-
41 кровь
кров||ьж τό αίμα:артериальная (венозная) \кровь τό ἀρτηριακό (τό φλεβικό) αίμα· прилив \кровьи ἡ ὑπεραιμία· переливание \кровьи ἡ μετάγγιση αίματος· заражение \кровьи ἡ μόλυνση τοῦ αίματος, ἡ σηψαιμία· пускать \кровь ἀφαιμάσσω, κάνω ἀφαίμαξη· быть в \кровьй εἶμαι αἰμόφυρτος, εἶμαι κατα-ματωμένος· ◊ у́зы \кровьи οἱ δεσμοί αἰμα-τ°ς. ἡ ἐξ αίματος συγγένεια· \кровь за \кровь παίρνω τό αίμα πίσω· проливать \кровь за Родину χύνω τό αίμα μου ὑπέρ τής Πατρίδος· избить до \кровьи τσακίζω στό ξύλο разбить в \кровь καταματώνω, αίματώνω· это моя плоть и \кровь εἶναι ἡ σαρξ ἐκ τής σαρκός μου· до последней капли \кровьи μέΧΡί τελευταίας ρανίδος τοῦ αίματος· £то у него в \кровьй (унаследовано) τό ἐχει ото αἰμα του· \кровь стынет в жилах παγώνει τό αίμα στίς φλέβες· \кровь с молоком ροδοκόκκινος· \кровь бросилась ему в лицо́ Εγινε κατακόκκινος, τό αίμα τοῦ ἀνέβηκε στό πρόσωπο· сердце \кровьью обливается ματώνει ἡ κάρδιά μου· портить себе \кровь разг χαλώ τήν ζαχαρένια μου. -
42 не в меру
не в мерунареч ὑπερβολικά, ὑπερμέ-τρως, πέραν τοῦ δέοντος, ὑπέρ τό δέον. -
43 одолевать
одолеватьнесов, одолеть сов I. (побеждать) (ὐπερ)νικῶ·2. перен (осиливать) разг βγάζω πέρα / καταφέρνω νά μάθω (при изучении чего-л.):\одолевать иностранный язык καταφέρνω νά μάθω μιά ξένη γλώσσα·3. перен (охватывать кого-л.\одолевать о состоянии) πιάνω, καταβάλλω, κυριεύω:меня одолел сон μ' ἐπιασε ὑπνος. -
44 перезревать
перезреватьнесов παραμεστώνω, ὑπερ-ωριμάζω. -
45 перелезать
перелезатьнесов, перелезть сов (ὑπερ)πηδῶ:\перелезать через забор πηδῶ τόν φράχτη. -
46 перемахивать
перемахиватьнесов, перемахнуть сов (перескакивать) (ὐπερ)πηδω:\перемахивать через забор μ' ἕνα σάλτο πηδῶ τόν τοίχο. -
47 переполниться
переполнить||сяπαραγεμίζομαι, ὑπερ-πληροῦμαι / ξεχειλίζω (άμετ.) (через край). -
48 перепрыгивать
перепрыгиватьнесов, перепрыгнуть сов (через что-л.) (ύπερ)πηδώ. -
49 пересиливать
пересиливатьнесов, пересилить сов (что-л.) (ύπερ)νικῶ, καταβάλλω:\пересиливать боль ὑπερνικώ τόν πόνο· \пересиливать себя συγκρατιέμαι. -
50 переспелый
переспе||лыйприл παραγινομένος, ὑπερ-ώριμος. -
51 плюс
плюсм1. συν, πλέον2. (преимущество) разг τό πλεονέκτημα, τό προτέρημα:\плюсы и минусы τά ὑπέρ καί τά κατά. -
52 польза
польз||аж ἡ ὠφέλεια, τό ὀφελος, τό κέρδος, τό συμφέρο[ν]:для общей \пользаы γιά τό γενικό ὅφελος· для твоей же \пользаы γιά τό συμφέρον σου· это ему на \пользау αὐτό θά τοῦ βγεῖ σέ καλό· что \пользаы?, какая \польза? τί τό ὅφελος;· какая мне \польза от этого? τί ὅφελος θά ἔχω ἐγώ;· извлечь \пользау из чего́-л. ἐπωφελοῦμαι κάτι· ◊ говорить (свидетельствовать) в \пользау чего-л., кого-л. εἶμαι (μαρτυρώ) ὑπέρ κάποιου. -
53 постоять
постоятьсов1. στέκομαι λίγο, στέκω λίγο·2. (за кого-л., за что-л.) βαστώ, κρατώ, ἀμύνομαι:уметь \постоять за себя ξέρω νά ὑπερασπίσω τόν ἐαυτό μου· \постоять за свою родину ὑπερασπίζω τήν πατρίδα μου, ἀμύνομαι ὑπέρ τής πατρίδας μου. -
54 предлагать
предлагатьнесов1. προτείνω:\предлагать свой услу́гя προσφέρομαι νά βοηθήσω· \предлагать новый проект προτείνω νέο σχέδιο· \предлагать кандидатуру προτείνω τήν ὑποψηφιότητα· \предлагать тост за кого́-л. ἐγείρω πρόποσιν ὑπέρ, κάνω πρόποση γιά κάποιον \предлагать вниманию παρουσιάζω· \предлагать кому́-л. высказаться καλώ κάποιον νά πεῖ τήν γνώμη του· \предлагать задачу βάζω πρόβλημα·2. (предписывать) ὁρίζω, προτείνω· ◊ \предлагать ру́ку (и сердце) κάνω πρόταση γάμου. -
55 притолока
притолокаж τό ἀνώφλι[ον], τό ὑπέρ-θυρον. -
56 против
противпредлог с род. п.1. (напротив) ἀπέναντι, ἀντίκρυ:остановиться \против дома σταματώ ἀπέναντι ἀπό τό σπίτι·2. (навстречу) ἐνάντια, κόντρα:\против течения ἐνάντια στό ρεδμα, ἀναπόταμα· плыть \против ветра πλέω κόντρα στον ἄνεμο·3. (вопреки, вразрез) κατά, παρά, ἐναντίον:\против всякого ожида́ния ἐντελ!ώς ἀναπάντεχα, παρά πἄσαν προσδοκίαν \против совести παρά τήν συνείδησιν \против воли παρά τή θέληση· выступать \против διαφωνώ, ἀντιλέγω, κατακρίνὠ быть \против εἶμαι ἀντίθετος, εἶμαι κατά, διαφωνώ· иметь что-л, \против ἔχω ἀντίρρηση· я ничего не имею \против δέν ἔχω καμμιά ἀντίρρηση· за и \против ὑπέρ καί κατά·4. (по сравнению) σέ σύγκριση μέ, σχετι-κά [-ῶς]:вдвое больше \против прошлого года διπλάσιο σέ σύγκριση μέ τό περσινό· ◊ средство \против ревматизма φάρμακο γιά τους ρευματισμούς· три \против одного τρεις μέ ἐναν. -
57 решать
реш||атьнесов1. (принимать решение) ἀποφασίζω, παίρνω ἀπόφαση/ βγάζω ἀπόφαση (в суде):я \решатьйл остаться дома ἀποφάσισα νά μείνω στό σπίτι· \решать дело в чью-л. пользу (в суде) βγάζω ἀπόφαση ὑπέρ τίνος· это \решатьено εἶναι ἀποφασισμένο·2. (задачу и т. ἡ.) λύ(ν)ω:\решать задачу λύ(ν)ω τό πρόβλημα· это \решатьа́ет исход дела αὐτό κρίνει τήν ἐκβαση τής ὑπόθεσης· это не \решатьа́ет вопроса αὐτό δέ λύει τό ζήτημα. -
58 сверхчувственный
сверхчувственныйприл филос. ὁ ὑπερ-αισθητός. -
59 свыше
свыше Iпредлог с род. п. (сверх) πάνω ἀπό, περισσότερο[ν], ὑπέρ, νπαραπάνω:\свышесвыше IIнареч ἀπ' τά πάνω, ἄνωθεν, ἐκ τῶν ἄνω:по предписанию \свыше σύμφωνα μέ διαταγήν ἀπ· τά πάνω. -
60 чрезмерный
чрезмерн||ыйприл ὑπερ-βολικός, ὑπέρμετρος.
См. также в других словарях:
υπέρ — ὑπέρ, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑπείρ και λεσβιακός τ. ἴπερ και παμφυλιακός τ. ὐπάρ και αρκαδ. τ. ὁπέρ και βοιωτ. τ. οὗπερ, Α (δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και δοτ.) ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. (σχετικά με πρόσ. και πράγμ … Dictionary of Greek
ὑπέρ — upaári indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕπερ — ὑπέρ upaári indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… … Dictionary of Greek
υπέρ — απαρχαιωμένη πρόθ. 1. (με αιτ.), παραπάνω από, πάνω από: Υπέρ το μέτρο. 2. (με γεν.), για υπεράσπιση, για βοήθεια, για ωφέλεια: Έρανος υπέρ των τυφλών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μὴδεν ὑπἐρ τὸν καλάποδα. — См. Не свыше сапога … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Καὶ γὰρ δύναμις ὑπὲρ ἄνθρωπον ἡ βασιλέος ἐστί καὶ χεὶρ ὑπερμήκης. — См. У Царя руки долги … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ὑπερσχῇ — ὑπέρ σχάω slit open so as to let something escape pres subj mp 2nd sg (doric) ὑπέρ σχάω slit open so as to let something escape pres ind mp 2nd sg (doric) ὑπέρ σχάω slit open so as to let something escape pres subj act 3rd sg (doric) ὑπέρ σχάω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεραναβῇ — ὑπέρ , ἀνά ἀβάω attain pres subj mp 2nd sg (doric) ὑπέρ , ἀνά ἀβάω attain pres ind mp 2nd sg (doric aeolic) ὑπέρ , ἀνά ἀβάω attain pres subj act 3rd sg (doric) ὑπέρ , ἀνά ἀβάω attain pres ind act 3rd sg (doric aeolic) ὑπέρ , ἀνά ἀβάω attain pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεραπείρου — ὑπέρ , ἀπό ἔρομαι ask imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ὑπέρ , ἀπό ἔρομαι ask pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ὑπέρ , ἀπό ἔρομαι ask imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ὑπέρ , ἀπό εἴρω fasten together in rows… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερσχῶ — ὑπέρ σχάω slit open so as to let something escape pres imperat mp 2nd sg ὑπέρ σχάω slit open so as to let something escape pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ὑπέρ σχάω slit open so as to let something escape pres ind act 1st sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)