-
1 ολιγαρχια
-
2 ολιγαρχία
η олигархия;χρηματιστική ολιγαρχία — финансовая олигархия
-
3 ὀλιγαρχία
ἡ ὀλιγαρχία ['власть немногих'] олигархия -
4 ανισος
-
5 δεσποτικος
31) господский, хозяйский(συμφοραί Xen.)
δεσποτικὸν δίκαιον Arst. — власть господина (над рабами)2) обладающий неограниченной властью, деспотический(ἀδικία Plat.; τρόπος τῆς πολιτείας Arst.)
3) стремящийся к неограниченной власти(ὀλιγαρχία Arst.)
-
6 δημαγωγια
ἥ досл. руководство народом, управление страной, преимущ. в неодобр. знач. заискивание у народа, демагогия(δ. οὐ πρὸς χρηστοῦ ἐστιν ἀνδρός Arph.; δ. ὅταν τὸν ὄχλον δημαγωγῶσιν οἱ ἐν τῇ ὀλιγαρχίᾳ ὄντες Arst.; κολακεία ὄχλου καὴ δ. Plut.)
-
7 δημος
I.ὁ жир, сало, тук Hom., Hes., Arph., Arst.II.дор. δᾶμος ὅ1) земля, страна, край, область(Λυκίης Hom.; Ὑπερβορέων Pind.)
δ. ὀνείρων Hom. — царство сновидений2) население(πᾶς δ. Hom.; Βακτρίων δ. Aesch.)
3) народ(βασιλεύς τε πᾶς τε δ. Hom.)
4) простой народἐπαναστάντες τοῖς δυνατοῖς καὴ ὄντες δ. (constr. ad sensum) Thuc. — восставшие против знати народные массы;τοῦ πολλοῦ δήμου εἷς Luc. — человек из народа, простолюдин5) солдатская масса, солдаты(ὅ δ. τῶν στρατιωτῶν Xen.)
6) гражданин7) демократический образ правления, демократия(τῶν πολιτειων δύο - δ. καὴ ὀλιγαρχία Arst.; τὸν δῆμον καταστῆσαι Xen., Arst.)
8) демократическое государство(οἱ δῆμοι Dem.; κύριος ὅ δ. ἐν ταῖς δημοκρατίαις Arst.)
9) народное собрание(ἥ βουλέ καὴ ὅ δ. Xen., Dem.; λέγειν ἐν τῷ δήμω Plat.)
10) дем (часть филы; в Аттике их было сначала 100, впосл. - 174; по реформе Клисфена они были сведены, в 10 фил)(κατὰ φύλας καὴ δήμους καὴ φρατρίας Arst.; κατὰ δήμους καὴ γένη Plut.; иногда pl. τῶν δήμων Χολαργεύς Plut.)
-
8 δυναστευτικος
-
9 εγχαλινοω
1) взнуздывать(ἵππον Babr., Plut. и τοὺς ἐλέφαντας Luc.; ἵππος ἐγκεχαλινωμένος Xen. и ἐγχαλινωθείς Plut.; о пленниках ἐγκεχαλινωμένοι τὰ στόματα Her.)
2) обуздывать, сдерживать(ὅ ἐγκεχαλινωμένος τῇ ὀλιγαρχία δῆμος Plut.)
-
10 ευδιαφθορος
-
11 ευκρατος
21) правильно смешанный, т.е. умеренный, мягкий(ἀήρ Plat.; ὥρα, ζέφυρος Arst.)
2) с умеренным или мягким климатом(γῆ Arst. - ср. 4; ζώνη Diod., Plut.)
3) нормальный, здоровый(ἐγκέφαλος Arst.)
4) плодородный(γῆ Diod. - ср. 2)
5) (надлежащим образом) разбавленный, некрепкий(οἶνος Arst., Plut.)
6) умеренный, ограниченный(ὀλιγαρχία Arst.)
7) кроткий, нежный(Κύπρις Anth.)
-
12 θυμοομαι
1) (тж. θ. δι΄ ὀργῆς Soph.) сердиться, раздражаться, гневаться, негодовать(τινι Aesch., Soph., Plat., Plut. и ἔς τινα Her.; τινί τινος Eur.; περί τινος Aesch.; βοῦς πρός τινα θυμωθείς Plut.)
πρὸς οὐδὲν εἰς ἔριν θ. Soph. — без всякой причины начинать ссору;ἵπποι θυμούμενοι Soph. — горячие кони;εἰς κέρας θ. Eur. (ср. irasci in cornua Verg.) — злобно бодаться;τὸ θυμούμενον Thuc. — гневливость, гнев2) свирепствовать(ὀλιγαρχία θυμουμένη Plut.)
-
13 μεθιστημι
ион. μετίστημι1) реже med. (из)менять(τὰ νόμιμα Her.; ὄνομα, τοὺς τρόπους Eur.)
μ. χρώματος Arph. — менять цвет;μ. εἰς δουλείαν Plut. — попадать в рабство2) перемещатьμ. πόδα εἰς ἄλλην χθόνα Eur. — отправляться в другую страну;
μετάστησόν (με) θεᾶς σφαγίων Eur. — увези меня от кровавой богини;μεταστῆναι ἐν Αἰγίνῃ Dem. — быть сосланным в Эгину3) переносить(τέν δυναστείαν εἰς ἑαυτόν Polyb.)
4) выводить (из какого-л. состояния)μ. τινὰ ὕπνου Eur. — пробудить кого-л. ото сна;
μ. τινὰ νόσου Soph. — исцелить кого-л. от болезни5) переубеждать или совращать(ἱκανὸν ὄχλον NT.)
6) выходить, уходить, покидать(ἐκ τῆς τάξιος Her.; στρατῷ Aesch.; ἔξω τῆς οἰκουμένης Aeschin.)
μ. βίου и βίον Eur. — уходить из жизни, умирать;μετάσταθ΄, ἀπόβαθι! Soph. — уходи!;ἐκ κύκλου μεταστάς Soph. — вышедший из круга7) удалять, устранять(τινά NT., med. Her., Thuc. etc.)
; pass. быть отстраняемым(τῆς οἰκονομίας NT.)
8) переходить(ἔκ τινος εἴς τι Plat.; ἀπό τινος, παρά и πρός τινα Thuc.; εἰς ἕτερον τόπον Plat.; med.-pass.: ἑτάροισι Hom.; πρὸς τοὺς ὑπερδεξίους τόπους Polyb.)
χωρία πρὸς Λακεδαιμονίους μεθεστηκότα Xen. — страны, перешедшие на сторону лакедемонян9) (пере)меняться, поворачивать(εἰς τὸ λῷον Eur.; τῆς τύχης εὖ μετεστεώσης Her.)
10) уходить, исчезать(μεθέστηκεν χόλος Eur.)
11) тж. med.-pass. переставать, прекращатьμεθίσταμαι κότου Aesch. — я уже не сержусь;
μ. φόβου Eur. — переставать бояться;μ. κακῶν Eur. — освободиться от страданий12) выходить, возникать(πολιτεία ἐξ ἦς ἥ ὀλιγαρχία μετέστη Plat.)
-
14 σπαργαω
1) наполняться молоком, набухать(σπαργῶντες μαστοί Eur.)
μητέρες σπαργῶσαι Plat. — кормящие матери2) бурно разрастаться, входить в силу(ὀλιγαρχία σπαργῶσα Plut.)
3) быть обуреваемым желаниями, волноваться, томиться страстью(σ. καὴ μεθύειν Plut.)
σ. πρός и ἐπί τι и σ. περί τινος Plut. — страстно стремиться к чему-л. -
15 πλουτοκρατικός
η, ό[ν] плутократический; капиталистический;πλουτοκρατική ολιγαρχία — финансовая олигархия
См. также в других словарях:
ὀλιγαρχία — ὀλιγαρχίᾱ , ὀλιγαρχία oligarchy fem nom/voc/acc dual ὀλιγαρχίᾱ , ὀλιγαρχία oligarchy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγαρχίᾳ — ὀλιγαρχίαι , ὀλιγαρχία oligarchy fem nom/voc pl ὀλιγαρχίᾱͅ , ὀλιγαρχία oligarchy fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολιγαρχία — Ονομασία που έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες στο πολιτικό καθεστώς, όπου η πολιτική εξουσία ήταν συγκεντρωμένη στα χέρια λίγων ανθρώπων, που διέθεταν μεγάλο πλούτο: η κυβέρνησή τους θεωρούνταν αντίθετη προς τον νόμο, γιατί απέκλειε μεγάλο αριθμό… … Dictionary of Greek
ολιγαρχία — η 1. και στους αρχαίους και σήμερα, είδος πολιτεύματος όπου κυβερνούν οι λίγοι και δυνατοί σε βάρος των πολλών και αδύνατων. 2. οι λίγοι δυνατοί: Οικονομική ολιγαρχία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀλιγαρχίας — ὀλιγαρχίᾱς , ὀλιγαρχία oligarchy fem acc pl ὀλιγαρχίᾱς , ὀλιγαρχία oligarchy fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγαρχίαι — ὀλιγαρχία oligarchy fem nom/voc pl ὀλιγαρχίᾱͅ , ὀλιγαρχία oligarchy fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγαρχίαν — ὀλιγαρχίᾱν , ὀλιγαρχία oligarchy fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγαρχιῶν — ὀλιγαρχία oligarchy fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγαρχίαις — ὀλιγαρχία oligarchy fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγαρχίη — ὀλιγαρχία oligarchy fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγαρχίην — ὀλιγαρχία oligarchy fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)