-
1 αδιαφθορος
21) неиспорченный(ὕδωρ Plat.)
2) чистый, беспримесный(χρυσός Plut.)
3) неиспорченный, неразвращенный, непорочный(ψυχή Dem.; παρθένος Plut.; γυνή Diod.)
4) неподкупный, честный(δικασταί Plat.; μάρτυρες Arst.)
5) непреходящий, нетленный(ἀθάνατος καὴ ἀ. Plat.)
-
2 ευδιαφθορος
См. также в других словарях:
ευδιάφθορος — εὐδιάφθορος, ον (Α) 1. αυτός που φθείρεται εύκολα 2. (για τροφή) αυτός που σαπίζει, που χαλάει εύκολα 3. αυτός που δωροδοκείται εύκολα («εὐδιαφθορώτεροι γὰρ ὀλίγοι τῶν πολλῶν», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διαφθορος (< διαφθείρω), πρβλ. α… … Dictionary of Greek
πολυδιάφθορος — ον, Α πολύ καταστρεπτικός, πολύ φθοροποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + διάφθορος (< διαφθείρω), πρβλ. ευ διάφθορος] … Dictionary of Greek