Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

εἰρηνοφύλαξ

См. также в других словарях:

  • εἰρηνοφύλαξ — guardian of peace masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ειρηνοφύλαξ — ο (Α εἰρηνοφύλαξ) νεοελλ. κατώτερο αστυνομικό όργανο που εκτελούσε τις διαταγές τών δημάρχων και τών αστυνόμων αρχ. 1. φύλακας τής ειρήνης 2. τίτλος αστυνομικού 3. ρωμαίος ειρηνοδίκης …   Dictionary of Greek

  • εἰρηνοφύλακα — εἰρηνοφύλαξ guardian of peace masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰρηνοφύλακας — εἰρηνοφύλαξ guardian of peace masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰρηνοφύλακες — εἰρηνοφύλαξ guardian of peace masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰρηνοφύλακος — εἰρηνοφύλαξ guardian of peace masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰρηνοφύλαξιν — εἰρηνοφύλαξ guardian of peace masc/fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… …   Dictionary of Greek

  • ԽԱՂԱՂԱՊԱՀ — ( ) NBH 1 0914 Chronological Sequence: 6c ա. εἱρηνοφύλαξ pacis custos, pacificator. Որ պահէ զխաղաղութիւն եւ զսէր. *Զխաղաղութիւն սիրելով, եւ իբրու արդարեւ ճշմարիտ խաղաղապահ է նա. Փիլ. լին. ՟Գ. 8 …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»