-
1 ηνεμοεις
См. также в других словарях:
αἰγίδες — αἰγίς goatskin fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ηνεμοεις
αἰγίδες — αἰγίς goatskin fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)