Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

(ὑπέρ

  • 101 священный

    επ., βρ: -щен, -щенна, -щенно; ιερός•

    - ые книги τα ιερά (ή εκκλησιαστικά) βιβλία•

    -ая утварь ιερά σκεύη•

    -ая воина α) θρησκευτικός πόλεμος, β) ιερός πόλεμος (υπέρ πατρίδας κ.τ.τ.)•

    священный долг ιερό καθήκο•

    -ая обязанность ιερή υποχρέωση.

    εκφρ.
    ,ая история – ιερή ιστορία.

    Большой русско-греческий словарь > священный

  • 102 сладкий

    επ., βρ: -док, -дка, -дко, слаще; сладчайший.
    1. γλυκός•

    сладкий чай γλυκό τσάι•

    плод γλυκός καρπός•

    -ое вино γλυκό κρασί.

    2. ουσ. ουδ
    -ое το γλύκισμα•

    обед без -ого γεύμα χωρίς γλύκισμα.

    3. μτφ. καλός, ευχάριστος• απολαυστικός•

    -ая жизнь απολαυστική ζωή•

    -ие грзы όνειρα γλυκά•

    сладкий сон γλυκός ύπνος•

    сладкий звук γλυκός ήχος.

    4. μτφ. παρατραβηγμένος, υπέρ το δέον•

    -ие слова γλυκόλογα.

    5. γλυκός (μη αρμυρός, μη καυτερός κ.τ.τ.)• сладкий сыр γλυκό κασέρι (μη αρμυρό)•

    сладкий перец πιπέρι μη καυτερό•

    -ое масло βούτυρο ανάλατο.

    Большой русско-греческий словарь > сладкий

  • 103 совершенство

    ουδ.
    1. εντέλεια, τελειότητα, το τέλειο•

    верх -а υπέρ το τέλειο,υ-περτελειότητα, άκρα τελειότητα•

    стремление к совершенству τάση προς την τελειότητα.

    2. (πλ θ.) -а προτερήματα, προσόντα, αρετές, χαρίσματα, χάρες.
    εκφρ.
    в -е – στην εντέλεια.

    Большой русско-греческий словарь > совершенство

  • 104 стоять

    стою, стоишь, προστκ. стой.
    επιρ. μτχ. стоя
    ρ.δ.
    1. στέκομαι ορθός•

    стоять у окна στέκομαι όρθιος στο παράθυρο•

    стоять перед зеркалом στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη.

    || στηρίζομαι•

    стоять на ногах στέκομαι στα πόδια•

    -на коленях στέκομαι στα γόνατα•

    стоять на цыпочках στέκομαι στα δάχτυλα•

    стоять на голове στέκομαι στο κεφάλι (με τα πόδια άνω)•

    стоять на на руки στέκομαι (στηριζόμενος) στα χέριο: (με τα πόδια άνω)•

    волосы -ят дыбом τα μαλλιά στέκονται ορθωμένα.

    2. εκτελώ κάτι όρθιος•

    стоять у станка εργάζομαι όρθιος στη εργα-τομηχανή•

    стоять на посту στέκομαι στο πόστο•

    -в карауле στέκομαι στο καραούλι(σκοπιά, παρατηρητήριο)•

    стоять на молитве προσεύχομαι όρθιος.

    3. καταλύω, σταθμεύω•

    стоять лагерем στρατοπεδεύω• κατασκηνώνω;

    4. (στρατ.) παίρνω μέρος, υπερασπίζω•

    стоять на обороне παίρνω μέρος στην άμυνα.

    || αμύνομαι, κρατώ γερά•

    насмерть αμύνομαι μέχρι εσχάτων.

    || μτφ. είμαι υπέρ• με το μέρος• υπερασπίζω•

    стоять за мир υπερασπίζω την ειρήνη•

    стоять за народ υπερασπίζω το λαό,

    μτφ. είμαι της γνώμης, επιμένω στη γνώμη μου, είμαι σταθερός στη γνώμη μου ή την άποψη μου.
    5. (με το αρνητικό μόριο не) δεν τσιγκουνεύομαι, δε λυπάμαι.
    6. στέκομαι, είμαι, βρίσκομαι•

    лстица -ит у стены η σκάλα στέκεται στον τοίχο•

    печка -ит в углу η θερμάστρα είναι στη γωνία.

    7. ορθώνομαι εγείρομαι•

    перед нами -ят большие идеалы μπροστά μας στέκονται (ορθώνονται μεγάλα ιδανικά (ιδεώδη).

    8. μτφ. είμαι, κατέχω θέση, βρίσκομαι•

    у честного человека труд -ит на первом месте για τον τίμιο άνθρωπο η εργασία κατέχει την πρώτη θέση ή βρίσκεται στην πρώτη γραμμή.

    || κυρλξ. κ. μτφ. στηρίζομαι•

    дом -ит на фундаменте το σπίτι στηρίζεται στα θεμέλια•

    государство -ит на солдате το κράτος στηρίζεται στο στρατιώτη.

    || υπάρχω, είμαι•

    на бумаге -ит печать στο χαρτί (έγγραφο) υπάρχει σφραγίδα.

    10. κυρλξ. κ. μτφ. ακινητώ•

    вода в пруду всегда -ит το νερό στη δεξαμενή πάντοτε μένει ακίνητο (στέκεται)•

    время не -ит ο χρόνος κυλάει•

    работа -ит η δουλειά σταματά.

    11. είμαι (για κατάσταση)•

    -ит жара είναι ζέστη•

    комнаты -ят пустыми τα δωμάτια είναι άδεια•

    -ит тишина είναι ησυχία•

    погода -ит холодная ο καιρός είναι ψυχρός•

    -ял полдень ήταν μεσημέρι•

    -ло лето ήταν καλοκαίρι•

    -ла ночь ήταν νύχτα.

    || δείχνω•

    барометр -ит на „ясно το βαρόμετρο δείχνει αίθριος.

    12. διατηρούμαι, κρατώ•

    варенье может стоять долго το γλυκό του κουταλιού μπορεί να διατηρηθεί πολύν καιρό.

    13. δε λειτουργώ•

    часы стоять το ρολόι δε δουλεύει (είναι σταματημένο).

    || μτφ. δεν προχωρώ• δεν προοδεύω, δεν πάω μπροστά•

    работа -ит η δουλειά δεν προχωρεί.

    14. προστκ. стой(те) σταμάτα, -τάτε.
    εκφρ.
    стоять во главе – α) είμαι επικεφαλής, β) αρχηγεύω, είμαι, αρχηγός•
    стоять за спиной; стоять за кем:
    α) έχω στην καμπούρα μου• за моей спиной -ят шестьдесят лет – στην καμπούρα μου έχω εξήντα χρόνια.
    β) κρύβομαι, πίσω από κάποιον (προστατεύω, καθοδηγώ κρυφά)•
    стоять на карте ή на кону – επαφίεμαι στην τύχη•
    стоять на реальной ή тврдой почве – πατώ γερά, στηρίζομαι σταθερά•
    стоять над чьей душой; над кем – στέκομαι πάνω από το κεφάλι κάποιου (ενοχλώ), γίνομαι φόρτωμα σε κάποιον•
    стоять у власти – ασκώ την εξουσία, εξουσιάζω(κυβερνώ)•
    стоять у ворот ή у порога – πλησιάζω πολύ, επί θύραις•
    стоять близко к кому и стоять близко, около кого – α) συσχετίζομαι, συνδέομαι στενά, β) πρόσκειμαι•
    стоять вше кого – στέκομαι πάνω από κάποιον (είμαι ανώτερος κάποιου)•
    стоять выше чего – στέκομαι πάνω από κάτι (δε δίνω σημασία, προσοχή).

    Большой русско-греческий словарь > стоять

  • 105 супер...

    (πρόθεμα)• υπέρ...

    Большой русско-греческий словарь > супер...

  • 106 ультра...

    πρώτο συνθετικό των λέξεων με σημ. υπέρ...: ультразвуковой.

    Большой русско-греческий словарь > ультра...

  • 107 ультракоротковолновый

    επ.
    των υπέρ βραχέων κυμάτων.

    Большой русско-греческий словарь > ультракоротковолновый

  • 108 утверждать

    ρ.δ.
    1. βλ. утвердить.
    2. μ. υποστηρίζω, ισχυρίζομαι-
    επιμένω•

    все -ют, что он прав όλοι υποστηρίζουν ότι αυτός έχει δίκαιο.

    3. μ• μαρτυρώ υπέρ, προς όφελος (κάπο ιου).

    Большой русско-греческий словарь > утверждать

  • 109 через

    (πρόθεση με αιτ.).
    1. (για χώρο, έκταση κ.τ.τ.) δια, δια μέσου, μέσα απο•

    переправиться через реку διέρχομαι τον ποταμό•

    перейти через улицу περνώ την οδό•

    пройти через лес περνώ μέσα από το δάσος•

    переступить через порог περνώ το κατώφλι.

    || (για απόσταση) σε • через 15 километров от дервни σε απόσταση 15 χιλιόμετρα από το χωριό. || επί, επάνω•

    мост - Волгу γέφυρα στο Βόλγα.

    || πέρα απο, στην άλλη (απέναντι) πλευρά•

    деревья зеленели• через реку δέντρα πρασίνιζαν πέρα από το ποτάμι.

    2. μέσα απο•

    пропустить мясо через мясорубку περνώ το κρέας από την κρεατομηχανή.

    || μέσο, δια μέσου•

    ехать в париж через берлин πηγαίνω στο Παρίσι μέσο Βερολίνου.

    || απο•

    проехать - Москву περνώ από τη Μόσχα.

    3. υπέρ, πάνω απο•

    перелезть через забор περνώ πάνω από το φράχτη (τον περίβολο)•

    прыгать через вервку πηδώ πάνω από το σχοινί.

    || υπεράνω•

    через силу υπεράνω των δυνάμεων.

    4. (σημαίνει το μέσο ή το όργανο με το οποίο εκτελείται κάτι)• δια, μέσο, με•

    оповестить через газету γνωστοποιώ με την εφημερίδα•

    сообщить через соседа πληροφορώ με το γείτονα•

    переговаривать через переводчика συνεννοούμαι (συνδιαλέγομαι) με διερμηνέα•

    через расстрел με τουφεκισμό•

    через повешение με απαγχονισμό.

    5. (απλ.) για τον λόγο ότι, εξαιτίας, επειδή, γιατί•
    - болезнь не могу петь λόγω ασθένειας δεν μπορώ να τραγουδήσω.
    6. (για χρόνο) μετά, έπειτα, ύστερα απο•(μέσα) σε•

    через несколько дней отец вернулся μετά από μερικές μέρες ο πατέρας επέστρεψε•

    полчаса уеду μετά μισή ώρα θα φύγω.

    || μεταξύ, ανάμεσα•

    писать через интервал γράφω ενδιάμεσα.

    7. κάθε, ανά•

    курить через час καπνίζω κάθε μια ώρα•

    принимать лекарство через три часа παίρνω φάρμακο κάθε τρεις ώρες•

    работаю через день εργάζομαι μέρα παρά μέρα.

    Большой русско-греческий словарь > через

  • 110 чрезмерность

    θ.
    το υπέρμετρο, η υπερ-βολικότητα.

    Большой русско-греческий словарь > чрезмерность

  • 111 шар

    -а (με τα αριθμητικά:2,3,4: шара) α.
    1. (γεωμ.) η σφαίρα.
    2. κάθε σφαιροειδές αντικείμενο•

    бильярдные -ы οι μπίλες του μπιλιάρδου.

    3. παλ. σφαιρίδιο (ψηφοφορίας)•

    белый шар λευκό σφαιρίδιο (υπέρ)•

    чрный шар το μαύρο σφαιρίδιο (κατά).

    4. (απλ.) πλθ. шары, -ов τα μάτια.
    εκφρ.
    земной шар – γήινη σφαίρα•
    шар запить -ы – πίνω, το τσούζω, μεθώ•
    хоть -ом покати – τελείως άδειος, κενός.

    Большой русско-греческий словарь > шар

См. также в других словарях:

  • υπέρ — ὑπέρ, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑπείρ και λεσβιακός τ. ἴπερ και παμφυλιακός τ. ὐπάρ και αρκαδ. τ. ὁπέρ και βοιωτ. τ. οὗπερ, Α (δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και δοτ.) ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. (σχετικά με πρόσ. και πράγμ …   Dictionary of Greek

  • ὑπέρ — upaári indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕπερ — ὑπέρ upaári indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… …   Dictionary of Greek

  • υπέρ — απαρχαιωμένη πρόθ. 1. (με αιτ.), παραπάνω από, πάνω από: Υπέρ το μέτρο. 2. (με γεν.), για υπεράσπιση, για βοήθεια, για ωφέλεια: Έρανος υπέρ των τυφλών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μὴδεν ὑπἐρ τὸν καλάποδα. — См. Не свыше сапога …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Καὶ γὰρ δύναμις ὑπὲρ ἄνθρωπον ἡ βασιλέος ἐστί καὶ χεὶρ ὑπερμήκης. — См. У Царя руки долги …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ὑπερσχῇ — ὑπέρ σχάω slit open so as to let something escape pres subj mp 2nd sg (doric) ὑπέρ σχάω slit open so as to let something escape pres ind mp 2nd sg (doric) ὑπέρ σχάω slit open so as to let something escape pres subj act 3rd sg (doric) ὑπέρ σχάω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεραναβῇ — ὑπέρ , ἀνά ἀβάω attain pres subj mp 2nd sg (doric) ὑπέρ , ἀνά ἀβάω attain pres ind mp 2nd sg (doric aeolic) ὑπέρ , ἀνά ἀβάω attain pres subj act 3rd sg (doric) ὑπέρ , ἀνά ἀβάω attain pres ind act 3rd sg (doric aeolic) ὑπέρ , ἀνά ἀβάω attain pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεραπείρου — ὑπέρ , ἀπό ἔρομαι ask imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ὑπέρ , ἀπό ἔρομαι ask pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ὑπέρ , ἀπό ἔρομαι ask imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ὑπέρ , ἀπό εἴρω fasten together in rows… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερσχῶ — ὑπέρ σχάω slit open so as to let something escape pres imperat mp 2nd sg ὑπέρ σχάω slit open so as to let something escape pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ὑπέρ σχάω slit open so as to let something escape pres ind act 1st sg (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»