Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

(ἱστίων

См. также в других словарях:

  • ἱστιῶν — ἑστία hearth of a house fem gen pl (epic ionic) ἑστιάω receive at one s hearth pres part act masc voc sg (ionic) ἑστιάω receive at one s hearth pres part act neut nom/voc/acc sg (ionic) ἑστιάω receive at one s hearth pres part act masc nom sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱστίων — ἱ̱στίων , ἑστιάω receive at one s hearth imperf ind act 3rd pl (ionic) ἱ̱στίων , ἑστιάω receive at one s hearth imperf ind act 1st sg (ionic) ἑστιάω receive at one s hearth imperf ind act 3rd pl (ionic) ἑστιάω receive at one s hearth imperf ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

  • πτύξη — η / πτύξις, εως, ΝΜΑ [πτύσσω] το δίπλωμα, η δίπλωση, το να διπλώνει κανείς κάτι νεοελλ. 1. βοτ. το πρότυπο διάταξης τών φύλλων στον οφθαλμό 2. ναυτ. φρ. «πτύξη ιστίων» το τύλιγμα και δέσιμο τών ιστίων χωρίς να λυθούν από τη θέση που βρίσκονται… …   Dictionary of Greek

  • γάμμα, ακτίνες — Ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που εκπέμπεται κατά την αποδιέγερση του πυρήνα ορισμένων ραδιενεργών στοιχείων. Δημιουργούνται επίσης κατά την εξάπλωση των σωματιδίων. Διακρίνονται από τις ακτίνες α και β λόγω της μεγαλύτερης διεισδυτικότητάς τους… …   Dictionary of Greek

  • λάιτνινγκ — (lightning). Ιστιοφόρο ακάτιο, ενιαίου τύπου, για λεμβοδρομίες. Έχει σκάφος με ανυψωμένη κατά την κίνηση τρόπιδα και ευμετάβλητη παρέκκλιση και ανήκει στις διεθνείς κατηγορίες. Σχεδιάστηκε το 1939 από τον Αμερικανό Όλιν Στίβενς και είναι… …   Dictionary of Greek

  • έκφορος — η, ο (AM ἔκφορος, ον) (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι έκφοροι ναυτ. τα σχοινιά τής κατώτερης σειράς που χρησιμεύουν για τη συστολή ή διαστολή τών ιστίων, κοιν. μαντιζέλο μσν. ο γνωστός σε όλους αρχ. 1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να φέρει έξω,… …   Dictionary of Greek

  • ίσταρχος — ό ναυτ. υπαξιωματικός που διευθύνει τους χειρισμούς τών ιστίων από το θωράκιο τού ιστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + αρχος (< ἀρχός «αρχηγός» < ἄρχω), πρβλ. εφήβ αρχος, φρούρ αρχος] …   Dictionary of Greek

  • ανακωχή — Συμφωνία στρατιωτικού χαρακτήρα με την οποία οι ανώτεροι στρατιωτικοί διοικητές των εμπόλεμων δυνάμεων αποφασίζουν την κατάπαυση των πολεμικών επιχειρήσεων, για ορισμένο χρονικό διάστημα ή επ’ αόριστον. Η κατάπαυση αυτή των επιχειρήσεων μπορεί να …   Dictionary of Greek

  • βαθμίδα — Το σκαλί, το σκαλοπάτι· η σκαλιέρα των ναυτικών· το κάθισμα σε ένα αμφιθέατρο· η θέση, η τάξη που καταλαμβάνει κάποιος στη σταδιοδρομία του. (Γεωλ.) Χαρακτηρίζονται β. οι υποδιαιρέσεις τις οποίες καθιέρωσαν οι γεωλόγοι για κάθε σειρά ιζηματογενών …   Dictionary of Greek

  • εκπέταση — η (AM ἐκπέτασις) άπλωμα, άνοιγμα φτερών, ιστίων κ.λπ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»