Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ακρίδα

См. также в других словарях:

  • ακρίδα — Κοινή ονομασία εντόμων που ανήκουν στις υποτάξεις των ξιφοφόρων και των κοιλοφόρων. Διακρίνονται εύκολα μεταξύ τους γιατί τα πρώτα έχουν πολύ μακριές και νηματοειδείς κεραίες, ενώ τα δεύτερα κοντόχοντρες· επιπλέον τα ξιφοφόρα έχουν μακρύ… …   Dictionary of Greek

  • ακρίδα — η έντομο ορθόπτερο της οικογένειας των ακριδιδών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκρίδα — ἀκρίς grasshopper fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακρίδαρος — ο (θηλ. ακριδάρα) [ακρίδα] μεγάλη ακρίδα …   Dictionary of Greek

  • ακριδάκι — το [ακρίδα] μικρή ακρίδα …   Dictionary of Greek

  • ακριδίτσα — η [ακρίδα] 1. το ακριδάκι* 2. παιχνίδι κατά το οποίο τα παιδιά μιμούνται την ακρίδα πηδώντας με τα τέσσερα (Εύβοια) …   Dictionary of Greek

  • ακριδοειδής — ές αυτός που μοιάζει με ακρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρίδα + ειδής < είδος] …   Dictionary of Greek

  • αρθρόποδα — Φύλο ασπόνδυλων που ονομάζονται έτσι επειδή έχουν αρθρωτά πόδια. Στην πραγματικότητα όχι μόνο τα πόδια, αλλά ολόκληρο το σώμα τους αποτελείται από διάφορα τμήματα (άρθρα) που συνδέονται μεταξύ τους με αρθρώσεις ποικίλου σχήματος και κινητικότητας …   Dictionary of Greek

  • Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group …   Wikipedia

  • La cigarra y la hormiga — Ilustración de Milo Winter de 1919 …   Wikipedia Español

  • ακανθοβάτης — ἀκανθοβάτης, ο (θηλ. ἀκανθοβάτις, ιδος, η) (Α) όποιος περπατάει επάνω ή ανάμεσα στ’ αγκάθια λέγεται κυριολεκτικά («ἀκανθοβάτιν ἀκρίδα») και μεταφορικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκανθα + βάτης < βαίνω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»