее подготовиться к обороне -
128 πυριφλεγεθων
См. также в других словарях:
ὄντος — εἰμί sum pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οἴνου δὲ μηκέτ’ ὄντος, οὐκ ἔστι Κύπρις. — οἴνου δὲ μηκέτ’ ὄντος, οὐκ ἔστι Κύπρις. См. Где голодно, тут и холодно … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Οὐδὲν γίγνεται ἐκ τοῦ μὴ ὄντος. — См. Из ничего один только Бог свет создал … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
παντομέδων — οντος, ὁ, ΜΑ ο εξουσιαστής τών πάντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + μέδων, οντος «άρχων, κύριος»] … Dictionary of Greek
προόδους — οντος, ο, η, ΝΑ αυτός που πάσχει από προοδοντισμό, αυτός τού οποίου τα δόντια εξέχουν προς τα εμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ὀδούς, όντος (πρβλ. μον όδους)] … Dictionary of Greek
πρωτάρχων — οντος, ὁ, Α ο πρώτος άρχων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + ἄρχων, οντος] … Dictionary of Greek
συγγέρων — οντος, ὁ, ΜΑ αυτός που είναι επίσης γέρος («νέον μὲν αὐτὸν ἡ νεανὶς ἐζήτει βλέπειν ἐραστήν, συγγέροντα δ ἡ γραῑα», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γέρων, οντος] … Dictionary of Greek
φιλάρχων — οντος, ὁ, Α αυτός που αγαπά τους άρχοντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἄρχων, οντος] … Dictionary of Greek
χαυλιόδους — οντος, ο / χαυλιόδους, ουν, ΝΜΑ, και χαυλιόδοντας Ν το αρσ. ως ουσ. ονομασία για τα δόντια μερικών θηλαστικών, όπως είναι οι κοπτήρες τού ελέφαντα και οι κυνόδοντες τού οδοβαίνου ή τών αγριοχοίρων, τα οποία έχουν μεγάλο μέγεθος, αλλά και… … Dictionary of Greek
χλωρόδους — οντος, ο, Ν ζωολ. γένος μαλακίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chlorodus (< χλωρ[ο] * + οδούς, όντος)] … Dictionary of Greek
χρυσεόδους — οντος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει χρυσά δόντια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ὀδούς, όντος (πρβλ. ὀξυ όδους)] … Dictionary of Greek