Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(ἐγγύς

См. также в других словарях:

  • ἐγγύς — near indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εγγύς — επίρρ. (AM ἐγγύς) 1. (για τόπο) κοντά, σε μικρή απόσταση 2. (για χρόνο) κοντά 3. (για αριθμό) σχεδόν, περίπου, πάνω κάτω 4. (για ποιότητα ή ιδιότητα) όμοια με, όπως 5. οι εγγύς οι συγγενείς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για επιρρηματικό σχηματισμό με… …   Dictionary of Greek

  • κἀγγύς — ἐγγύς , ἐγγύς near indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοὐγγύς — ἐγγύς , ἐγγύς near indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀγγύς — ἐγγύς , ἐγγύς near indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγγυτάτω — ἐγγύς near irreg̱superl indeclform (adverb) ἐγγύτατος nearer masc/neut nom/voc/acc dual ἐγγύτατος nearer masc/neut gen sg (doric aeolic) ἐγγύτερος nearer masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἐγγύτερος nearer masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγγυτέρω — ἐγγύς near irreg̱comp indeclform (adverb) ἐγγύτερος nearer masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἐγγύτερος nearer masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγγύτατα — ἐγγύς near irreg̱superl indeclform (adverb) ἐγγύτατος nearer neut nom/voc/acc pl ἐγγύτερος nearer neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • близь — (374) I. Нар. и нескл. пр. 1.О пространстве. Близко и близок: боудеть близь торгъ. кде коупити. КН 1280, 533а; на(м) суть кнѩзи Муромьскыѣ. и Рѩзаньскыи близь в сусѣде(х). ЛЛ 1377, 125 об. (1175); и чернiло готово. и клеветарь бли(з). (ἐγγύς) ГБ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αρχαιολογία — Η επιστήμη που μελετά την αρχαιότητα μέσα από όλα τα μνημεία και τα υλικά κατάλοιπά της. Η α. επιδιώκει να αποκαταστήσει τις διάφορες εκδηλώσεις του αρχαίου κόσμου, αφήνοντας κατά μέρος όμως τις μαρτυρίες, που ανήκουν στη σφαίρα αρμοδιότητας της… …   Dictionary of Greek

  • Im Anfang war das Wort — Epsilon Inhaltsverzeichnis 1 Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»