-
1 ορχος
-
2 όρχος
-
3 ανορχος
-
4 διατρυγιος
2(ὄρχος Hom.)
-
5 πηγνυμι
редко πηγνύω (fut. πήξω, aor. ἔπηξα - дор. πᾶξα, pf. 1 trans. πέπηχα, pf. 2 intrans. πέπηγα, ppf. ἐπεπήγειν - эп. πεπήγειν; pass.: aor. ἐπάγην с ᾰ, тж. ἐπήχθην - эп. πάγην, 3 л. pl. πάγεν, тж. πῆχθεν, fut. πᾰγήσομαι, pf. πέπηγμαι) тж. med.1) вонзать, всаживать(τέν κἰχμέν ἐν μετώπῳ Hom.; ξίφος διὰ φρενῶν Pind.; δόρυ ἐν κραδίῃ ἐπεπήγει Hom.)
2) втыкать, вбивать, вколачивать(σκῆπτρον Soph.; σταύρωμα Thuc.; κεφαλέν ἀνὰ σκολόπεσσι Hom.)
σχηνέ πεπηγυῖα Her. — воткнутая (кольями в землю), т.е. готовая палатка;ὑπὸ ῥάχιν παγέντες Aesch. — посаженные на кол;στέρνοις πόδα π. Anth. — наступить ногой на грудь3) вперять, устремлять(ὄμματα κατὰ χθονός Hom. и ἐπὴ χθονός Theocr.; πρός τι παγῆναι Plat.)
παγῆναι ἀρέσκειν τινί Plat. — стремиться понравиться кому-л.;ἐν ἀλλήλοις χείλεα πηξάμενοι Anth. — прильнув губами друг к другу4) сбивать, сплачивать, сколачивать, тж. строить(νῆας Hom., Her.; ἅμαξαν Hes.)
ψυχέ καὴ σῶμα παγέν Plat. — связанная с телом душа5) сковывать (льдом), замораживать(πᾶν ῥέεθρον Aesch.; τοὺς ποταμούς Arph.)
ὕδωρ ἐπήγνυτο Xen. — вода замерзала;ἄνεμος βορρᾶς πηγνὺς τοὺς ἀνθρώπους Xen. — северный ветер, леденивший людей6) делать твердым, уплотнять, свертыватьτυροὺς πήγνυσθαι Luc. — приготовлять себе сыры;
ἅλες ἐπὴ τῷ στόματι πήγνυνται Her. — у устья (Борисфена) затвердевает, т.е. отлагается соль;ἄρθρα πέπηγέ μου Eur. — члены мои онемели;τὸ γάλα πήγνυται Arst. — молоко свертывается7) устанавливать, утверждатьὅρχος παγείς Eur. — (торжественно) подтвержденная клятва;
ὅρος ἡμῖν παγήσεται Thuc. — граница наша будет незыблема
См. также в других словарях:
ορχός — ὀρχός, ὁ (Α) το άκρο τών βλεφάρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρχος, με καταβιβασμό τού τόνου] … Dictionary of Greek
ὄρχος — a row of vines masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρχος — ο (Α ὄρχος) νεοελλ.) στρ. 1. εδαφικός χώρος σε εκστρατεία, κλειστός ή ανοιχτός, στον οποίο εγκαθίσταται μια στρατιωτική μονάδα που έχει οχήματα, άρματα ή πυροβόλα 2. (κατ επέκτ.) ο οργανωμένος χώρος στη μόνιμη έδρα μιας μονάδας στον οποίο… … Dictionary of Greek
όρχος — ο 1. σειρά κλημάτων ή οπωροφόρων δέντρων. 2. στρατιωτικός σχηματισμός σε πολεμική περίοδο για τον ανεφοδιασμό, τη συντήρηση και επισκευή υλικού του στρατού: Όρχος πυροβολικού, μηχανικού κτλ. 3. σύνολο στρατιωτικών οχημάτων ή και ο τόπος… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὄρχοι — ὄρχος a row of vines masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρχοις — ὄρχος a row of vines masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρχον — ὄρχος a row of vines masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρχους — ὄρχος a row of vines masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρχων — ὄρχος a row of vines masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρχως — ὄρχος a row of vines masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρχατος — ὄρχατος, ὁ (Α) 1. σειρά σύστοιχων αντικειμένων, κυρίως δένδρων 2. (με περιλπτ. σημ.) κήπος, περιβόλι («ἔκτοσθεν δ αὐλῆς μέγας ὄρχατος», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρχος* + κατάλ. ατος (πρβλ. νέ ατος). Στη λ. ὄρχατος μπορεί πιθ. να αποδοθεί μια σημ.… … Dictionary of Greek