-
121 γελάω
γελάω, lachen; fut. γελάσομαι; nur Sp., wie Liban. Anacr. 38 a Automed. 3 (XI, 29) γελάσω; aor. ἐγέλασα, p. ἐγέλασσα, ἐγέλαξε Theocr. 20, 1; vgl. καταγελάω. Bei Hom. außer aorist. act. nur zerdehnte Formen des praes. und imperfect. act. und adject. verbale γελαστός, welches besonders, oben, die anderen Formen s. weiter unten. – Das Wort bezeichnet sowohl das Lachen als Ausdruck der Freude wie als Ausdruck der Verachtung, des Spottes. Hom. Iliad. 11, 378 μάλα ἡδὺ γελάσσας; Odyss. 14, 465 ἁπαλὸν γελάσαι; 18, 163 ἀχρεῖον δ' ἐγέλασσεν; Iliad. 6. 484 δακρυόεν γελάσασα, durch Thränen lächelnd; 15, 101 ἡ δ' ἐγέλασσεν χείλεσιν, οὐδὲ μέτωπον ἐπ' ὀφρύσι κυανέῃσιν ἰάνϑη; γναϑμοῖσι ἀλλοτρίοισιν, s. unten; ἐπί τινι, über Jemand, über Etwas lachen: Iliad. 2, 270 οἱ δὲ καὶ ἀχνύμενοί περ ἐπ' αὐτῷ ἡδὺ γέλασσαν; Odyss. 20, 358 οἱ δ' ἄρα πάντες ἐπ' αὐτῷ ἡδὺ γέλασσαν; übertragen, Iliad. 21, 389 ἐγέλασσε δέ οἱ φίλον ἦτορ γηϑοσύνῃ, ihm lachte das Herz im Leibe; Odyss. 9, 413 ἐμὸν δ' ἐγέλασσε φίλον κῆρ; Iliad. 19, 362 αἴγλη δ' οὐρανὸν ἷκε, γέλασσε δὲ πᾶσα περὶ χϑὼν χαλκοῦ ὑπὸ στεροπῆς, Zerdehnte Formen: Od. 21, 105 αὐτὰρ ἐγὼ γελόω καὶ τέρπομαι ἄφρονι ϑυμῷ; 18, 40 ἃς ἔφαϑ', οἱ δ' ἄρα πάντες ἀνήιξαν γελόωντες; 20, 374 μνηστῆρες δ' ἄρα πάντες ἐς ἀλλήλους ὁρόωντες Τηλέμαχον ἐρέϑιζον, ἐπὶ ξείνοις γελόωντες; 18, 111 τοὶ δ' ἴσαν εἴσω ἡδὺ γελώοντες, καὶ δεικανόωντ' ἐπέεσσιν; 20, 390 δεῖπνον μὲν γὰρ τοί γε γελοίωντες τετύκοντο, v. l. γελοιῶντες, von γελοιάω; 20, 347 οἱ δ' ἤδη γναϑμοῖσι γελοίων ἀλλοτρίοισιν, v. l. γελώων; wan kann übrigens auch γελοίων von γελοιάω herleiten. – Auch in Prosa ἐπί τινι die gewöhnlichste Construction: ἐπί τινος Xen. Conv. 2, 18; τινί, nur von Sachen, Ar. Nubb. 552 Equ. 693; anders οὐδεὶς γελᾷ μοι, lacht mich an, Eur. I. A. 912, wie ὅταν ποτ' ἀνϑρώποισιν ἡ τύχη γελᾷ Philem. in Comp. Men. et Phil. p. 357; τινός Soph. Phil. 1110; mit gen. absol. Plat. Theaet. 175 b; τί τοῦτο γελᾷς Gorg. 473 e; vgl. Luc. Sacrif. 1; Ocyp. 5; anders γέλωτα Soph. Ai. 954; ἔς τινα 79; ἔν τινι Luc. Nigr. 21; ἢ τόδε γελᾶτε, εἰ βούλομαι, oder lacht ihr darüber, daß ich, Xen. Conv. 2, 19; τί τοῦτο γελᾷς ἐτεόν; was lachst du eigentlich? Ar. Nub. 820. – Bei Dichtern von leblosen Gegenständen; δώματα Hes. Th. 40; vgl. H. h. Cer. 14; Ap. Rh. 4, 1171; Qu. Sm. 6, 3; vom ruhigen Meere, Alciphr. 3, 1; p. bei B. A. 6. – Pass. γελᾶσϑαι Alex. Ath. VI, 241 d Men. Stob. fl. 113, 9.
-
122 εφαρμοζω
атт. ἐφαρμόττω, дор. ἐφαρμόσδω (aor. ἐφήρμοσα)1) прикреплять, присоединять(ἀκριδοθήραν σχοίνῳ Theocr.)
λόγων πίστιν ἐφαρμόσαι Soph. — (в дополнение к чему-л. точно передать чьи-л.) слова2) надевать(κόσμον χροΐ Hes.)
; med. надевать на себя(δούλαν ζεῦγλαν Anth.)
3) прилаживать, приспособлять, приноравливать, приводить в соответствие(τί τινι Arst., Luc., τι ἐπί τινος и ἐπί τι Arst., τι ἔς τινα Luc.)
ἐ. δαπάνας ταῖς προσόδοις Xen. — сообразовать расходы с доходами;λύπῃ μέτρον ἐφαρμόσασθαι Anth. — умерить свою печаль4) быть (хорошо) прилаженным, находиться в соответствии, гармонировать(τινί Hom., Arst., Plut., ἐπί τινος и ἐπί τι Arst. и πρός τι Plut.)
πειρήθη ἕο αὐτοῦ ἐν ἔντεσιν Ἀχιλλεύς, εἰ οἷ ἐφαρμόσσειε Hom. — Ахилл примерил на себе доспехи, (чтобы убедиться), впору ли они ему -
123 ἐπίκειμαι
A to be laid upon, and so,I. of doors, to be put to or closed (cf.ἐπιτίθημι 11
),θύραι δ' ἐπέκειντο φαειναί Od.6.19
: metaph.,γλώσσῃ θύραι οὐκ ἐπίκεινται Thgn.421
.2. generally, to be placed, lie in or on, c. dat.,ἐπισκύνιον ἐπέκειτο προσώπῳ Theoc.24.118
; of troops, ὄχθαις Ἴστρου ἐ. Hdn.2.9.1.3. of islands, νῆσοι ἐπὶ Λήμνῳ (- ου codd.) ἐπικείμεναι lying off Lemnos, Hdt. 7.6; so ἐ. τῇ Θρηΐκῃ ib. 185; ἐπὶ [τῇ Λακαίνῃ χώρῃ] ib. 235, cf. Th.4.53: abs., αἱ νῆσοι αἱ ἐπικείμεναι the islands off the coast, Id.2.14, cf. 4.44; πάσῃ ἐ. τῇ θαλάσσῃ lies right across the sea, of Crete, Arist. Pol. 1271b34;ἡ ἐπικειμένη τινὸς γῆ PTeb.50.6
(ii B.C.).II. to be laid upon,ἐμοὶ σφρηγὶς ἐπικείσθω τοῖσδ' ἔπεσι Thgn. 19
(so lit., σφραγὶς οὐκ ἐ. BGU 361 iii 29 (ii A.D.), etc.); ἐπίκειται ἀγνώμων σῇ κεφαλῇστέφανος Thgn.1259
, cf. X.Oec.19.13;ἐ. ἐπί τινος Hero Spir.1.38
, al., D.C.67.16: metaph.,κρατερὴ δ' ἐπικείσετ' ἀνάγκη Il.6.458
, cf. 1 Ep.Cor.9.16; of a duty,οἷς ἐπέκειτο φροντίζειν Plu.2.786f
.2. press upon, be urgent in entreaty, Hdt.5.104; press upon a retreating enemy, attack, Βοιωτοῖσι ib.81; to be urgent against, Id.6.49; ἐπεκείμηναὐτοῖς ἐνοχλῶν PLips.36.7
(iv A.D.): abs.,κἀπικείσομαι βαρύς E. Rh. 101
;κἀπικείμενος βόα Ar.Eq. 252
; ;ἐ. λαμπρῶς Th.7.71
;πολὺς δ' ἐπέκειτο Theoc.22.90
; of a crowd,ἐ. τινί Ev.Luc.5.1
.3. hang over, τηλικούτωνἐπικειμένων τῷ μοιχεύοντι κακῶν X.Mem.2.1.5
; of penalties, θάνατος ἡ ζημίη ἐπίκειται the penalty imposed is death, Hdt.2.38, cf. 6.58, Arist.Pol. 1297a18; τῷ ἄρξαντι μεγάλα ἐπιτίμια ἐ. Antipho 4.4.7;ζημία.. ἐπέκειτο στατήρ Th.3.70
;ὁ ἐπικείμενος κίνδυνος Hdn.1.13.4
.4. of a name, to be imposed, Pl.Cra. 411c, Prt. 349c.5. metaph., σκώμματα ἐπικείμενα suitable to the purpose, pointed, Longin. 34.2.6. to be set in authority,ἐπὶ τοῦ πυρός Corp.Herm.1.13
; ἐπικείμενοςἈλεξανδρείας PLips. 102i8
, etc.III. c. acc. rei, esp. in part., κἀπικείμενον κάρα κυνέας head with helmet set thereon, E.Supp. 716 (dub. constr.);ἐ. κυνῆν τῆς κεφαλῆς Hld.5.22
; στέφανον ἐπικείμενος with a crown on one's head, Plu.Marc.22; ἄπικας ἐπικείμενοιταῖς κεφαλαῖς D.H.2.70
;σεμνὸν ἐπικειμένη τὸ κάλλος J.AJ11.6.9
;ἀγγέλου ἢ θεράποντος ἐπικείμενος πρόσωπον Plu.Lys.23
; ἐπέκειτο ὠτειλάς he bore scars upon him, App.Mith.6; ἱερὰν ἐσθῆτα ἐ. Id.BC4.134;φθίμενος τήνδ' ἐπίκειμαι κόνιν Epigr.Gr.622.6
; κιθάραν.. κόλλοπας ἐπικειμένην fitted with pegs, Luc.Ind.10: metaph., οἱ κίνδυνον ἐπικείμενοι exposed to.., App.BC4.124.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίκειμαι
-
124 ὀνομάζω
A (lyr.), etc. ; [dialect] Ep.ὀν- Il.1.361
, al.: [tense] fut. : [tense] aor.ὠνόμασα Od.24.339
, etc.: [tense] pf. :—[voice] Pass., [tense] fut.- ασθήσομαι Gal.UP6.16
, al.: [tense] aor. ὠνομάσθην and [tense] pf. ὠνόμασμαι, Th.1.96, 6.96, etc.; [dialect] Ep.ὀνόμασται Parm.9.1
, etc. ; [ per.] 3pl.ὠνομάδαται D.C.37.16
:—[voice] Med., [tense] impf. .—[dialect] Aeol. or [dialect] Dor. [tense] fut. [ per.] 3sg. ὀνυμάξει (or - εῖ) Berl.Sitzb.1927.167 ([place name] Cyrene): [tense] aor.ὀνύμαξε Pi.P.2.44
; [voice] Med. [tense] fut. ὀνυμάξομαι ib.7.5 : [tense] pres. ὀνυμάζεται Metop. ap. Stob.3.1.116: ([etym.] ὄνομα):—speak of by name, call or address by name, of persons, , cf. 22.415 and ὀνομακλήδην ;Πυθοδώρου.., ὃν Ἀθηναῖοι οὐκ ὀνομάζουσιν X.HG2.3.1
(interpol.); τοῖς προγόνοις -αζομένοις ἀπομνημονεύεταιὁπόστος ἀφ' Ἡρακλέους ἐγένετο his descent.. is traced by naming his ancestors, Id.Ages.1.2.2 of things, name, specify,περικλυτὰ δῶρ' ὀνόμαζον Il.18.449
; but also, name or promise, opp. giving,εἰ μὲν.. μὴ δῶρα φέροι, τὰ δ' ὄπισθ' ὀνομάζοι 9.515
; εἶναί τι ὀνομάζειν use the term 'being', Pl.Tht. 160b, cf. 166c, 201d ; dedicate,τράπεζαν τῷ δαίμονι Theopomp.Hist.121
:—[voice] Pass.,λόγοισι.. ὠνόμασται βραχέσι
have been expressed,S.
OC 294.II ὀ. τινά τι call one something, Pi.P.2.44, A.Ag. 681 (lyr.), Hdt.4.6, Th.1.3, E.Hel. 1193 ; ὄνομα τί σε.. ὠνόμαζεν λεώς; Id.Heracl.87 (lyr.):—rarely in [voice] Med., παῖδά μ' ὠνομάζετο called me his son, S.OT 1021 :—[voice] Pass.,ὄνομα δ' ὠνομάζετο Ἕλενος Id.Ph. 605
;τὴν αὑτῆς ἐπωνυμίαν ὀνομαζόμενον Pl.Phdr. 238a
;ἀντὶ γὰρ φίλων καὶ ξένων, ἃ τότ' ὠνομάζοντο D.18.46
.2 εἶναι is freq. added pleon., τὰς ὀνομάζουσι εἶναι Ὑπερόχην καὶ.. whose names they say are Hyperoche and.., Hdt.4.33 ; , cf. R. 428e ([voice] Pass.), X.Ap.13, etc. ; cf.καλέω 11.3
b.III name or call with reference to, in accordance with, or after.., τινὰ orτι ἐπί τινι Pl. R. 493c
:—[voice] Pass.,ἐπί τινος Isoc.12.183
; , X.Mem. 4.5.12 ; .IV utter names or words,ἐς τρὶς ὀνομάσαι Σόλων Hdt.1.86
;μάλα σεμνῶς ὀνομάζων D.18.35
, cf. 122,21.158 :—[voice] Pass., φύσις ἐπὶ τοῖς ὀνομάζεται ἀνθρώποισι the name φύσις is given by men to those things, Emp. 8.4, cf. Parm.9.1 ; παρανομίαν ἐπὶ τοῖς μὴ ἀνάγκῃ κακοῖς ὀνομασθῆναι the name of transgression is applied.., Th.4.98 ; ἀπὸ τούτου τοῦτο ὀνομάζεται (sc. οὐ φροντὶς Ἱπποκλείδῃ ) hence this saying is used, Hdt.6.130.V make famous, in [voice] Pass., οἱ ὠνομασμένοι persons of renown, v.l. for διωνομασμένοι in Isoc.20.19.—Cf. ὀνομαίνω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀνομάζω
-
125 τάσσω
τάσσω fut. τάξω LXX; 1 aor. ἔταξα; perf. τέταχα. Mid.: 1 aor. ἐταξάμην. Pass.: aor. ptc. n. sg. ταχθέν EpJer 61, pl. ταγέντα (TestJob 16:3); pf. τέταγμαι, ptc. τεταγμένος (Pind., Aeschyl., Pre-Socr., Hdt.+)① to bring about an order of things by arranging, arrange, put in placeⓐ of an authority structure pass. αἱ οὖσαι (ἐξουσίαι) ὑπὸ θεοῦ τεταγμέναι εἰσίν the (structures of authority) presently existing are put in place by God Ro 13:1 (cp. IAndrosIsis, Kyme on the role of Isis in ordering a variety of social, political, and economic structures; some interpret as metonymy for officeholders, cp. Da 4:37b; Horace, Odes 1, 12, 13–16; 49–52; Vergil, Ecl. 3, 60f); of established authority in contrast to a rabble MPol 10:2 (τάσσεσθαι ὑπό τινος as here, Eur., Iph. A. 1363; X., An. 1, 6, 6; 2, 6, 13; Simplicius In Epict. p. 60, 19 Düb. τεταγμένοι ὑπὸ θεοῦ).ⓑ of a pers. put into a specific position, used w. a prep. τάσσειν τινὰ ἐπί τινος put someone over or in charge of someone or someth. (Polyb. 5, 65, 7; ins; Mitt-Wilck. I/2, 11, 51 [II B.C.]; PRev 51, 9 [III B.C.]) pass. (Arrian, Anab. 3, 6, 7 ἐπὶ πῶν χρημάτων=in charge of the finances; En 20:5; Jos., Ant. 2, 70; 7, 370.—ἐπί τινι Ath. 24, 3) ἐφʼ ἧς (i.e. the way of light) εἰσὶν τεταγμένοι φωταγωγοὶ ἄγγελοι B 18:1.—On ἄνθρωπος ὑπὸ ἐξουσίαν τασσόμενος Mt 8:9 v.l.; Lk 7:8 s. ἐξουσία 4 (τάσσεσθαι ὑπό τινα ‘be put under someone’s command’ Polyb. 3, 16, 3; 5, 65, 7; Diod S 2, 26, 8; 4, 9, 5; OGI 56, 13 [237 B.C.] τοῖς ὑπὸ τὴν βασιλείαν τασσομένοις; but Just., D. 126, 5 ὑπὸ τῷ πατρί).—τάσσειν τινά εἰς assign someone to a (certain) classification, used also w. an abstract noun (Pla., Rep. 2, 371c, Polit. 289e), pass. belong to, be classed among those possessing ὅσοι ἦσαν τεταγμένοι εἰς ζωὴν αἰώνιον Ac 13:48.—τάσσειν ἑαυτὸν εἰς διακονίαν devote oneself to a service (cp. X., Mem. 2, 1, 11 εἰς τὴν δουλείαν ἐμαυτὸν τάττω; Pla., Rep. 2, 371c τάττειν ἑαυτὸν ἐπὶ τὴν διακονίαν ταύτην) 1 Cor 16:15.② to give instructions as to what must be done, order, fix, determine, appoint (Trag., Hdt. +; ins, pap, LXX; TestJob 17:3; Just., A I, 17, 1 φόρους, A II, 5, 2 νόμον; Ath., R. 14 p. 64, 19 τὰ φύσει τεταγμένα)ⓐ act. and pass., foll. by acc. w. inf. (X., An. 3, 1, 25) Ac 15:2; 18:2 v.l. περὶ πάντων ὧν τέτακταί σοι ποιῆσαι concerning everything that you have been ordered to do 22:10 (cp. X., Resp. Lac. 11, 6). ὁ τεταγμένος ὑπʼ αὐτοῦ δρόμος the course which has been fixed by him (i.e. by God) 1 Cl 20:2 (cp. Philo, Poster. Cai. 144, Rer. Div. Her. 97 τεταγμέναι περίοδοι ἀστέρων). κατὰ καιροὺς τεταγμένους at appointed times 40:1 (cp. Polyb. 17, 1, 1).ⓑ mid.=act. (Hdt. et al.; 2 Km 20:5) εἰς τὸ ὄρος οὗ ἐτάξατο αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς (i.e. πορεύεσθαι) Mt 28:16. ταξάμενοι αὐτῷ ἡμέραν ἦλθον they set a day for him and came Ac 28:23 (τασς. ἡμέραν as Polyb. 18, 19, 1; Jos., Ant. 9, 136).—DELG. M-M. TW. -
126 ἀκούω
Aᾰκουον Il.12.442
: [tense] fut. ἀκούσομαι ([voice] Act. ἀκούσω first in Hyp.Epit.34 s. v. l., then in Lyc.378, 686, D.H.5.57, Ev.Matt.12.19, etc.: [tense] aor. ἤκουσα, [dialect] Ep.ᾰκουσα Il.24.223
: [tense] pf. ἀκήκοα, [dialect] Lacon.ἄκουκα Plu.Lyc.20
, Ages.21; ἤκουκα is a late form, POxy. 237 vii 23 (ii A. D.); later [dialect] Ion.ἀκήκουκα Herod.5.49
: [tense] plpf.ἀκηκόειν Hdt.2.52
, 7.208;ἠκηκόειν X.Oec.15.7
; old [dialect] Att. , Pax 616, Pl.Cra. 384b:—rare in [voice] Med., [tense] pres. (v. infr. 11.2): [dialect] Ep. [tense] impf.ἀκούετο Il.4.331
: [tense] aor.ἠκουσάμην Mosch.3.119
:—[voice] Pass., [tense] fut.ἀκουσθήσομαι Pl. R. 507d
: [tense] aor.ἠκούσθην Th.3.38
, Luc.Somn.5: [tense] pf.ἤκουσμαι D.H. Rh.11.10
, Ps.-Luc.Philopatr.4; ἀκήκουσμαι is dub. in Luc.Hist. Conscr.49: [tense] plpf.ἤκουστο Anon.
ap. Demetr.Eloc. 217, ([etym.] παρ-) J.AJ17.10.10. ( ἀ-κοϝ-, cf. κοέω):— hear, Hom., etc.: prop. c. acc. of thing heard, gen. of person from whom it is heard,ταῦτα Καλυψοῦς ἤκουσα Od.12.389
, cf. S.OT43, etc.; gen. pers. freq. omitted,πάντ' ἀκήκοας λόγον Id.Aj. 480
, etc.; or the acc. rei,ἄκουε τοῦ θανόντος Id.El. 792
, cf. 793:—also c. gen. rei, φθογγῆς, κτύπου, hear it, Od.12.198 (as v. l.), 21.237; ; once in Hom. in [voice] Med.,ἀκούετο λαὸς ἀϋτῆς Il.4.331
.b c. gen. objecti, hear of, hear tell of,ἀ. πατρός Od.4.114
: freq. c. part., τεθνηῶτος (sc. πατρός)ἀκούσῃς 1.289
, etc.; but εἰ.. πατρὸς νόστον ἀ. ib. 287;ἀ. περί τινος Od.19.270
, cf. E.IT 964, Isoc.5.72, Pl.R. 358d, 358e;τι περί τινος X.An.7.7.30
.c in Prose the pers. from whom thing is heard freq. takes Prep., ἀ. τι ἀπό, ἐκ, παρά, πρός τινος, first in Il.6.524, cf. Hdt.3.62, S.OT7,95, Th.1.125.e with part. or inf. added, as εἰ πτώσσοντας ὑφ' Ἕκτορι πάντας ἀκούσαι should he hear that all are now crouching under Hector, Il.7.129, cf. Hdt.7.10.θ, X.Cyr.2.4.12, D.3.9; ἀ. αὐτὸν ὄλβιον εἶναι to hear [ generally] that he is happy, Il.24.543, cf. X.An.2.5.13, etc.:—also ἀ. τινὰ ὅτι or ὡς, Ἀτρεΐδην ἀκοετε ὡς.. Od.3.193; τὸν Δαίδαλον οὐκ ἀκήκοας, ὁτι..; X.Mem.4.2.33;ἀ. οὕνεκα S.OC33
.f c. gen. et part., to express what one actually hears from a person,ταῦτ'.. ἤκουον σαφῶς Ὀδυσσέως λέγοντος S. Ph. 595
; ἀ. τινὸς λέγοντος, διαλεγομένου, Pl.Prt. 320b, X.Mem.2.4.1: rarely c. acc. et part., S.Ph. 614.2 know by hearsay,ἔξοιδ' ἀκούων S.OT 105
: [tense] pres. is used like a [tense] pf.,νῆσός τις Συρίη κικλήσκεται, εἴ που ἀκούεις Od.15.403
, cf. 3.193; in Prose, Pl.Grg. 503c, Luc. Gall.13.3 abs., hearken, give ear, esp. in proclamations, ἀκούετε λεῴ oyez! oyez! Susar.1, etc.: for S.OT 1386 v. πηγή 2.4 οἱ ἀκούοντες readers of a book, Plb.1.13.6, al.II listen to, give ear to, c. gen., Il.1.381, etc.: metaph., ;Pl.
R. 407a: rarely c. dat.,ἀ. ἀνέρι κηδομένῳ Il.16.515
(in S.El. 227 τίνι is Eth. dat.): with gen. of part. after dat., ὅττι οἱ ὦκ' ἤκουσε.. θεὸς εὐξαμένοιο ib. 531.3 hear and understand,κλύοντες οὐκ ἤκουον A.Pr. 448
, cf. Ch.5, Ar.Ra. 1173;τὸ μὴ πάντας πάντων ἀκούειν S.E.M.1.37
.III after Hom., serving as [voice] Pass. to λέγειν, hear oneself called, be called, like Lat. audire,εἴπερ ὄρθ' ἀκούεις, Ζεῦ S.OT 903
(cf. A.Ag. 161); freq. with εὖ and κακῶς, κακῶς ἀ. ὑπό τινος to be ill spoken of by one;πρός τινος Hdt.7.16
.ά; περί τινος for a thing, Id.6.86.ά; ἄμεινον, ἄριστα ἀ., Hdt.2.173,8.93, cf. S.Ph. 1313, Antipho 5.75, etc.2 with nom. of subject, ἀκούειν κακός, καλός, S.OC 988, Pl.Ly. 207a;νῦν κόλακες καὶ θεοῖς ἐχθροὶ.. ἀκούουσι D.18.46
, etc.;ἔχαιρε ἀκούων Αἰετὸς ὁ Πύρρος Ael.NA7.45
; later in [voice] Pass. in this sense, Nonn.D. 21.220,al.3 c. inf., ἤκουον εἶναι πρῶτοι were said to be first, Hdt. 3.131; also .4 c. acc. rei, ἀ. κακά have evil spoken of one, Ar.Th. 388, cf. S.Ph. 607;ἀ. λόγον ἐσλόν Pi.I.5(4).13
;φήμας.. κακὰς ἤκουσεν E.Hel. 615
.5 οὕτως ἀ. hear it so said, i. e. at first hearing,ὡς οὕτω γ' ἀκοῦσαι Pl. Euthphr.3b
;ὥς γε οὑτωσὶ ἀκοῦσαι Id.Ly. 216a
.IV understand, take in a certain sense, Jul.Or.4.147a; esp. in Scholl., as Sch.E.Or. 333; τι ἐπί τινος Sch.E.Hipp.73.V Astrol., aspect mutually, of signs equidistant from an equinoctial sign, Doroth.189, Heph. Astr.2.2; also, = ὑπακούειν (q. v.), Id.1.9. -
127 επωνυμια
ἥ1) название, наименование, прозвище, имяἐπωνυμίαν θέσθαι Aeschin., Arst. — дать наименование;
ἔχειν ἐπωνυμίαν ἀπό или ἐπί τινος, тж. καλεῖσθαι ἐπωνυμίην ἐπί τινος или κατὰ ἐπωνυμίαν τινὸς κεκλῆσθαι Her. — быть прозванным по чему-л.;ἐπωνυμίαν ἔχειν σμικρὸς εἶναι Plat. — называться маленьким;ἐπωνυμίην Her. — по имени;Ἡρακλῆς Ὀλύμπιος ἐπωνυμίην Her. — Геракл, по прозвищу Олимпийский2) носитель имениτοῦ κάλλους ἐ. Plat. — то, что носит имя красоты
-
128 ευδοκιμεω
1) пользоваться добрым именем, иметь хорошую славу, быть в почетеεὐ. τινι Xen., ἔν τινι Her., Thuc., Xen., Plut., ἐπί τινι Xen., Plut., ἐπί τινος Dem., περί τι Plat., Plut., ἔκ τινος Plut., κατά τι Arst., Plut. и ἀπο τινος Anth. — славиться чем-л., быть уважаемым за что-л.;
εὐ. ἐν τῇ πρὸς Μεγαρέας γενομένῃ στρατηγίῃ Her. — прославиться в войне против мегарцев;εὐ. ἐπὴ σοφίᾳ ἐν πᾶσι τοῖς Ἕλλησιν Plat. — славиться (своею) мудростью у всех эллинов;εὐ. παρὰ Ξέρξῃ Her. — снискать себе уважение Ксеркса2) ( о вещах) высоко цениться, славиться(οἱ εὐδοκιμοῦντες τῶν νόμων Arst.)
См. также в других словарях:
επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… … Dictionary of Greek
τάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α 1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, η, ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, η, ο α) τοπ. ο παρατεταγμένος β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος νεοελλ. 1. ορίζω … Dictionary of Greek
MOTYA — vel MOTYE, oppid. Siciliae, apud Pachynum promontor. ab Agrigentinis excisum, Afris eiectis: cuius locis nunc S. Giovanni Fazello. Item apud Hyccaram itidem excisum, inter illam et Panormum: cuius locus Sferra cavalio, aliis Porto Gallo. Item in… … Hofmann J. Lexicon universale
εφαρμόζω — (ΑΜ ἐφαρμόζω, Α αττ. τ. ἐφαρμόττω, δωρ. τ. ἐφαρμόσδω) 1. προσαρμόζομαι σε κάτι, έχω καλή εφαρμογή, ταιριάζω (α. «πειρήθη δ ἕο αὐτοῡ ἐν ἔντεσι... εἰ οἷ ἐφαρμόσσειε», Ομ. Ιλ. β. «τα σανίδια δεν εφαρμόζουν καλά») 2. θέτω κάτι πάνω σε κάτι άλλο με… … Dictionary of Greek
λεωπετρία — λεωπετρία, ἡ (Α) λεία πέτρα («τὰς σάρκας ἐπὶ τινος λεωπετρίας κατατιθέμενοι», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος (βλ. λεωκόνητος) + πέτρα] … Dictionary of Greek
τανύω — ΝΜΑ, και τανύζω και μέσ. τ. τανιέμαι και τανυέμαι ή τανυούμαι Ν 1. εκτείνω, τεντώνω κάτι και κυρίως απλώνω κάτι διάπλατα 2. (κυρίως σχετικά με τόξα, χορδές) τεντώνω κάτι όσο είναι δυνατόν νεοελλ. μέσ. τανύομαι και τανιέμαι και τανυέμαι και… … Dictionary of Greek
πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… … Dictionary of Greek
μέρος — το (ΑM μέρος) 1. τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι (α. «γκρεμίστηκε ένα μέρος τού τοίχου» β. «κίνησις γὰρ αὕτη δὴ μεγίστη τοῑς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», Θουκ.) 2. αυτό που αναλογεί στον καθένα, μερίδιο, μέρισμα, μερτικό («πήρε … Dictionary of Greek
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek