Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

(ὑπέρ

  • 81 нежели

    σύνδ. (γραπ. λόγος)
    1. παρά, απ ό,τι, σε σύγκριση• ή•

    лучше умереть нежели быть рабом καλύτερα να πεθάνω, παρά να είμαι δούλος•

    он обещает больше нежели может сделать αυτός υπόσχεται περισσότερα απ ό,τι μπορεί να κάνει.

    2. με τους χρον. συνδ: раньше, прежде σημαίνει: προτού να, πριν να.
    εκφρ.
    более —παλ. πάρα πολύ, λίαν, υπέρμετρα•
    это более нежели позволенно – αυτό είναι υπέρ το δέον η ξεπερνάει τα όρια•
    более нежели когда-л. – περισσότερο παρά ποτέ.

    Большой русско-греческий словарь > нежели

  • 82 неумеренность

    θ.
    το υπέρμετρο, υπερ-Βολή, ακράτητα.

    Большой русско-греческий словарь > неумеренность

  • 83 обычный

    επ., βρ: -чен, -чна, -чно.
    1. συνηθισμένος, συνήθης.
    2. παραδοσιακός, άγραφτος•

    обычный закон άγραφτος νόμος.

    εκφρ.
    силь-не -ого – υπέρ ισχυρός, ασυνήθης.

    Большой русско-греческий словарь > обычный

  • 84 от...

    κ. ото... κ. отъ..., πρόθεμα
    Χρησιμοποιείται για το σχημαρισμό ρημάτων και σημαίνει: α) απομάκρυνση• ξεχώρισμα: отбежать, отплыть, отступить, β) απόσπαση μέρους από το όλο• αποκοπή: отвязать, откусить, отрезать. γ) αντενέργεια, ανταπόδοση, ανταπάντηση: отблагодарить, отдарить, откликнуться, δ) τέλος ή σταμάτημα της ενέργειας: отбарабанить, отгулять, отзаниматься, ε) λήξη (εντατ ικής) ενέργειας: отстегать, отшлёпать; отделать, отшлифовать, ζ) με το μόριο «-ся» απόκλιση, έκπτωση, ξέπεσμα: отговориться, отбояриться, η) συνέχεια της ενέργειας πέρα από το κανονικό, υπέρ το δέον: отлежать, отсидеть.

    Большой русско-греческий словарь > от...

  • 85 перебросить

    -брошу, -бросишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переброшенный, βρ: -шен, -а, -о; ρ.σ.μ.
    1. ρίχνω, πετώ•

    перебросить мяч через забор ρίχνω το τόπι πάνω από τον περίβολο•

    он -ил мешок через плечо αυτός έρριξε το τσουβάλι πάνω στον ώμο.

    2. ρίχνω μακρύτερα απ ό,τι χρειάζεται.
    3. φτιάχνω•

    перебросить мост через реку ρίχνω γέφυρα στο ποτάμι.

    4. μετακινώ μεταφέρω•

    перебросить дивизию на левый фланг ρίχνω τη μεραρχία στο αριστερό πλευρό.

    || μετακομίζω.
    1. ρίχνομαι, πετάγομαι, περνώ από το ένα μέρος στο άλλο (υπερ)πηδώ. || επεκτείνομαι, ξαπλώνομαι.
    2. παλ. αυτομολώ.
    3. άλληλορίχνω, ρίχνομε ο ένας στον άλλο•

    перебросить мячом ρίχνομε ο ένας στον άλλο το τόπι.

    Большой русско-греческий словарь > перебросить

  • 86 перемахнуть

    ρ.σ. (απλ.)
    1. (υπερ)πηδώ (через) канаву πηδώ το χαντάκι•

    перемахнуть плетень πηδώ το φράχτη.

    || περνώ, διαβαίνω ορμητικά.
    2. μετακινούμαι, περνώ, φεύγω από ένα μέρος σε άλλο.
    3. μεταφέρω, διαβιβάζω.
    (απλ.) υπερβάλλω, τα παραλέω.
    αλληλογνεύομαι, κάνομε νεύμα ο ένας τον άλλον.

    Большой русско-греческий словарь > перемахнуть

  • 87 перемогать

    ρ.δ.μ. (υπερ)νικώ, καταβάλλω1-дремоту νικώ τη νύστα.
    1. προσπαθώ να νικήσω, κάνω κουράγιο.
    2. (απλ.) τα βγάζωπέ-ρα με δυσκολία.

    Большой русско-греческий словарь > перемогать

  • 88 перескочить

    -очу, -очишь
    ρ.σ.
    1. μ. (υπερ)πηδώ•

    перескочить ров πηδώ τον αύλακα•

    перескочить с камня на камень πηδώ από πέτρα σε πέτρα.

    2. μτφ. μεταπηδώ αλλάζω•

    перескочить на другой факультет μεταπηδώ σε άλλη σχολή•

    неожиданно он -ил к новой теме ή на новую тему ξαφνικά αυτός μεταπήδησε σε νέο θέμα.

    Большой русско-греческий словарь > перескочить

  • 89 переутомление

    ουδ.
    υπερκόπωση, υπερ-κούραση, καταπόνηση, κατεξάντληση.

    Большой русско-греческий словарь > переутомление

  • 90 плюс

    α.
    1. το σϋν (+), σημείο αριθμητικό• σύμβολο θετικό.
    2. άνω του μηδενός (για θερμοκρασία).
    3. μτφ. το υπέρ, το πλεονέκτημα το θετικό, η θετική πλευρά•

    в этом есть свои -ы εδώ υπάρχουν και τα θετικά.

    || (για σχολικό βαθμό)• άνω, πάνω• +• получить 3 с -ом παίρνω βαθμό 3 και πάνω (μεταξύ 3 και 4).

    Большой русско-греческий словарь > плюс

  • 91 поверх

    1. (πρόθ. με γεν.) πάνω, επάνω, επί• πάνω απο•

    надеть плащ поверх шубы ντύνω το αδιάβροχο πάνω από τη γούνα•

    смотреть поверх очков κοιτάζω πάνω από τα ματογυάλια.

    2. επίρ. υπεράνω, υπέρ, πάνω απο•

    пролетать поверх горы πετώ πάνω από το βουνό.

    Большой русско-греческий словарь > поверх

  • 92 превознести

    ρ.σ.μ. εξαίρω, εξυψώνω, εκθειάζω, υπερυψώνω υπέρ εγκωμιάζω, εξυμνώ,υ-περυμνώ.
    παλ. γίνομαι υπερήφανος, υψηλόφρονας, μεγαλόφρονας.

    Большой русско-греческий словарь > превознести

  • 93 про

    πρόθ. με αιτ. περί, για•

    про вас говорят дурно για σας μιλάν άσχημα, σας κακολογούν•

    про него сочинили целую историю γι αυτόν έφτυχσα.ν ολόκληρη ιστορ ία•

    читай про себя διάβασε με το νου σου (όχι φωναχτά)•

    я слышал про это άκουσα γι αυτό•

    про случай σε περίπτωση•

    про всякий случай για κάθε ενδεχόμενο.

    στην εκφρ. про и контра υπέρ και κατά.

    Большой русско-греческий словарь > про

  • 94 пущий

    επ. παλ. υπέρ θ., β. ο μεγαλύτερος, ο μέγιστος, ο υπεράνω όλων.
    εκφρ.
    для -ей важности – για πρόσδοση μεγαλύτερης σπουδαιότητας.

    Большой русско-греческий словарь > пущий

  • 95 ратовать

    -тую, -туешь, προστκ. ратуй ρ.δ.
    1. παλ. • μάχομαι, πολεμώ.
    2. (γραπ. λόγος) αγωνίζομαι, παλεύω• προσπαθώ πολύ•

    ратовать за просвещение προσπαθώ για τη διαφώτιση•

    ратовать за правду παλεύω για την αλήθεια•

    ратовать за или против αγωνίζομαι υπέρ ή κατά.

    Большой русско-греческий словарь > ратовать

  • 96 решить

    -щу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. решенный, βρ: -шен, -шена, -шено
    ρ.σ.
    1. αποφασίζω•

    он -ил остаться на лето в городе αυτός αποφάσισε να μείνει το καλοκαίρι στην πόλη.

    2. (νομ.) εκδίδω, βγάζω απόφαση•

    суд -ил дело в мою пользу το δικαστήριο έβγαλε απόφαση υπέρ εμού.

    3. λύνω•

    решить кроссворд λύνω το σταυρόλεξο•

    решить задачу (μαθ.) λύνω το πρόβλημα•

    решить уравнение λύνω την εξίσωση•

    решить загадку λύνω το αίνιγμα•

    решить вопрос, проблему λύνω το ζήτημα, το πρόβλημα.

    4. παλ. διαλύω, απομακρύνω, διώχνω.
    5. τελειώνω, περατώνω.
    6. (απο)στερώ. || σκοτώνω, φονεύω.
    εκφρ.
    решить жизни – (απλ.) σκοτώνω•
    решить судьбу ή участь – αποφασίζω (καθορίζω, κρίνω) την τύχη•
    - шено и подписано – αποφασίστηκε και υπογράφηκε (έληξε οριστικά και αμετάκλητα).
    1. αποφασίζω, παίρνω απόφαση. || τολμώ, αποκοτώ.
    2. αποφασίζομαι, καθορίζομαι, κρίνομαι•

    участь его -лась η τύχη του αποφασίστηκε.

    3. (απλ.) αχρηστεύομαι. || πεθαίνω.
    4. (απλ.) στερούμαι, χάνω•

    решить жизни πεθαίνω.

    Большой русско-греческий словарь > решить

  • 97 само...

    само... 1
    πρόθεμα που αντιστοιχεί με το δικό μας: αυτό... самоанализ, самоуправление, самоход κλπ.
    само... 2
    πρόθεμα που σχηματίζει υπερθετικό β. επιθέτων• αντστοχεί με το δικό μας: υπέρ..., όπιο... самоважнейший, самомалейший

    Большой русско-греческий словарь > само...

  • 98 сверх

    πρόθ. με γεν.
    1. επάνω, από πάνω•

    сверх платья она надела плащ πάνω από το φόρεμα αυτή φόρεσε αδιάβροχο.

    || υπεράνω•

    смотреть на собеседника сверх очков κοιτάζω τον συνομιλητή πάνω από τα ματογυάλια.

    2. επί πλέον, επιπρόσθετα, περιπλέον, παραπανήσια,
    3. υπέρ, υπεράνω, παραπάνω• πάνω από•

    сверх сил πάνω από τις δυνάμεις•

    сверх меры υπέρμετρα, πάνω από το μέτρο•

    сверх плана πάνω από το πλάνο•

    сверх штата υπεράριθμος.

    4. παρά•

    сверх обыкновения παρά τη συνήθεια.

    Большой русско-греческий словарь > сверх

  • 99 сверх...

    πρώτο συνθετικό των λέξεων με σημασία: α) υπεράνω, παραπάνω από το όριο: сверплановый. β) σε μεγάλο (υψηλό) βαθμό: сверхбыстрый, γ) υπέρ (άσχετος ή εκτός ορίων):сверхклассовый, сверхопытный.

    Большой русско-греческий словарь > сверх...

  • 100 свободный

    επ., βρ: -ден, -дна, -дно.
    1. ελεύθερος•

    -ые и крепостные крестьяне ελεύθεροι και δουλοπάροικοι αγρότες.

    || ουσ. απελεύθερος•

    свободный и раб απελεύθερος και δούλος.

    || ελεύθερος• λεύτερος•

    свободный гражданин ελεύθερος πολίτης•

    -ые люди ελεύθεροι άνθρωποι•

    -народ ελεύθερος λαός•

    -ая жизнь ελεύθερη ζωή•

    свободный выбор ελεύθερη εκλογή•

    -ые выборы ελεύθερες εκλογές•

    -ая мысль ελεύθερη σκέψη.

    2. ανεμπόδιστος•

    -ое дыхание ελεύθερη αναπνοή•

    свободный доступ ελεύθερη προσέλευση ή είσοδος.

    || άνετος, ευρύχωρος, απλόχωρος. || αβίαστος•

    свободный голос певца ελεύθερη φωνή του τραγουδιστή.

    || ο υπέρ το δέον ελεύθερος•

    -ая женщина ελεύθερη γυναίκα.

    3. περίσσιος, διαθέσιμος•

    -ое время ελεύθερος χρόνος•

    свободный стул ελεύθερο κάθισμα.

    4. αστερέωτος, αστέργιω-τος•

    свободный конец вервки ελεύθερη άκρη της τρ ι-χιάς.

    5. (χημ.)• μη ενωμένος•

    свободный кислород ελεύθερο οξυγόνο.

    εκφρ.
    - ая профессия – ελεύθερο επάγγελμα (δικηγόρου, γιατρού κλπ.)• свободный художник α) παλ. τίτλος ζωγράφου, β) τίτλος μουσικού με ανώτερη μουσική κατάρτιση.

    Большой русско-греческий словарь > свободный

См. также в других словарях:

  • υπέρ — ὑπέρ, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑπείρ και λεσβιακός τ. ἴπερ και παμφυλιακός τ. ὐπάρ και αρκαδ. τ. ὁπέρ και βοιωτ. τ. οὗπερ, Α (δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και δοτ.) ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. (σχετικά με πρόσ. και πράγμ …   Dictionary of Greek

  • ὑπέρ — upaári indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕπερ — ὑπέρ upaári indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… …   Dictionary of Greek

  • υπέρ — απαρχαιωμένη πρόθ. 1. (με αιτ.), παραπάνω από, πάνω από: Υπέρ το μέτρο. 2. (με γεν.), για υπεράσπιση, για βοήθεια, για ωφέλεια: Έρανος υπέρ των τυφλών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μὴδεν ὑπἐρ τὸν καλάποδα. — См. Не свыше сапога …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Καὶ γὰρ δύναμις ὑπὲρ ἄνθρωπον ἡ βασιλέος ἐστί καὶ χεὶρ ὑπερμήκης. — См. У Царя руки долги …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ὑπερσχῇ — ὑπέρ σχάω slit open so as to let something escape pres subj mp 2nd sg (doric) ὑπέρ σχάω slit open so as to let something escape pres ind mp 2nd sg (doric) ὑπέρ σχάω slit open so as to let something escape pres subj act 3rd sg (doric) ὑπέρ σχάω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεραναβῇ — ὑπέρ , ἀνά ἀβάω attain pres subj mp 2nd sg (doric) ὑπέρ , ἀνά ἀβάω attain pres ind mp 2nd sg (doric aeolic) ὑπέρ , ἀνά ἀβάω attain pres subj act 3rd sg (doric) ὑπέρ , ἀνά ἀβάω attain pres ind act 3rd sg (doric aeolic) ὑπέρ , ἀνά ἀβάω attain pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεραπείρου — ὑπέρ , ἀπό ἔρομαι ask imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ὑπέρ , ἀπό ἔρομαι ask pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ὑπέρ , ἀπό ἔρομαι ask imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ὑπέρ , ἀπό εἴρω fasten together in rows… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερσχῶ — ὑπέρ σχάω slit open so as to let something escape pres imperat mp 2nd sg ὑπέρ σχάω slit open so as to let something escape pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ὑπέρ σχάω slit open so as to let something escape pres ind act 1st sg (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»