Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

(ἱπποδρομίᾳ

См. также в других словарях:

  • ἱπποδρομία — ἱπποδρομίᾱ , ἱπποδρομία horse race fem nom/voc/acc dual ἱπποδρομίᾱ , ἱπποδρομία horse race fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιπποδρομία — η (ΑΜ ἱπποδρομία) [ιππόδρομος] ιπποδρομικός αγώνας, αγώνας ταχύτητας ίππων ή αρμάτων, αρματοδρομία («Παναθηναίων τῶν μεγάλων ἱπποδρομία», Ξεν.) αρχ. ονομασία παιχνιδιού («ἱπποδρομία παιδική, ἥν καλοῡσι Τροίαν», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • ἱπποδρομίᾳ — ἱπποδρομίαι , ἱπποδρομία horse race fem nom/voc pl ἱπποδρομίᾱͅ , ἱπποδρομία horse race fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιπποδρομία — η αγώνισμα ταχύτητας με άλογα και καβαλάρηδες: Αγώνες ιπποδρομιών. – Οι ιπποδρομίες καθιερώθηκαν πρώτα στην Αγγλία το 18ο αι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἱπποδρόμια — ἱπποδρόμιος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποδρομίας — ἱπποδρομίᾱς , ἱπποδρομία horse race fem acc pl ἱπποδρομίᾱς , ἱπποδρομία horse race fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποδρομίαι — ἱπποδρομία horse race fem nom/voc pl ἱπποδρομίᾱͅ , ἱπποδρομία horse race fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποδρομίαν — ἱπποδρομίᾱν , ἱπποδρομία horse race fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποδρομιῶν — ἱπποδρομία horse race fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποδρομίαις — ἱπποδρομία horse race fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέλης — ο (ΑΜ κέλης, Α δωρ. τ. κέληξ) άλογο ιππασίας νεοελλ. ναυτ. ελαφρά, επιμήκης και ταχεία κωπήλατη λέμβος στην οποία οι ερέτες κάθονται αντίθετα προς την πλευρά κίνησης τού φτερού τής κώπης, αλλ. φαλαινίς αρχ. 1. (συχνά στην επικεφαλίδα ωδών τού… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»