-
101 изворотливый
изворотливыйприл прям., перен ἐπιδέξιος, ἐπιτήδειος, ἐΰστροφος:\изворотливыйый человек ὁ ἐπιτήδειος (или ὁ ἐπιδέξιος) ἀνθρωπος· \изворотливыйый ум ὁ ἐΰστροφος νοῦς. -
102 имя
имяс1. τό ὀνομα:давать \имя ὁνομάζω, δινω ὀνομα· звать кого-л. по имени καλω κάποιον μέ τό μικρό του ὀνομα· йь под чужи́м именем ζῶ μέ ψεύτικο ονομα·2. (известность, репутация) τό ονομα, ἡ φήμη:доброе \имя τό ἀγαθό ονομα, ἡ καλή φήμή создавать себе \имя δημιουργώ καλή φήμη στον ἐαυτό μου· человек с именем ἀνθρωπος μέ φήμή3. грам. τό ὀνομα:\имя существительное ὀνομα οὐσιαστικό· \имя собственное κύριο ὀνομα· ◊ от имени кого-л. ἐξ ὁνόματος κάποιου· на чье-л, \имя στό ὀνομα κάποιου· во \имя чего-л. ἐν ὁνόματι...· именем закона ἐν ὁνόματι τοῦ νόμου· библиотека имени Ленина ἡ βιβλιοθήκη Λένιν называть вещи своими именами λέω τά σύκα σύκα καί τή σκάφη σκάφη. -
103 индивид
индивидм τό ἄτομο[ν], τό πρόσωπο[ν], ὁ ἄνθρωπος. -
104 исхудалый
исхуда́||лыйприл πολύ ἀδύνατος, κάτισχνος, ἀχαμνός, σκελετωμένος / πετσί καί κόκκαλο (тк. о человеке):\исхудалый человек κάτισχνος ἄνθρωπος, πετσί καί κόκκαλο. -
105 калач
калачм ἡ κουλούρα, τό κουλούρι· ◊ тертый \калач разг ἀνθρωπος πολύπειρος· его́ калачом не заманишь разг μέ κανένα τρόπο δέν θά τόν κάνεις νά δεχτεί. -
106 каторжанин
катор||жанинм ист. ὁ κατάδικος τῶν κάτεργων, ἀνθρωπος πού ἐκανε στά κάτεργα. -
107 компанейский
компанейскийприл разг κοινωνικός, τής παρέας:\компанейский человек ὁ ἀνθρωπος τής παρέας. -
108 конченный
конченныйприл разг τελειωμένος:это дело \конченныйое αὐτή ἡ ὑπόθεση εἶναι τελειωμένη· ◊ \конченный человек ὁ χαμένος (άνθρωπος). -
109 крепкий
креп||кийприл1. (твердый, прочный) στερεός, γερός:\крепкийкая ткань τό στερεό ὑφασμα· \крепкий орех τό σκληρό καρύδἰ2. (сильный) ισχυρός, γερός, δυνατός:\крепкий организм ὁ δυνατός (или ὁ ἰσχυρός) ὁργανισμός· \крепкий человек ὁ γερός ἀνθρωπος· \крепкийкое здоровье ἡ δυνατή κράση· \крепкий мороз ἡ δυνατή παγωνιά· он еще \крепкий старик τό λένε ἀκόμα τά κότσια του·3. (насыщенный) δυνατός:\крепкий чай τό δυνατό τσάἰ· \крепкий кофе ὁ βαρύς καφές· \крепкий табак ὁ σέρτικος καπνός· \крепкийкие вина τά δυνατά κρασιά· ◊ \крепкий сон ὁ βαθύς ὑπνος· \крепкийкие напитки τά οἰνοπνευματώδη ποτά· \крепкийкое словцо разг ἡ βαρειά λέξη, ἡ χοντρή κουβέντα. -
110 кругозор
кругозорм прям., перен ὁ ὀρίζον-τας [-ων]:политический \кругозор ὁ πολιτικός ὁρίζοντας· человек с широким (с узким) \кругозором ὁ ἀνθρωπος μέ πλατύ (μέ περιοριοσμένο) ὁρίζοντα. -
111 литератор
литера́т||орм ὁ λόγιος, ὁ ἀνθρωπος τών γραμμάτων, ὁ λογοτέχνης, ὁ φιλόλογος. -
112 малоподвижный
малоподвижныйприл δυσκίνητος:\малоподвижный человек δυσκίνητος ἄνθρωπος· \малоподвижный образ жизни καθιστικός βίος. -
113 массивный
масси́вн||ыйприл Ογκώδης:\массивныйая постройка ἡ ὁγκώδης οίκοδομή· \массивныйая фи-гу́ра ὁ μεγαλοσωμος ἀνθρωπος. -
114 медлительный
медли́тельн||ыйприл βραδυκίνητος, βραδύς, ἀργός:\медлительныйый человек νωθρός (или βραδυκίνητος) ἄνθρωπος. -
115 мелочный
мелочн||ыйприл ἀσήμαντος, τιποτένιος (незначительный)/ φτηνός (дешевый):\мелочныйые интересы τά περιορισμένα ἐνδιαφέροντα· \мелочныйые придирки οἱ ἐνοχλήσεις γιά τιποτένια πρά(γ)ματα· \мелочныйый человек ὁ φτηνός (или ὁ μικρολο-γος) ἀνθρωπος. -
116 муж
мужж1. (супруг) ὁ σύζυγος, ὁ ἀνδρας·2. (мужчина) уст., поэт. ὁ ἀνθρωπος, ὁ ἀνήρ. -
117 мужик
мужи||км1. (крестьянин) уст. ὁ μουζίκος, ὁ χωρικός, ὁ ἀγρότης·2. (мужчина) разг ὁ ἄνδρας:дельный \мужик Ικανός ἀνθρωπος. -
118 мыслящий
мыслящийприч. и прил σκεπτόμενος, στοχαστικός:самостоятельно \мыслящийящий человек ἄνθρωπος μέ δικιά του σκέψη. -
119 мягкотелый
мягкотелыйприл μαλθακός:\мягкотелый человек ὁ μαλθακός ἀνθρωπος. -
120 мямля
мям||ля м, ж разг ὁ νωθρός (или ὁ ἀναποφάσιστος) ἀνθρωπος.
См. также в других словарях:
ἅνθρωπος — ἄνθρωπος , ἄνθρωπος man masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνθρωπος — man masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek
άνθρωπος — ο 1. θηλαστικό που ανήκει στα πρωτεύοντα, δίχειρο, προικισμένο με νόηση (λογικό) και έναρθρο λόγο: Ο άνθρωπος παρουσιάστηκε στη Γη σχεδόν πριν από ένα εκατομμύριο χρόνια. 2. το ανθρώπινο γένος: Ο άνθρωπος έχει μακριά ιστορία πάνω στη Γη. 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἄνθρωπος ζῶον ἄπτερον. — ἄνθρωπος ζῶον ἄπτερον. См. Человек животное двуногое, бесперое … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἄνθρωπος ὤν τοῦτ’ ἴσθι καὶ μέμνης’ ἀεί. — ἄνθρωπος ὤν τοῦτ’ ἴσθι καὶ μέμνης’ ἀεί. См. Тишком где склизко … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἄνθρωπος φύσει ζῶον πολιτικόν. — ἄνθρωπος φύσει ζῶον πολιτικόν. См. Человек рожден к общежитию и дружбе … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Νεάντερταλ, άνθρωπος του- — (Νeanderthal). Απολιθωμένος παλαιοάνθρωπος του μέσου πλειστοκαίνου. Το 1856, στη μικρή κοιλάδα Νεάντερταλ, ανάμεσα στις πόλεις Ντίσελντορφ και Έλμπερφελντ (Δυτική Γερμανία), μερικοί εργάτες βρήκαν μια κρανιακή κάψα και μερικά οστά ενός ανθρώπινου … Dictionary of Greek
Ροδεσίας, άνθρωπος της- — Όνομα που έχει δοθεί σε απολιθωμένα λείψανα (ένα κρανίο από το οποίο λείπει η κάτω γνάθος), τα οποία βρέθηκαν το 1921 σε μια σπηλιά κοντά στα ορυχεία ψευδάργυρου του Μπρόουκεν Χιλ στη Ροδεσία. Ο άνθρωπος της Ροδεσίας είναι δύσκολο να καθοριστεί… … Dictionary of Greek
Σανσελάντ, άνθρωπος του- — Απολιθωμένος τύπος ανθρώπου του ανώτερου παλαιολιθικού. Το 1888, δύο Γάλλοι αρχαιολόγοι, οι Φω και Αρντύ, εκτελώντας ανασκαφές κάτω από ένα βραχώδες καταφύγιο στην περιοχή του χωριού Σανσελάντ (Γαλλία), βρήκαν έναν ανθρώπινο σκελετό σ’ ένα στρώμα … Dictionary of Greek
Ὤρος ὄρει οὐ μίγνυται, ἄνθρωπος δ’ἀνθρώπῳ. — См. Гора с горой не сходится, а человек с человеком сойдется … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)