-
121 ἀνακῶς
ἀνακῶς, Adv.A carefully, ἀνακῶς ἔχειν τινός look well to a thing, give good heed to it, Hdt.1.24, 8.109, Th.8.102, Plu.Thes.33;ἀ. θεραπεύειν Hp.Carn.19
; τὰς ( τῆς Pierson)θύρας ἀ. ἔχων Pl.Com.202
.— [dialect] Dor. acc. to Erot. s. v., but found in [dialect] Ion. and Early [dialect] Att. (Connected with ἄναξ by Plu. l. c., cf. AB391, Phot.p.113R.) -
122 ἀνεπίσκεπτος
ἀνεπί-σκεπτος, ον,A inattentive, inconsiderate,πρᾶγμα Ph.5.143
C.;ἀλογία Porph.Abst.1.43
;ὁρμή Procop. Goth.4.32
. Adv.- τως Hdt.2.45
; ἀ. ἔχειν τινός to give no consideration to.., Arist.GA 778b10.II [voice] Pass., not examined, unregarded, X.Mem.2.4.3; unobserved, Anon. in SE12.27.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνεπίσκεπτος
-
123 ἀπείρητος
A without trial, and so:I [voice] Act., without making trial of, without making an attempt upon, c. gen., ἀπείρητος.. σταθμοῖο, of a lion, Il. 12.304: abs., making no attempt or venture, Pi.I.4(3).30.2 without trial or experience of, unknowing of, φιλότητος h.Ven. l. c., cf. J.BJ3.4.1, Plu.2.681c, etc.;στρατὸν μηδ' ἀπείρατον καλῶν Pi.O.11
(10).18; ἀλλοδαπῶν οὐκ ἀ. δόμοι not unvisited by.., Id.N.1.23; ἀ. πολεμίας σάλπιγγος that never heard an enemy's bugle, Demad.12: abs., inexperienced, opp. εὖ εἰδώς, Od.2.170, cf. Pi.O.8.61. Adv.ἀπειράτως, ἔχειν τινός Paus.10.7.1
.II [voice] Pass., untried, unattempted,οὐ μὰν ἔτι δηρὸν ἀ. πόνος ἔσται.. ἤτ' ἀλκῆς ἤτε φόβοιο Il.17.41
(where however Nicanor took it in signf. 1.2);ἔστω μηδὲν ἀ. Hdt.7.9
.γ; οὐδὲν ἦν ἀπείρατον τούτοις κατ' ἐμοῦ D.18.249
, cf. J.BJ7.8.1, Luc. Tox.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπείρητος
-
124 ἀπολυτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπολυτικός
-
125 ἀπόστοργος
ἀπόστοργος, ον,A devoid of affection,ἀ. γίγνεσθαι Plu.2.491c
. Adv.-γως, ἔχειν τινός Lib.Decl.51.13
.II = ἀπεχθής, unlovable, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόστοργος
-
126 ἀσυλλόγιστος
ἀσυλλόγ-ιστος, ον,A non-syllogistic, formally or materially invalid, , cf. Rh. 1357b24, Phld. Rh.2.24S.; irrelevant,ἀ. πρὸς τὸ προκείμενον Anon. in SE16.33
.2 unattainable by reasoning, incalculable, Men.355.1, J.AJ4.7.1, al., Plu.2.24b,580d.II [voice] Act., not reasoning justly, unreasoning, Arist. SE 167b35, cf. Plb.12.3.2;ἀσυλλόγιστόν ἐστιν ἡ πονηρία Men.768
: c.gen., not rationalizing,διάθεσις ἀ. τινῶν Chrysipp.Stoic.3.117
; ἀ.τοῦ συμφέροντος not calculating it, J.AJ9.12.3;τοῦ χρησίμου Porph.Abst. 1.7
. Adv.-τως, λέγειν Arist.APo. 77b40
;ἀ. ἔχειν τινός Plu. Caes.59
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσυλλόγιστος
-
127 ἀτημελής
ἀτημελ-ής, ές,II of persons, careless, neglectful, . Adv.-λῶς, ἔχειν τινός Plu. Agis 17
;ἀτημελέως ἀλάληντο A.R.1.812
(v.l. -λέες).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀτημελής
-
128 ἄληκτος
A unceasing,πένθος IG14.2126.6
;δίψα Ph.1.381
, al.; interminable,βυβλίον Demetr.Lac.Herc.1061.7
. Adv.ἀλήκτως Ph.2.420
;ἀ. ἔχειν τινός Eun.VSp.458.26B.
------------------------------------ἄληκτος (B), ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄληκτος
См. также в других словарях:
ανακώς — ἀνακῶς επίρρ. (Α) 1. επιμελώς, με φροντίδα 2. φρ. «ἀνακῶς ἔχω τινός», φροντίζω για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ἀνακῶς απαντά πάντα σε φράσεις τού τ. ἀνακῶς ἔχειν τινός. Ο τ. δημιουργήθηκε είτε από θ. ἀνακ (ἄναξ «αυτός που επαγρυπνά για κάτι»), άποψη … Dictionary of Greek
Tratados entre Roma y Cartago — Relieve de una corbita romana encontrado en las ruinas de Cartago. La disputa en el control del comercio marítimo entre ambas naciones llevó a que se ensayaran, en diversos acuerdos, repartos de áreas de influencia en el Mediterráneo. Los… … Wikipedia Español
SORTES — Oracula dicebantur. Ciceto de Divin. l. 1. c. 6. Quae est autem gens, quae Civitas, quae non aut extis pecudum, aut monstra, aut fulgura interpretantium, aut Augurum, aut Astrlogorum, aut Sortium, (ea enim fere Artis sunt) praedictione, moneatur? … Hofmann J. Lexicon universale
ερωτικός — ή, ό (AM ἐρωτικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον έρωτα, αυτός που προέρχεται από έρωτα («ερωτική λύπη») 2. αυτός που εκφράζει έρωτα («ερωτική επιστολή») 3. ο επιρρεπής στον έρωτα, αυτός που εύκολα και επιπόλαια ερωτεύεται μσν.… … Dictionary of Greek
κύρος — I (τέλη 7ου – αρχές 8ου αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (706−711). Αναγορεύτηκε πατριάρχης από τον Ιουστινιανό Β’, μετά τη δεύτερη εξορία του οποίου ο αυτοκρατορικός θρόνος περιήλθε στον Αρμένιο Φιλιππικό. Ο τελευταίος, αιρετικός… … Dictionary of Greek
πίστη — η / πίστις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. γεν. ιος, Α 1. η αφηρημένη έννοια τού πιστεύω, η παραδοχή ενός πράγματος ως αληθινού, εμπιστοσύνη 2. η υποκειμενική βεβαιότητα σχετικά με ένα πράγμα ή μια κατάσταση 3. η εμπορική υπόληψη, το να θεωρεί κανείς ότι… … Dictionary of Greek
προ — ΝΜΑ (κυρίως ως πρόθεση) Ι. (ως τοπ.) (συν. με γεν.) 1. (με ρ. που σημαίνουν στάση και, στην αρχ., και με ρ. που σημαίνουν κίνηση) εμπρός, μπροστά από (α. «στέκεται προ τής εισόδου» β. «κείνους κιχησόμεθα πρὸ πυλάων», Ομ.Ιλ, γ. «πρὸ δ ἄρ αὐτῶν… … Dictionary of Greek
συγγνώμων — και αττ. τ. ξυγγνώμων, ύγγνωμον, Α 1. αυτός που έχει την ίδια γνώμη, που συμφωνεί με κάποιον («νῡν δὲ τῆς ἀνάγκης ἔχειν συγγνώμονα τὸν Λυκοῡργον», Πλούτ.) 2. αυτός που γνωρίζει κάτι μαζί με άλλον 3. πρόθυμος στο να συγχωρεί, επιεικής 4. (με παθ.… … Dictionary of Greek
ταραχώδης — ες / ταραχώδης, ῶδες, ΝΑ [ταραχή] γεμάτος ταραχή, ταραγμένος (α. «έζησε μια ζωή ταραχώδη» β. «ταραχώδης ύπνος» γ. «βίος ταραχωδέστατος», Φίλ.) νεοελλ. αυτός που γίνεται με αναταραχή, με θόρυβο, θυελλώδης («ταραχώδης διάλογος») αρχ. 1. α) (για… … Dictionary of Greek
υπόμνηση — η / ὑπόμνησις, ήσεως, ΝΜΑ [ὑπομιμνήσκω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υπομιμνήσκω, υπενθύμιση μσν. (νομ.) πρόσκληση στο δικαστήριο, κλήτευση μσν. αρχ. εορτασμός επετείου αρχ. 1. αναφορά σε κάτι, μνεία 2. εξιστόρηση, αφήγηση («ἐς δάκρυα… … Dictionary of Greek
υφίημι — και ιων. τ. ὑπίημι Α [ἵημι] 1. (σχετικά με ιστίο) κατεβάζω 2. (για ραβδούχο) κατεβάζω την ράβδο μου μπροστά σε κάποιον σε ένδειξη σεβασμού 3. τοποθετώ κάτι κάτω από κάτι άλλο («ὑπὸ δὲ θρῆνυν ποσὶν ἥσει», Ομ. Ιλ.) 4. (ιδίως) βάζω τα νεογνά κάτω… … Dictionary of Greek