-
1 Ιππέας
-
2 Ἱππέας
-
3 ιππέας
-
4 ἱππέας
-
5 ιππέας
ο всадник,'наездник -
6 ιππέας
[ипеас] ουσ. а. наездникΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ιππέας
-
7 ιππέας
[ипеас] ουσ α наездник. -
8 ιππέας
el genet -
9 ιππέας
коњаникГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > ιππέας
-
10 ιππέας
süvari, binici, atlı -
11 ιππέας
cavalier -
12 всадник
-
13 кавалерист
-
14 наездник
наездник м о ιππέας, ο καβαλάρης' \наездникца ж η ιππεύτρια, η αμαζόνα* * *м; ж - наездницаο ιππέας, ο καβαλάρης -
15 ἐφίστημι
A causal in [tense] pres., [tense] impf., [tense] fut., and [tense] aor. 1 (also in the later [tense] pf. and [tense] plpf. ἐφέστᾰκα, ἐφεστάκειν [ᾰ], v. infr. 11.1, VI. 2):I set, place upon,τεῖχος τείχει Th.2.75
;τι ἐπί τινος Pl.Criti. 116a
;τι ἐπί τινι X.HG3.1.7
;ὅρους ἐπὶ οἰκίαν D.41.6
: metaph.,ἐ. τὴν ἐκεῖ μοῖραν βίῳ Pl.R. 498c
;ἀνάγκην τινί D.H.1.16
.II set over, ;φύλακ' ἐπέστησεν βοτ Id.Supp. 303
;ἐ. τινὰ ὕπαρχόν τισι Hdt.5.27
;τινὰ παιδαγωγόν τινι Pl. Alc.1.122b
, cf. X.Lac.2.1;τινὰ πεντηκοντόρῳ Id.An.5.1.15
;τινὰ τοῖς πράγμασι Isoc.2.27
; ;ἐπὶ [συμμάχων] τινά Plb.2.65.9
;ἐφεστάκει τινὰς πρὸς χρείαν Id.10.20.5
;κύνα ἐπὶ ποίμνην D.26.22
;τινὰ ἐπὶ τὰς εὐθύνας Id.18.112
: c. inf.,βουλὴν ἐπιμελεῖσθαι τῆς εὐκοσμίας Isoc.7.37
:—[voice] Pass., to be appointed, instituted, PTeb.61 (b).358 (ii B. C.), etc.2 bring in,ἡ τύχη ἐπιστήσασα Ῥωμαίους Plb.15.20.6
; Φίλιππον ἐ. τοῖς πράγμασι to let him have a hand in the business, D.19.34.3 bring in, cause, occasion,κατάπληξίν τισι D.S.14.62
; κίνδυνον, ἀγῶνά τινι, App.Hann.55, Syr.10;ἡ τύχη λοιμικὴν διάθεσιν ἐπέστησε Γαλάταις Plb.2.20.7
.III set up, establish,ἀγῶνα Hdt.1.167
, 6.38: c. acc. et inf., ordain, prescribe,ὁ νόμος ἐφίστησι τὰ λοιπὰ κρίνειν τοὺς ἄρχοντας Arist.Pol. 1287a26
; ἐπιστήσατε quid facere debeamus, Plin.Ep.6.31.12.IV set by or near to,ἐπιστήσαντες κύκλῳ τὸ σῆμα ἱππέας Hdt.4.72
; esp. place in rear, of troops,τὴν φάλαγγα τούτοις κατόπιν ἐ. Plb.1.33.6
, cf. 1.26. 14.V stop, cause to halt,ἐπιστῆσαι τὸ στράτευμα X.Cyr.4.2.18
; τὴν ὁδόν, τὴν πορείαν, D.S.17.112, Plu.Cim.1;τοὺς ἱππέας τοῦ πρόσω Arr.An.5.16.1
; ἐ. τὴν ὁρμήν check it, Plb.16.34.2; τὴν διήγησιν interrupt it, Id.7.11.1; check,ἔμμηνα Dsc.1.125
, cf. POxy.1088.20 (i A. D.): abs., ἐπιστήσας (sc. ἑαυτόν) having halted, X.An.1.8.15:—[voice] Pass., to be checked, stopped, PPetr.2p.62 (iii B. C.);ἐὰν ἐφίστηται ἡ κοιλία Sor.1.122
.VI ἐφίστημι τὴν διάνοιαν κατά τι, περί τινος, fix one's mind upon it, attend to it, Isoc.9.69, Arist.Metaph. 987b3, Thphr. Char.Prooem., etc.;τὴν σκέψιν περί τινος Arist.Metaph. 1090a2
; ;τὸν νοῦν τινι D.S.12.1
;αὑτὸν ἐπιστήσας ἐπί τι Arist.Top. 135a26
: ἐπιστῆσαι abs., give attention,τούτοις ἐπιστήσαντες Id.Mu. 391a26
;περί τινος Id.GC 315b18
; ;ἐπί τι Plb.1.65.5
, etc.; ἐπιστήσασι μᾶλλον λεκτέον one must speak with more care and accuracy, Arist.Pol. 1335b3, cf. EN 1144a22;πότερον.. ἤ Jul.
ad Them.265b; ὅτι .. Sor.1.97 (hence ἐπίσταμαι, ἐπιστήμη, qq.v.).2 c. acc. pers., arrest the attention of, Plu.TG17, cf. 2.17e, Gal.18(2).105; ἐπιστῆσαί τινα ἐπί τι call his attention to, Plb. 2.61.11, cf. 4.34.9; τοῦ καιροῦ τοῦ κατὰ τὴν διήγησιν ἐφεστακότος ἡμᾶς ἐπί τι having led us to.., Id.10.21.2, cf. 31.23.1: hence, object, Plot. 1.4.5.B intr. in [voice] Med. and [voice] Pass., ἐφίσταμαι, [tense] aor. 1 ἐπεστάθην [S.] Fr. [1127.5], E.Hipp. 819, IT 1375, etc., with [tense] pf., [tense] plpf. ([dialect] Aeol. [tense] plpf. [ per.] 3sg. (Cyme, ii B. C.): [dialect] Dor. [tense] plpf. [ per.] 3pl. ἐφεστάκεον [ᾱ] SIG241.146 (Delph., iv B. C.)), and [tense] aor. 2 [voice] Act.: (the causal tenses are not found in Hom., the [voice] Med. or [voice] Pass. only in [tense] impf.ἐφίστατο Il.11.644
; elsewh. always [tense] aor. 2 or [tense] pf. [voice] Act. with [dialect] Ep. inf.ἐφεστάμεναι Od.24.380
):— stand upon,τεῖχος.. ῥύατ' ἐφεσταότες Il.18.515
;πύργῳ ἐφεστήκει 6.373
;δίφρῳ ἐφεσταότος 17.609
, etc.;ἐπέστη βηλῷ ἔπι λιθέῳ 23.201
;ἡ.. ἐπισταθεῖσα ὀρθή Arist.Metaph. 1051a28
;ἐπὶ τὰς.. σχεδίας Plb.3.46.8
.3 stand on the top or surface, τὸ ἐπιστάμενον [τοῦ γάλακτος], i. e. cream, Hdt.4.2;λιπαρότητες ἄνω ἐφιστάμεναι Hp.Prog.12
; ἐ. καθάπερ ὀρρὸς [γάλακτι] Dsc.1.72; of vapour, form, Arist.Juv. 469b31.II to be set over,ἐφίσταται πύλαις A.Th. 538
; ;οἷοι νῷν ἐφεστᾶσι σκοποί S.Aj. 945
;ἄρχοντες ἐφ' ἑκάστῳ μέρει ἐ. X. Hier.9.5
; ;ἐπὶ τῆς πολιτείας D.19.298
: rarely c. gen.,τὸν ἐπεστεῶτα τῆς διώρυχος Hdt.7.117
;ὅσοι θεοῦ χρημάτων ἐφέστασαν E.Andr. 1098
: abs. in part., ὁ ἐφεστηκώς the person in authority, the officer in command, X.Oec.21.9; οἱ ἐφεστῶτες, [dialect] Ion. οἱ ἐπεστεῶτες, Hdt.2.148, S.Aj. 1072, X.Mem.3.5.19.III stand by or near,ὣς πυκνοὶ ἐφέστασαν ἀλλήλοισιν Il.13.133
; ἐπ' ἄκρῳ χείλει ἐφεσταότες, ἐ. παρὰ τάφρῳ, 12.52, 199;θύρῃσιν ἐφίστατο 11.644
; ἐπὶ τὰς πύλας, ἐπὶ τὰς θύρας, Hdt.3.77, Pl.Smp. 212d;ἐπὶ τοῖς προθύροις Id.Phlb. 64c
; esp. of dreams or visions, appear to,εὕδοντι ἐπέστη ὄνειρος Hdt.1.34
, cf. 7.14;ὄναρ κεφαλῆφιν ἐπέστη Il.10.496
;ἐπιστᾶσα τῆς νυκτός Isoc.10.65
;ἄγγελος ἐπέστη αὐτοῖς Ev.Luc.2.9
: abs., stand by, Hdt.3.78;πολλῶν ἐφεστώτων App.Syr.10
;ἤμην ἐφεστώς Act.Ap.22.20
;οἱ λέβητες ἐπεστεῶτες Hdt.1.59
;ὁ ἀντίδικος ἐφέστηκε Pl.Tht. 172e
, cf. Aeschin.3.79; without hostile sense, , cf. Ev.Luc.2.38, etc.; of troops, to be posted after or behind,κατόπιν ἐ. τοῖς θηρίοις Plb.16.18.7
.2 in hostile sense, stand against,τὰ φρονέοντες ἐφέστασαν ἀλλήλοισιν Il.15.703
, cf.5.624;ἔνθα μένος πνείοντες ἐφέστασαν Od.22.203
, cf. 24.380; appear before, of an army,ἐπὶ τῇ πόλι Hdt.4.203
;ἐπὶ τὸ βασίλειον Isoc.9.58
; come upon suddenly or by surprise, Th.8.69;ἐξαίφνης ἐπιστὰς τοῖς γιγνομένοις Isoc.8.41
, cf. D.6.5, Luc.DDeor.17.1;εἰς τοὺς ὄχλους Isoc.18.9
; so of events, etc.,αἰφνίδιος αὐτοῖς ἐ. ὄλεθρος 1 Ep.Thess.5.3
, cf. Ev.Luc.21.34;διὰ τὸν ἐφεστῶτα ζόφον Plb.18.20.7
;διὰ τὸν ὑετὸν τὸν ἐφεστῶτα Act.Ap.28.2
.3 metaph., of events, spring upon one, occur, , cf. Th.3.82; in [tense] pf., impend, be at hand,τὸν ἐφεστηκότα κίνδυνον τῇ πόλει D.18.176
;ὁ καιρός.. ἐφέστηκε 2 Ep.Ti.4.6
;περὶ τοῦ βασιλέως.. ὁ λόγος ἐφέστηκε νῦν Arist.Pol. 1287a2
, cf. Metaph. 999a25; of a more remote future, to be in store, lie in wait for,κῆρες ἐφεστᾶσιν θανάτοιο Il.12.326
.IV halt, stop, as in a march,ἄλλοτε καὶ ἄλλοτε ἐφιστάμενος X.An.2.4.26
(cf. A. V);ἐπιστὰς περιέμεινα Pl.Smp. 172a
: c. gen.,ἐ. τοῦ πλοῦ Th.2.91
.V fix one's mind on, give one's attention to, ;τῇ τρύγῃ PFlor.236.4
(iii A. D.);ἐπί τι Isoc.10.29
, D.18.60;τοῖς πράγμασιν.. ἐπιστάντες Id.4.12
; ἐπιστάς abs. (sc. τοῖς πράγμασι), Id.18.233;διὰ ταῦτ' ἐγρήγορεν, ἐφέστηκεν Id.6.19
.C [tense] aor. 1 [voice] Med. in causal sense, set up,τὰς θύρας X.Ages.8.7
; set, post,φρουροὺς ἐπεστησάμην Id.Cyr.8.2.19
; τέλος ἐπιστήσασθαι, Lat. finem imponere, Pl.Lg. 802a: [tense] pres. is once so used, τοῦ με τήνδ' ἐφίστασαι βάσιν; why dost thou cause me to halt? S.Tr. 339.2 ἐπιστησάμενος, intr., having been ἐπιστάτης, IGRom.4.1265 ([place name] Thyatira).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐφίστημι
-
16 προς-πληρόω
προς-πληρόω, zufüllen, anfüllen, bes. Schiffe, noch dazu bemannen u. ausrüsten, ἔτι ναῦς, Thuc. 7, 34. 8, 10; die Zahl voll machen, καὶ ἱππέας προςεπλήρωσαν εἰς δισχιλίους, Xen. Cyr. 5, 3, 24; auch im med., ἐμβιβάσας τοὺς ναύτας καὶ προςπληρώσασϑαι κελεύσας, εἴ τις ἐνεδεῖτο, ἐκ τῶν καταλειπομένων, Hell. 5, 1, 27.
-
17 προς-έρχομαι
προς-έρχομαι (s. ἔρχομαι), hinzu-, herankommen, -gehen; absolut, προςελϑὼν σῖγα, Soph. Phil. 22, u. öfter, wie Eur.; – gew. τινί, ἱκέτης προςῆλϑες δόμοις, Aesch. Eum. 452; πατρί, Soph. O. C. 1106; ἀκταῖς, Eur. Hel. 1555; aber auch τινά, πάντας βωμοὺς προςῆλϑε, Eur. Alc. 169; μνῆμα, Or. 118; Med. 1205. Uebertr., vom Schmerz, Soph. Phil. 777; προςῆλϑεν ἐλπίς, Eur. Or. 857; Ar. öfter u. in Prosa; προςήρχοντο, Thuc. 4, 121; ὄπισϑεν προςέρχεται, Plat. Rep. I, 327 b; δεῠρο πρόςελϑε, Men. 82 b; τινί, Phaedr. 268 a u. öfter; auch in feindlichem Sinne, πρὸς τοὺς ἱππέας, Xen. Cyr. 6, 2, 16; – προςῆλϑε πρὸς τὴν πολιτείαν, ging daran, befaßte sich damit, Din. 2, 15, wie πρὸς τὰ κοινά Dem. 18, 257; προςελϑεῖν τῷ δήμῳ, sich ans Volk wenden mit Bitten od. Klagen, Dem. 18, 13. – Auch einkommen, von Einkünften, Her. 7, 144; Xen. Mem. 3, 6, 12. – Zu einer Frau gehen, um sie zu beschlafen, Xen. Conv. 4, 38; übh. mit Einem umgehen, ihn behandeln, οὕτω προςεληλύϑασι πρὸς ὑμᾶς Dem. 24, 176, vgl. 22, 69.
-
18 παρα-τάσσω
παρα-τάσσω, att. - ττω, daneben, neben einander ordnen, bes. in Schlachtordnung stellen; Her. 9, 31; ἅπαντας παρέταξε παρὰ τὸ Λύκειον, ὡς μαχούμενος, Xen. Hell. 1, 1, 33; τὸν πολέμαρχον παρατάξαι ἐκέλευσε τὸ στράτευμα, 4, 3, 21, öfter; Folgde, bes. im med.; Xen. Cyr. 5, 3, 5; Pol. 1, 9, 4 u. sonst; auch von der Flotte, ἀνταναγαγόμενοι καὶ παραταξάμενοι ἐναυμάχησαν, Thuc. 1, 29; – παραταξάμενοι τοῖς πολεμίοις, Isocr. 12, 92; ἀλλήλοις, Xen. Hell. 4, 3, 5; πρός τινα, Isocr. 4, 96; Pol. 2, 1, 8 u. A.; ἐπί τινα, App. B. C. 5, 22; – pass., παρά τινος, Her. 8, 95; τοὺς παρατεταγμένους ἱππέας, Thuc. 7, 78, u. sonst; komisch λοπάδων παρατεταγμένη φάλαγξ, Diphil. bei Ath. VI, 231 a. – Oft ist mit dem »sich gegen Einen in Schlachtordnung stellen« der Begriff des Kampfes vrbdn, πολλάκις παραταττόμενοι τοῖς πολεμίοις, Pol. 1, 39, 12; vgl. Dem. 59, 95. – Uebertr. sagt Plat. ἀγωνιᾶν καὶ παρατετάχϑαι πρὸς τὸ ἀπ οκρίνεσϑαι, Prot. 333 e. – Sp., wie Plut., auch = sich vorsetzen, einen Entschluß bei sich fassen.
-
19 παρ-ίστημι
παρ-ίστημι (s. ἵστημι), danebenstellen, auf die Seite, τοὺς ἱππέας διελὼν ἐφ' ἑκάτερα παρέστησε τοῖς κέρασι, Pol. 3, 72, 9; δελφῖνά μοι παράστησον, Luc. D. mar. 6, 2; a. Sp., wie N. T.; παραστήσαντά τινα τῶν οἰκετῶν φυλάττειν τὰ ξύλα, Dem. 49, 35; auch ὅπλα, 18, 175, geben; auch danebenstellen und vergleichen, Isocr. 12, 40; – vor Gericht stellen, N. T. – Dazu gehört bei Sp. das perf. παρέστακα, z. B. φόβον καὶ ἀπορίαν παρεστακώς, Pol. 3, 94, 7; öfter S. Emp. – Häufiger im med. u. den intrans. tempp. des act., sich danebenstellen, danebenstehen, anwesend sein, τινί, Il. 7, 467 u. sonst; Hom. oft ἄγχι παραστάς, gewöhnlich den Vers schließend; bes. von den Dienern, dem Gefolge, das einem Vornehmern ehrend zur Seite steht, ἀμφίπολος δ' ἄρα οἱ κεδνὴ ἑκάτερϑε παρέστη, Od. 1, 335. 8, 218. 18, 183 u. sonst; παρίσταται, Aesch. Spt. 469; παρεστώς, Eum. 65 u. öfter, wie Soph. u. in Prosa überall. – Auch zum Schutz zur Seite stehen, beistehen, mit ἀμύνειν verbunden, Il. 15, 225. 21, 231; Soph. Ai. 92. 117; so Xen. Cyr. 5, 3, 19 u. Folgde. – Von. Ereignissen und Schicksalen, nahe sein, bevorstehen, ἀλλά τοι ἤδη ἄγχι παρέστηκεν ϑάνατος, schon steht dir der Tod nahe bevor, Il. 16, 853, vgl. Od. 24, 28; κακὴ Διὸς αἶσα παρέστη ἡμῖν, 9, 52. 16, 280. – Τὰ παρεστῶτα, die gegenwärtigen Dinge, Umstände, Aesch. Prom. 236 Ag. 1023 Soph. Phil. 724 u. öfter; παρέστηχ' ὡς ἔοικ' ἀγὼν μέγας, Eur. Hec. 229; τὰς παρεστώσας τύχας, Or. 1024; Ar. Equ. 399; ὁ νῦν παρεστηκὼς ἡμῖν λόγος, Plat. Legg. XII, 962 d, wie τῇ νυνὶ παρεστώσῃ ξυμφορᾷ, Crito 43 b. – Im aor. liegt auch die Bewegung, hinzutreten, τινί, zu Einem, sowohl um ihm beizustehen, als im feindlichen Sinne, um ihn anzugreifen, Il. 20, 472. 22, 371. 375 u. sonst; auch Einen antreten, um zu betteln, Od. 17, 450, δεῠρο, herzukommen, Il. 3, 405; vgl. noch Soph. Ai. 48 Trach. 745; auch auf Jemandes Seite treten, zu seiner Meinung übergehen, παραστῆναι εἰς γνώμην τινός, Her. 6, 99. Dah. absolut, sich unterwerfen, sich ergeben, Her. 3, 13. 6, 65. 140; παραστῆναι τῷ πολέμῳ, dem Kriege unterliegen, Dem. – Von geistigen Eindrücken, Vorstellungen, Ansichten, machen, daß sie vor dem Geiste stehen, darlegen, zeigen, beweisen, ὡς ἀμφότερα τεκμηρίοις παραστήσω, Lys. 12, 51; τὸ δεινὸν παραστῆσαι τοῖς ἀκούουσι, Dem. 21, 72; Sp., wie Ath. III, 110 f IV, 133 b u. öfter; Plut. mit folgdm accus. c. inf., Thes. 35; vgl. noch Plat. Rep. X, 600 b; δόξαν παρέστησε πᾶσι τὴν ἀληϑῆ, Ep. VII, 335 d; u. ähnlich in den intrans. tempp., γνώμη τινὶ παρειστήκει, Andoc. 1, 54, wie δόξα, Lys. 2, 22; u. pass., δόξα μοι παρεστάϑη ναοὺς ἱκέσϑαι δαιμόνων, Soph. O. R. 911; vgl. Plat. Phaed. 66 b. – Auch erregen, veranlassen, von Leidenschaften, machen, daß sie bei Einem vorhanden sind, ἡ πληγὴ παρέστησε τὴν ὀργήν, Dem. 21, 72; ψήφισμα δέος καὶ φόβον παριστάν, 23, 103; ἐλπίδας u. ä. öfter, wie Pol. ϑάρσος, 3, 111, 7 u. sonst; παρίστατο πᾶσιν ὀργὴ καὶ δέος, Plut. Timol. 9; vgl. Xen. Mem. 3, 7, 5. – Imperson. παρίσταταί μοι, es kommt mir bei, fällt mir ein, Plat. Phaed. 58 e; εἰ δ' ἄρα σοι τοῦτο παρέστηκεν ὡς οὐχ οἷόν τε, Phaedr. 233 c; u. oft bei dem inf., wie Dem. 3, 1; so wohl Thuc. 4, 133, παρεστηκός, da es ihnen einfiel, Schol. aber ἐξεγένετο αὐτοῖς. – Ἐκ τοῦ παρισταμένου λέγειν, sagen, was Einem gerade einfällt, Plut. Dem. 9; auch τὸ παριστάμενον ἐλευϑέρως λέγειν, Luc. Contempl. 13. – Aber ψυχῇ, ϑυμῷ παραστῆναι, z. B. πρὸς τὸν κίνδυνον, ist = gefaßt sein, Festigkeit oder Muth gewonnen haben, D. Sic. 17, 43. 99; vgl. damit Pol. 11, 12, 2, εἰς τοιαύτην ὁρμὴν καὶ προϑυμίαν παρέστη τὸ πλῆϑος, u. 10, 11, 8, dagegen παρεστηκέναι τῶν φρενῶν ist = von Sinnen gekommen sein, 18, 36, 6, vgl. παρεστὼς τῇ διανοίᾳ, 14, 5, 7 u. öfter. – Das med. auch in trans. Bedeutung, neben sich stellen, auf seine Seite bringen, sich unterwerfen. παρίστασαι βίᾳ, Soph. O. C. 920; unterjochen, erobern, Her. 3, 45. 155. 8, 80; mit folgendem ὥςτε, 4, 136; Thuc. 1, 124; Ὄλυνϑον παραστήσεται, Dem. 1, 18; zwingen wozu, τοὺς οἰκοῠντας παρεστήσατο εἰς χαλεπήν τινα φορὰν δασ μοῦ, Plat. Legg. IV, 706 a; auch in Güte für sich gewinnen, τοὺς νικῶντας παραστήσεσϑαι ἤλπισαν, Andoc. 3, 27; Plut. Lys. 14; nach Strab. X, 484 heißen bei den Kretern παρασταϑέντες οἱ ἁρπασϑέντες παῖδες; – neben sich hinstellen, Xen. An. 6, 4, 22; dah. neben sich auftreten lassen, vgl. παρέρχομαι, παιδία παραστήσεται καὶ τούτοις αὑτὸν ἐξαιτήσεται, Dem. 21, 99; vgl. παραστήσασϑαί τινα μάρτυρα πρὸς τοὺς πολλούς, Luc. Nigr. 6; u. so oft bei den Rednern. Auch ἵνα παραστησώμεϑ' αὐτὸν εἰς κρίσιν, Plat. Rep. VIII, 555 b; und wie das act. von geistigen Eindrücken, ταύτην αὐτῷ παρεστήσαντο τὴν ἔννοιαν, Pol. 24, 8, 4; auch = bewegen wozu, βουλόμενος παραστήσασϑαι τοὺς ἀκούοντας εἰς τὸ μᾶλλον αὐτῷ συναγανακτεῖν, 2, 59, 5, wie παρεστήσατο τὸν νεανίσκον πρὸς τὸ κοινωνεῖν τῴ Πέρσῃ, 29, 2, 5.
-
20 συν-τελέω
συν-τελέω, 1) mit, zugleich, zusammen endigen, vollbringen, zu Stande bringen; Xen. Cyr. 6, 1, 50; φιλοτιμουμένων τοῦτο συντετελἑσϑαι, Dem. 18, 78; bes. eine aufgetragene Arbeit vollenden, von einem Künstler, 21, 22; τὴν ἐπίνοιαν, Pol. 4, 81, 3; ἅμα τῷ συντελεσϑῆναι τὰς νῆας, 1, 21, 3; τὰς ἁγιστείας κἀκεῖσε συντελοῦσι, Plat. Ar. 371 d; u. so bes. ἱερά, ἀγῶνα, gemeinschaftlich feiern, begehen, Plut. Thes. 9 Ages. 21; γάμους, Luc. Alex. 35. – 2) gemeinschaftlich Abgaben, Steuern entrichten, Aesch. 3, 95; bes. συντελεῖν εἰς τὸν πόλεμον ἐν ταῖς εἰςφοραῖς, gleiche Beisteuer zum Kriege entrichten, Dem. 20, 28; – εἰς τοὺς ἱππέας od. εἰς ἱππάδα, zu den Rittern steuern, seinem Vermögen u. den davon zu entrichtenden Abgaben nach zu dem Ritterstande gehören; u. so übh. τελεῖν εἴς τι, zu Etwas, zu einer Klasse, einem Stande gerechnet werden, z. B. εἰς ἄνδρας, Isocr. 12, 212; εἰς τοὺς νόϑους, zu den unehelichen Kindern gezählt werden, Dem. 23, 213; – συντελεῖν εἰς τοὺς Ἀϑηναίους, εἰς Θήβας, an die Athener, an Theben Tribut zahlen, Einem zinsbar, steuerpflichtig sein, u. dah. = einem fremden Staate unterwürfig sein, wie Χαιρώνεια, ἣ εἰς Ὀρχομενὸν συντελεῖ, Thuc. 4, 76; ἁπάντων ήδη συντελούντων εἰς αὐτήν, 2, 15, die Vereinigung der einzelnen Ortschaften zu einem Stadtverbande ausdrückend; καταλαμβάνουσιν οἱ Ἠλεῖοι Λασίωνα τὸ μὲν παλαιὸν ἑαυτῶν ὄντα, ἐν δὲ τῷ παρόντι συντελοῦντα εἰς τὸ Ἀρκαδικόν, Xen. Hell. 7, 4, 12; seltener τινί, wie Isocr. 14, 8; Plut. Arat. 34; vgl. Pol. 4, 60, 4. – Dah. = wozu beitragen, nützlich sein, τῷ βίῳ, Alexis bei Plut. de aud. poet. 4 M.; μηδὲν πρός τι, Luc. salt. 63, öfter.
См. также в других словарях:
ιππέας — ο, θηλ. ιππεύτρια (ΑΜ ἱππεύς, έως, Α επικ. γεν. ἱππῆος) [ίππος] 1. αυτός που ανεβαίνει στο άλογο, έφιππος, καβαλάρης («κοὔτε τις ἄγγελος οὔτε τις ἱππεύς... ἀφικνεῑται», Αισχύλ.) 2. στρατιώτης που ανήκει στο σώμα τού ιππικού ασκημένος στην ιππασία … Dictionary of Greek
ιππέας — ο γεν. πληθ. έων 1. καβαλάρης. 2. στρατιώτης που υπηρετεί στο ιππικό. 3. στον πληθ., ιππείς κοινωνική τάξη στην αρχαία Ρώμη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἱππέας — Ἱππέᾱς , Ἱππεύς masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππέας — ἱππέᾱς , ἱππεύς one who fights from a chariot masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καβαλιέρος — ο (Μ καβαλιέρος) νεοελλ. συνοδός γυναίκας, ιδίως σε χορό, συγχορευτής μσν. ιππέας ακόλουθος, ιππότης, ευγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cavaliere «ιππέας, ιππότης» < λατ. caballarius «ιππέας». Η λ. με τη μσν. σημ. «ιππέας ακόλουθος» κατέληξε να… … Dictionary of Greek
άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… … Dictionary of Greek
ιππεύω — (ΑΜ ἱππεύω) [ιππεύς] ανεβαίνω σε άλογο, είμαι έφιππος, καβαλικεύω νεοελλ. 1. κάνω ιππασία, πηγαίνω καβάλα 2. κάθομαι κάπου ιππαστί, καβαλικευτά αρχ. 1. είμαι ιππέας, έφιππος («ἱππεύειν καὶ τοξεύειν καὶ ἀληθίζεσθαι», Ηρόδ.) 2. (για λαούς) έχω τη… … Dictionary of Greek
ιπποτοξότης — ἱπποτοξότης, ὁ (Α) ιππέας οπλισμένος με τόξο, έφιππος τοξότης («ἱππέας δὲ ἀπέφαινε διακόσιους και χιλίους ξὺν ἱπποτοξόταις», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + τοξότης (< τόξον)] … Dictionary of Greek
καβαλάρης — ο (Μ καβαλάρης και καβελάρης και καβαλάριος) αυτός που κάθεται πάνω σε υποζύγιο, κυρίως σε άλογο, ο έφιππος, ο αναβάτης, ο ιππέας νεοελλ. 1. (στα έγχορδα όργανα) ξύλινο όρθιο πλακίδιο, πάνω στο οποίο τεντώνονται οι χορδές, κν. μαγάς 2. το… … Dictionary of Greek
καβαλλάριος — Επώνυμο δύο στρατηγών του Βυζαντίου. 1. Αλέξιος (13ος αι.). Στρατηγός, ναύαρχος και δομέστικος της τράπεζας του αυτοκράτορα Μιχαήλ H’ Παλαιολόγου (1259 82). Σκοτώθηκε πολεμώντας εναντίον του δεσπότη των Νέων Πατρών, Ιωάννη Αγγέλου Δούκα. 2.… … Dictionary of Greek
σπαχής — Ονομασία ατάκτων Τούρκων ιππέων. Στα χρόνια της ακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εμφανίζονταν σαν φεουδάρχες, ιδιοκτήτες στρατιωτικών κυρίως φέουδων, τα οποία τους παραχωρούνταν από το κράτος, μετά την κατάκτηση χριστιανικών χωρών. Οι σ.… … Dictionary of Greek