Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

(ὑπέρ

  • 61 одолевать

    [ανταλιβάτ'/] ρ. (υπερ)νικώ, καταφέρνω, πιάνω

    Русско-греческий новый словарь > одолевать

  • 62 свыше

    [σβύσυ] κρόθ. πάνω από, περισσότερο, υπέρ

    Русско-греческий новый словарь > свыше

  • 63 одолевать

    [ανταλιβάτ'] ρ (υπερ)νικώ, καταφέρνω, πιάνω

    Русско-эллинский словарь > одолевать

  • 64 свыше

    [σβύσυ] κρόθ. πάνω από, περισσότερο, υπέρ

    Русско-эллинский словарь > свыше

  • 65 актив

    α.
    1. το ακτίφ τα στελέχη μιας Οργάνωσης•

    актив партийный актив το κομματικό αχτίφ•

    -собрание актива συγκέντρωση του αχτύφ.

    2. το ενεργητικό μέρος της περιουσίας. || μτφ. επιτυχίες, επιτεύξεις, τα υπέρ, τα πλεονεκτήματα.

    Большой русско-греческий словарь > актив

  • 66 барщина

    θ.
    αγγαρεία (υπέρ του τσιφλικά).

    Большой русско-греческий словарь > барщина

  • 67 верх

    -а (-у), προθτ. о -е, на -у, πλθ.α.
    1. κορυφή•

    -и снежных гор οι κορυφές τών χιονισμένων βουνών•

    -и деревьев οι κορυφές των δέντρων•

    забраться на самый верх σκαρφαλώνω ως την κορυφή.

    2. επιστέγασμα οχήματος•

    поднять верх во время дождя σηκώνω την τέντα όταν βρέχει.

    3. πρόσοψη, φάτσα, η όρθα (υφάσματος).
    4. ο άνω ρους του ποταμού.
    5. πλθ.μτφ. οι κορυφές, οι καθοδηγητές•

    совещание в -ах σύσκεψη κορυφών.

    6. επίρ. υπεράνω, άνω, πάνω, υπέρ•

    верх совершенства παραπάνω από τέλειο.

    7. πλθ. -и οι ψηλές μουσικές νότες ή φωνές.
    8. με μερικά ρ. μαζί προσδίδεισ’ αυτά υπέρτερη σημασία•

    одержать верх υπερνικώ, υπερτερώ.

    9. πλθ. -и το επιφανειακό, το εξωτερικό μέρος•

    усвоить лишь -и αφομοιώνω επιπόλαια, επιφανειακά.

    εκφρ.
    брать (взять) верх – υπερέχω, υπερτερώ•
    быть на -у блаженства – είμαι υπερευτυχής•
    под верх – για ιππασία, της καβάλας•
    лошадь под верх – άλογο της καβάλας.

    Большой русско-греческий словарь > верх

  • 68 взвесить

    взвешу, взвесишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. взвешенный, βρ: -шен, -а, -о, ρ.σ.μ.
    1. ζυγίζω, σταθμίζω•

    взвесить ребенка ζυγίζω το παιδάκι.

    2. μτφ. μελετώ, εξετάζω ολόπλευρα, εκτιμώ•

    взвесить все доводы за и против εξετάζω επισταμένα όλα τα επιχειρήματα υπέρ και κατά•

    взвесить свой слово μετρώ τα λόγια μου, σκέφτομαι καλά την κουβέντα μου, πριν την πω.

    ζυγίζομαι, σταθμίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > взвесить

  • 69 высказать

    -кажу, -кажешь
    ρ.σ.μ.
    εκφράζω, εκφέρω, λέγω•

    высказать свою мысль εκφράζω τη σκέψη μου•

    высказать свое мнение λέγω τη γνώμη μου•

    высказать пожелание εκφράζω την ευχή (εύχομαι)•

    предположение εκφράζω εικασία•

    высказать уверенность εκφράζω την πεποίθηση.

    || αποκαλύπτω• φανερώνω•

    он -ал свою тайну αυτός είπε το μυστικό του.

    εκθέτω, εκφράζω κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    αποφαίνομαι, εκφράζομαι•

    высказать за кого αποφαίνομαι για (υπέρ) κάποιον•

    высказать против кого εκφράζομαι κατά κάποιου.

    Большой русско-греческий словарь > высказать

  • 70 говорить

    ρ.δ., παθ. μτχ. παρλθ. χ ρ., говоренный, βρ: -рен, -рена, -рено.
    1. ομιλώ, μιλώ, κρένω•

    ребенок еще не -ит το παιδάκι ακόμα δε μιλά.

    || κατέχω ξένη γλώσσα•

    говорить по-русски μιλώ ρωσικά.

    2. λέγω, λέω•

    говорить правду λέγω την αλήθεια•

    говорить ложь λέγω ψέματα, ψεύδομαι.

    || διηγούμαι. || μτφ. εμφυσώ, εμπνέω. || μτφ. υπαγορεύω.
    3. συνομιλώ, κουβεντιάζω. || φημολογώ•

    -ят, что вы нвлвдим λένε πως είστε ακοινώνητος.

    || μαρτυρώ, αποδείχνω•

    факты -ят τα έργα (πράξεις) λένε.

    εκφρ.
    говорить на разных языках – μιλούμε σε διάφορες γλώσσες (δεν καταλαβαίνομε ο ένας το άλλον, δεν συνεννοούμαστε)•
    тебе -ят – εσένα λένε (άκουσε)•
    вам -ю – εσάς μιλώ (ακούτε)•
    и не -ите – ούτε λόγος να γίνεται, δε χρειάζεται κουβέντα (αναμφίβολα, οπωσδήποτε)•
    иначе -я – με άλλα λόγια•
    само за себя -ит – μιλάει το ίδιο, είναι αυτονόητο, αυτοφανές, αυτόδηλο•
    что и говорить – τι να πω (είναι σωστό)•
    что ή как ни -и – ό,τι, όσο και να πεις•
    что вы -ите! – τι λέτε!•
    это -ит в его пользу – αυτό είναι υπέρ αυτού, προς όφελος του•
    не -я уже – για να μην πω ακόμα.
    1. λέγομαι, μιλιέμαι• προφέρομαι. || αναφέρομαι.
    2. έχω διάθεση γιά κουβέντα.
    3. φημολογούμαι• λέγομαι•

    как -ится όπως λέγεται.

    Большой русско-греческий словарь > говорить

  • 71 заздравный

    επ.
    της υγείας• για την υγεία•

    заздравный тост πρόποση.

    || (εκκλσ,) ευχετικός, ευχετήριος, δεητικός•

    заздравный молебен η δέηση υπέρ της υγε ίας.

    Большой русско-греческий словарь > заздравный

  • 72 затаскать

    ρ.σ.μ.
    1. φθείρω, τρίβω, λιώνω, παραφορώ. || μτφ. παλιώνω, παρατραβώ, παραξηλώνω, χρησιμοποιώ υπέρ το δέον.
    2. κουράζω, ταλαιπωρώ, παιδεύω με τα τρεχάματα.
    1. φθείρομαι κλπ. ρ.μ.
    2. κουράζομαι ταλαιπωρούμαι πηγαινοέρχοντας.

    Большой русско-греческий словарь > затаскать

  • 73 заупокойный

    επ. (εκκλσ.): -ая молитва νεκρώσιμη ευχή υπέρ αναπαύσεως των νεκρών.

    Большой русско-греческий словарь > заупокойный

  • 74 излишество

    ουδ.
    1. παλ. αφθονία, περίσσευμα.
    2. υπερβολή, κατάχρηση, το υπέρμετρο, το περίσσιο, το περιττό•

    всякое излишество вредно κάθε κατάχρηση είναι βλαβερή•

    с -ом, до -а υπερβολικά, υπέρμετρα, υπέρ το όέον.

    Большой русско-греческий словарь > излишество

  • 75 компания

    θ.
    1. παρέα, κομπανία.
    2. εταιρεία (εμπορική, βιομηχανική).
    εκφρ.
    не компания кто кому – δεν κάνει για παρέα• δεν είναι της παρέας•
    за -ю ή для -и – για την παρέα ή χάρη της παρέας•
    водить -ю с кем – κάνω παρέα με κάποιον•
    поддержать -ю – είμαι υπέρ της παρέας• δε χαλώ την παρέα.

    Большой русско-греческий словарь > компания

  • 76 контра

    βλ. контры.
    επίρ.
    κατά, αντίθετα, κόντρα•

    про и контра υπέρ και κατά.

    θ.
    (απλ.) αντεπαναστάτης.

    Большой русско-греческий словарь > контра

  • 77 мера

    θ.
    1. μέτρο, μονάδα μέτρησης•

    -ы длины μέτρα μήκους•

    -ы веса μέτρα βάρους,τα σταθμά•

    -ы объёма μέτρα όγκου•

    -ы вместительности μέτρα χωρητικότητας•

    кубическая мера κυβικό μέτρο.

    || η μετρική ταινία. || ρωσικό μέτρο χωρητικότητας ενός πουτιού.
    2. μτφ. όριο•

    следует во всём соблюдать -у παν μέτρον άριστον•

    всему есть мера για κάθε τι υπάρχει όριο•

    знать -у όεν υπερβαίνω τα όρια.

    || (συνεκδ.) τα μέσα, μέτρα•

    -ы наказания μέσα τιμωρίας•

    принимать -ы παίρνω τα μέτρα•

    -ы предосторожности προφυλακτικά μέτρα•

    -ы социальной защиты μέτρα κοινωνικής πρόνοιας•

    решительные -ы αποφασιστικά (δραστικά) μέτρα•

    высшая мера наказания η εσχάτη των ποινών.

    εκφρ.
    без -ы – χωρίς μέτρο (υπερβολικά)•
    в -у – στο μέτρο (μέτρια)•
    ни в коей ή ни в какой -е – επ ουδενί λόγω, σε καμιά περίπτωση, με κανένα τρόπο•
    по -е – όσο, καθόσο, αντίστοιχα, ανάλογα•
    по -е того как... – οσάκις, ότε, οπότε...• сверх -ы; через -у; не в -у υπέρμετρα, υπέρ το δέον•
    чувство -ы – το αίσθημα του μέτρου.

    Большой русско-греческий словарь > мера

  • 78 миндальничать

    ρ.δ. (με οργν.) φέρνομαι πολύ συναισθηματικά, μέχρι αηδίας. || φιλελευθερίζω υπερβολικά είμαι επιεικής υπέρ το δέον•

    миндальничать с врагом είμαι γενναιόφρονας προς τον εχθρό.

    Большой русско-греческий словарь > миндальничать

  • 79 миндальный

    επ.
    1. της αμυγδαλιάς αμυγδά-λινος•

    -ое дерево η αμυγδαλιά•

    миндальный вкус αμυγδάλινη γεύση.

    || από αμύγδαλο•

    -ое масло αμυγδαλέλαιο, αμυγδαλόλαδο•

    -ое молоко αμυγ-δαλόγαλα.

    || αμυγδαλάτος, αμυγδαλωτός•

    -ое печенье αμυγδαλωτό μπισκότο.

    2. ρόδινος (όπως το χρώμα των λουλουδιών της αμυγδαλιάς)•

    -ые щёки ρόδινα μάγουλα.

    3. μτφ. υπέρ το δέον τρυφερός•

    -ая улыбка παρατραβηγμένο χαμόγελο.

    εκφρ.
    миндальный камень – αμυγδαλίτης, αμυγδαλόπετρα, ορυκταμύγδαλο.

    Большой русско-греческий словарь > миндальный

  • 80 надбровный

    επ.
    πάνω από τα φρύδια υπερ-κόγχιος.
    εκφρ.
    - ые дуги – οι καμάρες των φρυδιών.

    Большой русско-греческий словарь > надбровный

См. также в других словарях:

  • υπέρ — ὑπέρ, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑπείρ και λεσβιακός τ. ἴπερ και παμφυλιακός τ. ὐπάρ και αρκαδ. τ. ὁπέρ και βοιωτ. τ. οὗπερ, Α (δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και δοτ.) ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. (σχετικά με πρόσ. και πράγμ …   Dictionary of Greek

  • ὑπέρ — upaári indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕπερ — ὑπέρ upaári indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… …   Dictionary of Greek

  • υπέρ — απαρχαιωμένη πρόθ. 1. (με αιτ.), παραπάνω από, πάνω από: Υπέρ το μέτρο. 2. (με γεν.), για υπεράσπιση, για βοήθεια, για ωφέλεια: Έρανος υπέρ των τυφλών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μὴδεν ὑπἐρ τὸν καλάποδα. — См. Не свыше сапога …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Καὶ γὰρ δύναμις ὑπὲρ ἄνθρωπον ἡ βασιλέος ἐστί καὶ χεὶρ ὑπερμήκης. — См. У Царя руки долги …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ὑπερσχῇ — ὑπέρ σχάω slit open so as to let something escape pres subj mp 2nd sg (doric) ὑπέρ σχάω slit open so as to let something escape pres ind mp 2nd sg (doric) ὑπέρ σχάω slit open so as to let something escape pres subj act 3rd sg (doric) ὑπέρ σχάω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεραναβῇ — ὑπέρ , ἀνά ἀβάω attain pres subj mp 2nd sg (doric) ὑπέρ , ἀνά ἀβάω attain pres ind mp 2nd sg (doric aeolic) ὑπέρ , ἀνά ἀβάω attain pres subj act 3rd sg (doric) ὑπέρ , ἀνά ἀβάω attain pres ind act 3rd sg (doric aeolic) ὑπέρ , ἀνά ἀβάω attain pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεραπείρου — ὑπέρ , ἀπό ἔρομαι ask imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ὑπέρ , ἀπό ἔρομαι ask pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ὑπέρ , ἀπό ἔρομαι ask imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ὑπέρ , ἀπό εἴρω fasten together in rows… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερσχῶ — ὑπέρ σχάω slit open so as to let something escape pres imperat mp 2nd sg ὑπέρ σχάω slit open so as to let something escape pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ὑπέρ σχάω slit open so as to let something escape pres ind act 1st sg (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»