-
1 οξυ
-
2 οξυ-
-
3 οξύ
-
4 ὀξὺ
острыйὀξύΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὀξὺ
-
5 ὀξύ
острыйὀξὺΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὀξύ
-
6 δρυοδεψικό(ν)
(οξύ) τό дубильная кислота -
7 δρυοδεψικό(ν)
(οξύ) τό дубильная кислота -
8 αιμωδιαω
набить себе оскоминуαἱμοδιῶμεν τοὺς ὀξὺ ὁρῶντες ἐσθίοντας Arst. — у нас оскомина при виде тех, кто ест кислое
-
9 αμβλυνω
1) притуплять(ἀμβλύνεται κοπίς Soph. и τὸ ὀξύ Arst.; δόναξ ἀμβλυνθείς Anth.; ὄμματος αὐγέν ἀ. Anth.)
2) ослаблять, уменьшать(τὸ ψυχρόν Arst.; τέν ἀκμέν τῆς δυνάμεως Plut.)
θέσφατ΄ οὐκ ἀμβλύνεται Aesch. — предсказания оказываются правильными;τῆς ξυμφορᾶς τῷ ἀποβάντι ἀμβλύνεσθαι Thuc. — пасть духом вследствие неблагоприятного оборота дел;ἀ. ἄκρατον Plut. — уменьшать крепость вина3) умерять, сдерживать, успокаивать(τινά Plut.)
-
10 αυτεω
1) кричать(μέγα Hom. и ὀξύ Aesch.; τινί τι Eur.)
βοὰν ἀ. Eur. — издавать крики2) гудеть, звенетьαὖον ἀ. Hom. — (о доспехах) бряцать, лязгать
3) звать, призывать(τινα Hom., Eur., Arph.)
-
11 βλεπω
(fut. βλέψομαι)1) обладать зрением, видеть(οἱ βλέποντες τοῖς τυφλοῖς ἡγούμεθα Arph.; β. ἠρέμα καὴ οὐκ ὀξύ Arst.)
μέ β. или σκότον β. Soph. — быть незрячим;βλέπων καὴ ἐμπνέων Soph. — вполне живой2) быть прозорливым(ὅ μάντις βλέπων Soph.)
Παρμενίδης μᾶλλον βλέπων ἔοικε λέγειν Arst. — слова Парменида, повидимому, проницательнее3) быть ясным, быть очевиднымτὰ ἀληθῆ καὴ βλέποντα Aesch. — очевидные истины;
ἐξ ἑαυτῷ βλεπόμενος Sext. — самоочевидный4) смотреть, глядеть5) обращать взоры, стремиться(εἴς τινα и εἴς τι Soph.; εἰς πλοῦτον καὴ ἀρετήν Arst.; ποιεῖν τι Arph.; πρὸς τὸ διαπράξασθαι μόνον Plat.)
6) выглядеть(σεμνὸν καὴ πεφροντικός Eur.; δριμύ Plat.)
β. Ἄρην Arph. — выглядеть Ареем, т.е. иметь воинственный вид;πῶς βλέπων τις ταῦτα τολμήσει λακεῖν ; Soph. — как (досл. с каким видом) осмелится кто-л. сказать нечто подобное?7) смотреть, относиться(φιλοφρόνως πρός τινα Xen.)
8) быть обращенным, направленным(πρὸς μεσημβρίαν Xen.; κάτω Arst.; τὰ ὅπλα πρὸς τοὺς βαρβάρους βλέποντα Plut.)
9) смотреть (за кем-л., за чем-л.), иметь наблюдение, оберегать(τινά NT.)
10) беречься, остерегаться(ἀπό τινος, тж. ἵνα … и μή … NT.)
-
12 βοαω
(fut. βοήσομαι - поздн. βοήσω; aor. ἐβόησα эп. βόησα, ион. ἔβωσα; pass.: aor. ἐβοήθην - ион. ἐβώσθην, pf. βεβόημαι)1) тж. med. издавать крик(и), кричать, шуметь(ὀξύ Hom.)
παραπολεῖ βοώμενος Arph. — ты погубишь себя этим криком;τὸ πρᾶγμα βοᾷ Arph. — дело говорит само за себя2) шуметь, реветь(κῦμα βοάᾳ ποτὴ χερσον Hom.; βοᾷ πόντιος κλύδων Aesch.)
3) ( о звуках) испускать, издавать, поднимать(ἰωάν Soph.; βοάν Arph.)
ἄλγος β. Eur. — жалобно вопить4) громко звать, призывать(τινα Pind., Soph., Xen., Theocr., Luc.)
5) кричать, громко приказывать(τινι ποιεῖν τι Soph., Eur., Xen.)
β. τι Eur., Men. — крикнуть, чтобы принесли что-л.6) громко петь, распевать(μέλος Soph.)
τὸν ὑμέναιον νύμφαν β. Eur. — петь свадебную песнь в честь новобрачной7) тж. med. воспевать, прославлятьἈλκμεωνίδαι ἐβώσθησαν ἀνὰ τέν Ἑλλάδα Her. — слава об Алкмеонидах разнеслась по всей Греции -
13 εμπληκτως
1) необдуманно, порывистоτὸ ἐ. ὀξύ Thuc. — безрассудная поспешность
2) легкомысленно(οὐκ ἐ., ἀλλ΄ εὐκαίρως Isocr.)
-
14 κρομμυοξυρεγμια
-
15 λαω
I(только part. λάων и 3 л. sing. impf. λάε) глядеть, смотреть, по по друг. - хватать, ловить(ἑλλὸν ἀσπαίροντα Hom.; αἰετὸς ὀξὺ λάων HH.)
IIдор. (только praes.: λῶ, λῇς, λῇ, λῶμες, 2 л. sing. conjct. λῇς, inf. λῆν) желать, хотеть(λῶ τι μυσίξαι νέον Arph.)
αἴκα λῇς Theocr. — если хочешь -
16 ξιφος
1) меч(ἄμφηκες Hom. и ἀμφίθηκτον Soph.; χάλκεον, ἀργυρόηλον Hom.)
ἐκ κολεοῖο ἐρυσσάμενος ξ. ὀξύ Hom. — выхватив из ножон острый меч2) короткий нож, кинжал Plut.3) Arst. = ξιφίας См. ξιφιας4) мечевидный хрящ ( у некоторых головоногих) Arst. -
17 ξυναγω
(impf. συνήγαγον - дор. συνᾶγον, эп. σύνᾰγον; aor. 1 συνῆξα, pf. συνῆχα и συναγήοχα; pass.: aor. συνήχθην, pf. συνῆγμαι - дор. συνᾶγμαι)1) собирать(καρπούς Polyb.; νεφέλας Hom.; τινὰς ἐς ἕνα χῶρον Her.)
σ. τὰς εἰσφοράς Arst. — собирать поступления, доходы;σ. τὸ ἔλαιον ἐν ἀγγηΐοις Her. — сливать оливковое масло в сосуды;σ. ἑαυτόν Plut. — собираться с силами2) сводить вместе(τοὺς ἑαλωκότας Xen.)
Ἕλληνας εἰς ἓν καὴ Φρύγας ξ. Eur. — сталкивать греков с фригийцами3) свозить, (отовсюду) доставлять(τὰ χρήματα ἐκ τῶν ἀγρῶν Xen.)
ὅρκια πιστὰ θεῶν σ. Hom. — приводить жертвенных животных для освящения договоров4) собирать, созывать(τὸ δικαστήριον Her.; τέν ἐκκλησίαν Thuc.)
συνήχθησαν εἰς τέν αὐλήν NT. — они собрались во дворе5) привлекать, навлекать(φθόνον τινί Dem.)
6) сочетать, соединять, связывать(τινά τινι Xen.; τὸ ἄρρεν πρὸς τὸ θῆλυ Arst.)
σ. ἀνθρώπους εἰς κηδείαν Xen. — соединять людей узами родства7) сваливать в одну кучу(τὰ κάλλιστα τοῖς αἰσχίστοις Aeschin.)
8) учреждать, устраивать(γάμους Xen.; πανηγύρεις Isocr.; συσσίτια Plat.)
9) устраивать, строить(τὸν κοινὸν βίον Plat.)
σ. ἐκ δικαίων τὸν βίον Men. — строить жизнь на честных делах10) набирать, снаряжать(τριήρεις καὴ πεζέν στρατιάν Isocr.)
11) сближать, смыкать(τὰ κέρατα Her.)
σ. τὰ τέρματα Her. — (о реках) соединяться устьями12) стягивать, свиватьσ. τὰς ὀφρῦς Soph. — хмурить брови;
σ. ἅμμα Plat. — стягивать узел;σ. τὰ ὄμματα или βλέφαρα Arst. — щуриться;ὅ ὄφις συνάγει ἑαυτόν Arst. — змея свивается13) суживать(τέν διώρυχα Her.; τέν πόλιν Polyb.)
σ. πρῴρην Her. — заострять носовую часть корабля;εἰς ὀξὺ συνῆχθαι Arst. — суживаться, заостряться;σ. τὰ ὦτα Xen. — навострять (настораживать) уши14) стеснятьσυνηγμένος ταῖς ὕλαις τόπος Polyb. — местность, ограниченная отовсюду лесами;
ξ. (τοὺς πολεμίους) ἐς ὀλίγον Thuc. — запереть противника на небольшом пространстве;συναχθῆναι τῇ σιτοδείᾳ Polyb. — терпеть недостаток в хлебе;συνάγεσθαι ὑπὸ τοῦ λιμοῦ Polyb. — страдать от голода15) ( о боевых действиях) завязывать, начинать(ἔριδα Ἄρηος Hom.; πόλεμον Isocr.)
σ. εἰς χεῖρας Plut. — вступать в рукопашный бой16) составлять, сочинятьβουλέν σ. πολέμοιο Batr. — составлять план войны;
τὰς πράξεις τὰς ἐν τοῖς πολέμοις σ. Isocr. — описывать военные подвиги;σ. ὑπόμνημα τῶν γεγονότων Luc. — писать воспоминания о прошлом17) делать вывод, заключать Luc.ἐξ ὁμολογουμένων σ. Arst. — делать вывод из общепризнанных суждений;
σ. τὸ κεφάλαιον Arst. — подводить итоги18) сплетать, ткать(ὕφασμα ἔκ τινος Plat.)
19) сосредоточивать, выстраивать20) двигать вместеσυνάγεσθαι τᾷ περιφορᾷ τῶ (= τοῦ) παντός Plat. — двигаться по кругу вместе с вселенной
-
18 ξυνηκω
-
19 ομοτονος
2звучащий ровно, т.е. среднего напряженияβαρὺ καὴ ὀξὺ καὴ ὁμότονον Plat. — (звучание) низкое, высокое и среднее
-
20 οξυβαφον
См. также в других словарях:
οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… … Dictionary of Greek
οξύ — Χημική ένωση, η οποία όταν βρεθεί σε υδατικό διάλυμα υφίσταται διάσταση σχηματίζοντας κατιόντα υδρογόνου (H+), με πυκνότητα ευθέως ανάλογη προς την ισχύ του ο. Τα κατιόντα υδρογόνου είναι άτομα υδρογόνου με μορφή ιόντων, έχουν δηλαδή θετικό… … Dictionary of Greek
οξύ — το έος (ουδ. του επιθ. οξύς), χημική ένωση με ένα ή περισότερα άτομα οξυγόνου, που μπορούν να αντικατασταθούν με ηλεκτροθετικό στοιχείο ή ρίζα, οπότε προκύπτει άλας: Θειικό, υδροχλωρικό οξύ κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀξύ — ὀξύς 2 sharp masc voc sg ὀξύς 2 sharp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υδροκυάνιο ή υδροκυανικό οξύ — Οξύ (HCN) αρκετά διαδομένο στο φυτικό βασίλειο με τη μορφή γλυκοζίτη, κοινότερος από τους οποίους είναι η αμυγδαλίνη, στα κουκούτσια πολλών καρπών (κεράσια, βερίκοκα, ροδάκινα) από τα οποία μπορεί να εξαχθεί. Το ανακάλυψε ο Σέελε το 1782 και το… … Dictionary of Greek
καρβαμιδικό οξύ — Οξύ που αποτελεί το μοναμίδιο του ανθρακικού οξέος και έχει τύπο H2NCOOH. Δεν συναντάται σε ελεύθερη κατάσταση, αλλά υπάρχει μόνο με τη μορφή των αλάτων και των εστέρων του. Το αμμωνιακό του άλας έχει τύπο NH2COONH4 και βρίσκεται ως πρόσμειξη στο … Dictionary of Greek
ταυροχολικό οξύ — Οξύ που περιέχεται στη χολή. Είναι προϊόν σύζευξης του χολικού οξέος με την ταυρίνη (C26H45NSO7). Σχηματίζεται στο συκώτι των ζώων και του ανθρώπου και εκκρίνεται με τη χολή στο έντερο. Επιδρά στον μεταβολισμό των λιπών και βοηθάει στη… … Dictionary of Greek
θειικό οξύ — Ανόργανη χημική ένωση, με τύπο H2SΟ4. Η παρασκευή του ήταν γνωστή εδώ και αιώνες από τους αλχημιστές. Βρίσκεται ελεύθερο στη φύση στα νερά του Ρίο Τίντο στην Ισπανία. Είναι η σημαντικότερη ένωση του θείου και αποτελεί ένα από τα κύρια προϊόντα… … Dictionary of Greek
νιτρικό οξύ — Χημική ανόργανη ένωση (H ΝΟ3), ένα από τα ισχυρότερα γνωστά οξέα· στο Μεσαίωνα το χρησιμοποιούσαν οι χαράκτες για εργασίες πάνω σε χαλκό, με το όνομα «άκουα φόρτε». Τα άλατά του συναντιούνται αρκετά στη φύση: στη λιθόσφαιρα βρίσκονται το νιτρικό… … Dictionary of Greek
σαλικυλικό οξύ — Οργανική ένωση του τύπου C7H6O3 είναι ένα αρωματικό οξυοξύ, που μπορεί να θεωρηθεί παράγωγο του βενζόλιου με αντικατάσταση δύο γειτονικών ατόμων υδρογόνου, με ένα καρβοξύλιο ( COOH) και ένα υδροξύλιο ( OH). Περιέχεται σε ποικίλες ποσότητες σε… … Dictionary of Greek
ιππουρικό οξύ — Οργανικό οξύ που αποτελείται από ομάδες βενζοϊκού οξέος και γλυκίνης με τύπο C6H5CONHCH2COOH. Σχηματίζει άχρωμους κρυστάλλους που ανήκουν στο ρομβικό σύστημα, έχει σημείο τήξης 187,5°C, είναι ευδιάλυτο σε ζεστό νερό ή αλκοόλη, αδιάλυτο στο… … Dictionary of Greek