-
1 διατρυγιος
2(ὄρχος Hom.)
См. также в других словарях:
διατρύγιος — διατρύγιος, ον (Α) [τρυγώ] επίθ. που αποδίδεται σε αμπέλι, τού οποίου τα σταφύλια δεν ωριμάζουν ταυτόχρονα, Όμ.) … Dictionary of Greek
διατρύγιος — bore grapes in succession masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατρύγιον — διατρύγιος bore grapes in succession masc/fem acc sg διατρύγιος bore grapes in succession neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατρυγίους — διατρύγιος bore grapes in succession masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… … Dictionary of Greek