Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

εὐ-διάφθορος

См. также в других словарях:

  • ευδιάφθορος — εὐδιάφθορος, ον (Α) 1. αυτός που φθείρεται εύκολα 2. (για τροφή) αυτός που σαπίζει, που χαλάει εύκολα 3. αυτός που δωροδοκείται εύκολα («εὐδιαφθορώτεροι γὰρ ὀλίγοι τῶν πολλῶν», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διαφθορος (< διαφθείρω), πρβλ. α… …   Dictionary of Greek

  • πολυδιάφθορος — ον, Α πολύ καταστρεπτικός, πολύ φθοροποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + διάφθορος (< διαφθείρω), πρβλ. ευ διάφθορος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»