Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ὄρχος

См. также в других словарях:

  • ορχός — ὀρχός, ὁ (Α) το άκρο τών βλεφάρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρχος, με καταβιβασμό τού τόνου] …   Dictionary of Greek

  • ὄρχος — a row of vines masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όρχος — ο (Α ὄρχος) νεοελλ.) στρ. 1. εδαφικός χώρος σε εκστρατεία, κλειστός ή ανοιχτός, στον οποίο εγκαθίσταται μια στρατιωτική μονάδα που έχει οχήματα, άρματα ή πυροβόλα 2. (κατ επέκτ.) ο οργανωμένος χώρος στη μόνιμη έδρα μιας μονάδας στον οποίο… …   Dictionary of Greek

  • όρχος — ο 1. σειρά κλημάτων ή οπωροφόρων δέντρων. 2. στρατιωτικός σχηματισμός σε πολεμική περίοδο για τον ανεφοδιασμό, τη συντήρηση και επισκευή υλικού του στρατού: Όρχος πυροβολικού, μηχανικού κτλ. 3. σύνολο στρατιωτικών οχημάτων ή και ο τόπος… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὄρχοι — ὄρχος a row of vines masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄρχοις — ὄρχος a row of vines masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄρχον — ὄρχος a row of vines masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄρχους — ὄρχος a row of vines masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄρχων — ὄρχος a row of vines masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄρχως — ὄρχος a row of vines masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όρχατος — ὄρχατος, ὁ (Α) 1. σειρά σύστοιχων αντικειμένων, κυρίως δένδρων 2. (με περιλπτ. σημ.) κήπος, περιβόλι («ἔκτοσθεν δ αὐλῆς μέγας ὄρχατος», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρχος* + κατάλ. ατος (πρβλ. νέ ατος). Στη λ. ὄρχατος μπορεί πιθ. να αποδοθεί μια σημ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»