-
1 ωφέλιμα
-
2 ὠφέλιμα
-
3 ὠφέλιμα
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὠφέλιμα
-
4 κατ-αρτύω
κατ-αρτύω, zubereiten, zurichten, eigtl. von Speisen, bes. = stark mit Gewürzen versehen; κατηρτυμένοις τῶν ζωμῶν ἐοικότας ἀποφαίνει τοὺς λόγους Luc. hist. conscrib. 45. – Uebh. einrichten, in Ordnung bringen; ὡς πρὸς τί λέξων ἢ καταρτύσων μολεῖν Soph. O. C. 71, veranlassen; ἵππους καταρτυϑέντας Ant. 474, gebändigte, gezähmte Pferde; Plat, Legg. XII, 808 d παῖς ἔχει πηγὴν τοῦ φρονεῖν μήπω κατηρτυμένην; Men. δδ b μετὰ νοῦ καὶ μανϑανόμενα καὶ καταρτυόμενα ὠφέλιμα; Sp., wie Plut. Sert. 27 οὐ νέας φρενὸς ἀλλ' εὖ μάλα βεβηκυίας καὶ κατηρτυμένης, erziehen. – Intrans., κατηρτυκώς, heißen Pferde u. Esel, wenn sie geschichtet u. alle Milchzähne gewechselt haben, also vollständig ausgewachsen sind, VLL., bes. B. A. 105. Uebertr. von Menschen, Aesch. Eum. 451, wo Schol. erkl. τέλειος τὴν ἡλικίαν; Eur. κατηρτυκὼς κακῶν, gewöhnt an Unglück, durch Unglück gebildet, frg. Aeol. 19.
-
5 επιβοαω
1) тж. med. обращаться с криком, кричать(τινι и τινι ποιεῖν τι Thuc.)
2) звать, призывать(θεόν Anth.; med. θεούς Hom., Thuc.; Θέμιν Ζῆνά τε Eur.; ἄλλην στρατιήν Her.; med. τινα Plut.)
3) (при чём-л.) петь, запевать(μέλος θεοσεβὲς χέρνιβι Arph.; τὸ Μύσιον Aesch.)
4) ( о собаках) подавать голос, призывать лаем Xen.5) громко осуждать, pass. подвергаться нареканиям(διά τι Thuc.)
6) med. громко браниться(ἐπιβοωμένης τῆς μητρός Luc.)
7) med. громко высказывать, разъяснять(ὠφέλιμα Thuc.)
-
6 γήνεια
A = εἰλέω). -
7 εὐεργετικός
A productive of benefit, beneficent, ὠφέλιμα καὶ εὐ. Arist.Rh. 1388b12, cf. Phld.Piet.11, etc.; δόξα εὐ. a reputation for beneficence, Arist.Rh. 1361a28; ἀρετὴ δύναμις εὐ. πολλῶν καὶ μεγάλων ib. 1366a38: c. gen.pers.,φιλανθρωπία ἕξις εὐ. ἀνθρώπων Pl.Def. 412e
; τὸ εὐ. beneficence, D.S.1.25: [comp] Comp.,τὸ -ώτερον Hdn.6.9.8
; of persons, beneficent, bountiful, εὐεργετικὸν (v.l. - τητικὸν)εἶναι καλόν Arist.EN 1171b16
, etc.;εὐ. χρηστὸς φιλάνθρωπος Muson.Fr.8p.39H.
: [comp] Sup. - ώτατος, εἰς τοὺς Ἕλληνας Plb.7.8.6
. Adv. -κῶς, διακείμενος OGI90.11
(Rosetta, Ptol. V), cf. IG5(2).266.13 (Mantinea, i B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐεργετικός
-
8 χρήσιμος
A useful, serviceable, first in Thgn.406;εἰς ἀνάγκαν, ἔνθ' οὐ ποδὶ χρησίμῳ χρῆται S.OT 878
(lyr.); τὸ χ. φρενῶν the excellence of.., E.Ph. 1740 (lyr.);τὸ αὐτίκα χ. Th.3.56
;ἡ διὰ τὸ χ. φιλία Arist.EN 1159b13
;τὰ χ. Men.Mon. 579
; χ. εἴς τι useful for something, Hdt.4.109, Ar.Pl. 493 (anap.), Pl.R.l. c.; ἐπί τι Id.Grg. l. c.; ([comp] Comp.);ἰδίᾳ ἑκάστῳ χ. καὶ ὑπὲρ τοῦ κοινοῦ ὠφέλιμα X.Cyr.6.2.34
;τοῦτ' οὖν τί ἐστι χρήσιμον; Ar.Nu. 202
; χρήσιμόν ἐστι, c. inf., Id.Av. 382 (troch.).2 of persons, serviceable, useful, S.Aj. 410, D.20.7, etc.; [comp] Comp. : esp., like χρηστός, a good and useful citizen,χ. πόλει E.Or. 910
;χ. πολίτης Eup.118
;χ. τινι Is.Fr.16.1
;ἐπί τι D.25.31
; τοὺς εὐπόρους δεῖ χ. αὑτοὺς παρέχειν τοῖς πολίταις to show themselves useful, serviceable to the state, Id.42.22, cf. E.Supp. 887, Is.Fr.10.1 ([comp] Comp.); τοῖς σώμασι -ώτεροι more able-bodied, X.Lac.5.9; opp. ἀργαλέος τὴν ὄψιν, Aeschin.1.61.4 χρησίμη διαθήκη an available (i.e. authentic) will, Is.6.30.5 νομίσματα οὐ χρήσιμα ἔξω money that will not pass abroad, X.Vect.3.2.II Adv., - μως ἔχειν to be serviceable, Th.3.44, X.Cyr.8.5.9; χ. τινὶ σωθῆναι with advantage to him, Th.5.91, cf. J.BJ6.2.9;τὰ -μως λεγόμενα Plu. 2.36d
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρήσιμος
-
9 ἐπανόρθωσις
ἐπανόρθωσις, εως, ἡ ‘correcting, restoration’ (cp. e.g. ISardGauthier 3, 1 ‘restoration’ of a city; 1 Esdr 8:52; 1 Macc 14:34) then in transf. sense improvement (Ps.-Pla., Tim. L., 104a; Heraclid. Lembus, Pol. 14 [Aristot., Fgm. 611, 14 Rose]; Plut., Mor. 22a; 46d al.—ἐ. τοῦ βίου: Polyb. 1, 35, 1; cp. the verb ἐπανορθόω Strabo 9, 1, 20; Epict. 3, 21, 15 οὕτως ὠφέλιμα γίνεται τὰ μυστήρια …, ὅτι ἐπὶ ἐπανορθώσει τ. βίου κατεστάθη πάντα …, cp. Enchir. 51, 1; Iambl., Vi. Pyth. 6, 30; 21, 96 πρὸς ἐ.; POxy 78, 29; 237 VIII, 30; EpArist 130; 283 πρὸς ἐ.; Philo, Ebr. 91 πρὸς ἐ., Conf. Lingu. 182, Leg. All. 1, 85; cp. 2 Macc 2:22) ὠφέλιμος πρὸς ἐ. useful for improvement 2 Ti 3:16.—B. 751. New Docs 2, 84. DELG s.v. ὀρθός. TW. Spicq.
См. также в других словарях:
ὠφέλιμα — ὠφέλιμος helping neut nom/voc/acc pl ὠφέλιμος helping neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λουθηρανισμός — Η διδασκαλία του μεταρρυθμιστή της χριστιανικής θρησκείας Μαρτίνου Λούθηρου (βλ. λ.) και των μαθητών του· οι οπαδοί του λ. ονομάζονται ευαγγελικοί. Στη βάση της διδασκαλίας του Λούθηρου υπάρχει μια απαισιόδοξη ενατένιση της ανθρώπινης φύσης, που… … Dictionary of Greek
αιγωλιός — Επιστημονική ονομασία γένους πουλιών της οικογένειας των στριγγιδών, της τάξης των στριγγομόρφων. Ζουν σε δεντρόφυτες περιοχές της Ασίας και της Ευρώπης. Στην Ελλάδα απαντώνται στις δασώδεις εκτάσεις της Στερεάς και της Μακεδονίας και φωλιάζουν… … Dictionary of Greek
αμμόφιλος — (ammophila). Γένος υμενοπτέρων εντόμων της οικογένειας των σφηκιδών. Ζουν σε όλες τις περιοχές της Ευρώπης. Το σώμα τους είναι λεπτό και μακρουλό, με σκούρο κόκκινο χρώμα. Έχουν μακριά σαγόνια με το κάτω χείλος να προεξέχει. Ο κοιλιακός τους… … Dictionary of Greek
ανταπόδοση — (Λογ.).Σχήμα λόγου όπου οι εικόνες και οι παραβολές ανταποκρίνονται ακριβώς στα πράγματα που στάθηκαν αφορμή για να χρησιμοποιηθούν οι εικόνες και οι παραβολές. Κλασικό παράδειγμα α. έχουμε στον λόγο του Αισχίνη κατά του Κτησιφώντα: «Όπως… … Dictionary of Greek
γερανός — I (Ζωολ.). Γένος μακροτάρσων πτηνών της οικογένειας των γερανιδών. Στην Ευρώπη είναι γνωστός ο γ. ο τεφρός με ύψος περίπου 1,50 μ. και άνοιγμα πτερύγων περίπου 2,50 μ. Το σώμα του στηρίζεται σε δύο μακριά και λεπτά πόδια, που καταλήγουν σε… … Dictionary of Greek
ευεργέτημα — Το αποτέλεσμα της ευεργεσίας, η χάρη, μια ωφέλιμη και γενικά καλή πράξη. Ο όρος χρησιμοποιείται και στη νομική γλώσσα αλλά με διαφορετικές έννοιες, ανάλογα με τις περιπτώσεις. Στο μεσαιωνικό δίκαιο ο όρος ε. δήλωνε την παραχώρηση της κάρπωσης… … Dictionary of Greek
ευεργός — εὐεργός, όν (Α) 1. (για γυναίκα) αυτή που πράττει καλά και αγαθά έργα, η σώφρων 2. κατάλληλος, χρήσιμος 3. (για αστέρες) ευνοϊκός 4. επεξεργασμένος ή καλλιεργημένος καλά 5. αυτός που μπορεί εύκολα να υποστεί κατεργασία («εὐεργός ὕλη», Αριστοτ.).… … Dictionary of Greek
ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… … Dictionary of Greek
θέλω — (AM θέλω και ἐθέλω) 1. έχω την επιθυμία ή την ανάγκη ή την πρόθεση να κάνω κάτι ή να πω κάτι, επιθυμώ (α. «θέλω να φάω» β. «εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλεις», Ομ. Ιλ.) 2. επιθυμώ πολύ, επιζητώ (α. «θέλει να προκόψει» β. «πάντ ἐθέλω δόμεναι», Ομ. Ιλ.) 3.… … Dictionary of Greek
ιχνεύμων — Είδος θηλαστικών που ζουν στην Αφρική. Η επιστημονική τους ονομασία είναι Herpestes ichneumon. Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι εκτιμούσαν τα ζώα αυτά, επειδή έτρωγαν τα φίδια και τα αβγά των κροκόδειλων. Οι ι. έχουν χρώμα σταχτοπράσινο και το μήκος του… … Dictionary of Greek