-
41 старый
επ., βρ: стар, стара, старо; старше, старее κ. παλ. старее, старе; старейший.1. γέρος, γηραλέος•старый человек γέρος άνθρωπος.
2. βλ. стариковский.3. παρήλικος, που δεν αρμόζει στην ηλικία.4. παλιός, αρχαίος•старый университет παλιό πανεπιστήμιο•
старый долг παλιό χρέος•
-ая привычка παλιά συνήθεια•
старый прим παλιός (ξεπερσμένος) τρόπος.
|| έμπειρος, παλιός, παλαίμαχος.5. φθαρμένος• άχρηστος•-ое платье παλιό φόρεμα•
-ые книги παλιά βιβλία•
старый дом παλιόσπιτο.
|| προηγούμενος, προγενέστερος•старый адрес παλιά διεύθυνση•
старый картофель παλιά πατάτα•
-ые годы τα παλιά χρόνια•
-ые производственные отношения παλιές παραγωγγικές σχέσεις.
6. ουσ. -ое ουδ. το παλιό, τα παλιά•забывать -ое ξεχνώ τα παλιά•
борьба нового со старым πάλη του καινούργιου και του παλιού.
εκφρ.- ая вера – βλ. староверство• -ое вино παλιό κρασί•старый стиль – παλιό ημερολόγιο•старый и малый; стар и мал; и стар и мал – μεγάλοι και μικροί (όλες οι ηλικίες)•человек -го закала – άνθρωπος του παλιού καιρού, παλιών συνηθειών προγονολάτρης. -
42 субъект
-а α.1. (φιλοσ.) το υποκείμενο•субъект и объект познания υποκείμενο και αντικείμενο της γνώσης.
2. άνθρωπος, πρόσωπο, άτομο•болезненный субъект αρρωστιάρης άνθρωπος•
подозрительный субъект ύποπτο πρόσωπο.
3. (ϊΡαμμ.) υποκε ίμενο. -
43 такой
αντων.1. τέτοιος•такой работник нам нужен τέτοιος εργάτης μας χρειάζεται•, какой есть τέτοιος, που είναι•
я не такой человек, который меняет своё мнение δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος, που
αλλάζω τη γνώμη μου•до такой степени σε τέτοιο βαθμό•
нет -ого человека среди нас δεν υπάρχει τέτοιος άνθρωπος ανάμεσα μας•
точно такой же τέτοιος ακριβώς, απαράλλαχτος•
-ие друзья редки τέτο ιο ι, φίλοι, είναι, σπάνιοι•
в -ом же омысле στο ίδιο πνεύμα.
2. σε συνδυασμό με τις αντωνυμίες•кто, что, какой σημαίνει ακριβώς•
кто он такой ποιος ακριβώς είν' αυτός.
|| σε συνδυασμό με τις αντων. кто-то, что-то σημαίνει: κάποιος, κάτι.3. ουσ. такое ουδ. τέτοιο•мы к -ому ещё не привыкли σε τέτοιο ακόμα δε συνηθίσαμε.
εκφρ.- им образон – α) έτσι, κατ αυτόν τον τρόπο, β) συνεπώς, κι έτσι•в -ом случае – κ. (απλ.) в -ом резе σε τέτοια περίπτωση•и всё • такойое (прочее) – και όλα τα τέτοια (τα παρόμοια)• όλ αυτά και τ άλλα τέτοια•что -ое – τι είναι ή τι θα πει•что -ое космос? – τι είναι το διάστημα;•что -ое ракета? – τι είναι ο πύραυλος;•что же (ж) -ое – κ. что же (ж) -ого τι το ιδιαίτερο (είναι εδώ). -
44 тип
-а α.1. τύπος, μοντέλο, υπόδειγμα•новый тип καινούριος τύπος•
-ы пассажирских самолтов τύποι επιβατικών αεροπλάνων•
партия нового -а κόμμα νέου τύπου.
|| τα χαρακτηριστικά, τα εξωτερικά γνωρίσματα•2. (φιλγ.) μορφή υποδειγματική, τύπος.3. άνθρωπος ιδιότυπος•странный тип παράξενος τύπος ανθρώπου.
-
45 урод
-
46 хам
-а α.-ка, -и θ.1. (περιφρ.) άνθρωπος των κατώτατων κοινωνικών στρωμάτων (από το όνομα του δευτερότοκου γιου του Κώε).2. άνθρωπος αυθάδης, θρασύς• αγροίκος. -
47 характер
-а α.1. χαρακτήρας•мягкий характер μαλακός χαρακτήρας•
крутой характер απότομος χαρακτήρας•
угрюмный характер σκυθρωπός χαρακτήρας•
неуживчивый характер δύστροπος χαρακτήρας•
сильный -ισχυρός χαρακτήρας•
тврдый характер σταθερός χαρακτήρας•
не сойтись -ами δεν ταιριάζουν οι χαρακτήρες μας•
два противоположные -а δυο αντίθετοι χαρακτήρες•
тяжлый характер βαρύς χαρα-κτήρρας•
дурной характер κακός χαρακτήρας, παλιο-χακτήρας.
|| ισχυρή θέληση•человек с -ом άνθρωπος με ισχυρό χαρακτήρα•
человек без -а άνθρωπος άβουλος.
2. μορφή, όψη• ιδιότητα, φύση•характер почвы η φύση του εδάφους•
местность меняет характер η τοποθεσία αλλάζει όψη•
в -е чьем είναι το φυσικό του.
-
48 неандерталец
(археол.) о νεαντερτά-λιος (άνθρωπος)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > неандерталец
-
49 сангвиник
ο άνθρωπος αιματώδους κράσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сангвиник
-
50 система
το σύστημα- автоматического регулирования замкнутая - αυτόματης ρύθμισης, κλειστού τύπουбанковская - (банк.) τραπεζικό -валютная - эк. νομισματικό -вегетативная нервная анат. το φυτικό νευρικό -- гидроакустическая опускаемая (вертолётом) υδροακουστικό καταδυόμενο/καταβιβαζόμενο - (από ελικόπτερο)грузовая мор. - φορτοεκφόρτωσηςдвухпроводная эл. - δύο αγωγώνдыхательная - анат. αναπνευστικό -- единиц МКС - M.K.S. (μέτρο, χιλιόγραμμοзапоминающая вчт. - αποθήκευσηςизолированная - απομονωμένο -, κλειστό -информационная - πληροφοριών, πληροφοριακό -корневая - бот. ριζικό -лимфатическая - биол. λεμφικό/λεμφατικό -линейная - мат. γραμμικό -- мер метрическая (διεθνές) μετρικό -, δεκαδικό - μέτρησηςмоечная - πλύσης, το δίκτυο πλύσηςмышечная - анат. μυϊκό -- набора поперечная мор. εγκάρσιο - ενισχύσεων (του πλοίου)- набора продольная мор. διά-μηκες - ενισχύσεων (του πλοίου)- набора смешанная мор. μ(ε)ικτό - ενισχύσεων (του πλοίου)налоговая эк. - φορολογικό -нервная - анат. νευρικό -нуле-единичная (киб.) - δύο καταστάσεων (0 και Ι)ордовикская - (период) (геол.) η ορδοβίσιος περίοδος/εποχήпериферическая нервная - анат. περιφε-ριακό νευρικό -покровительственная - эк. см. протекционизм (в 1 знач.)противообледенительное - ав. αντιπαγωτικό -радиолокационная - с электронным сканированием - του ραντάρ με ηλεκτρονική σάρωση- сбыта торг. - πωλήσεωνсердечнососудистая - анат. καρδιοαγγειακό -симпатическая нервная - анат. συμπαθητικό νευρικό -симметричная - СГС см. - единиц СГС смазочная - λίπανσης- счисления непозиционная - αρίθμησης μη-προσδιοριζόμενο από τη θέση συμβόλου (π.χ. ρωμαϊκό)- счисления позиционная - αρίθμησης προσδιοριζόμενο από τη θέση του συμβόλου (π.χ. δεκαδικό)трёхпроводная эл. τρισύρματο -трёхфазная - эл. τριφασικό -триасовая - (геол.) η τριασική περίοδοςфановая - мор. το δίκτυο λυμάτωνцентральная нервная - физиол. κεντρικό άνευρικό -- элементов Менделеева периодическая περιοδικό - των στοιχείων του Μεντελέγιεφ (Mendeleiev)эндокринная - анат. ενδοκρινές -юрская - см. юраРусско-греческий словарь научных и технических терминов > система
-
51 флегматик
(психол.) о φλεγματικός (άνθρωπος).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > флегматик
-
52 холерик
(человек холерического темперамента) о χολερικός (ο άνθρωπος χολερι-κής κράσης).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > холерик
-
53 человек
ο άνθρωποςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > человек
-
54 агнец
агнецм1. уст. τό ἀρνί, ὁ ἀμνός;2. перен τό ἀρνάκι, ὁ ήπιος ἀνθρωπος. -
55 беспокойный
беспоко́й||ныйприл1. (причиняющий беспокойство) μπελαλίδικος, ἐνοχλητικός, ᾶβολος:\беспокойныйная работа μπελαλίδικη δουλειά; \беспокойный ребенок τό ἄτακτο παιδί;2. (склонный к волнению) ἀνήσυχος/ἀνησυχαστικός, ἀνησυχητικός (выражающий беспокойство):\беспокойный человек ἀνήσυχος ἄνθρωπος \беспокойный сон ταραγμένος ὕπνος; \беспокойный вид ἀνησυχαστική ὀψη;3. (находящийся в возбуждении, в движении) ταραγμένος:\беспокойныйное море ταραγμένη θάλασσα. -
56 бессловесный
бессловесн||ыйприл1. ἄφωνος, ἀλαλος, ἄγλωσσος;2. перен σιωπηλός, Αμίλητος:\бессловесныйое существо́ ἀμίλητος (или σιωπηλός) ἄνθρωπος; ◊ \бессловесныйая роль ὁ βουβός ρόλος. -
57 бестолковый
бестолко́в||ыйприл ἀνόητος, ἀδέξιος, ἀσυνάρτητος:\бестолковый человек ἀνόητος ἀνθρωπος; \бестолковыйое письмо́ ἀσυνάρτητο γράμμα. -
58 бирюк
бирюкм1. обл. ὁ μοναχικός λύκος;2. перен ὁ ἀκοινώνητος ἄνθρωπος, ὁ ἀγριάνθρωπος. -
59 благоразумный
благоразу́м||ныйЩтл. συνετός, λογικός, φρόνιμος:\благоразумныйный Человек ὁ φρόνιμος ἄνθρωπος; \благоразумныйный совет ἡ λογική συμβουλή.. -
60 бойкий
бойк||ийприл καπάτσος/ τολμηρός (смелый)/ ζωηρός, εὐστροφος (живой, быстрый)/ ἐτοιμόλογος (υ речи):человек \бойкий на язык ἄνθρωπος ἐτοιμόλογος; \бойкийая торговля τό ζωηρό ἐμπόριο; ◊ на \бойкийом месте σέ πολυσύχναστο μέρος, σέ τόπο μέ ζωηρή κίνηση.
См. также в других словарях:
ἅνθρωπος — ἄνθρωπος , ἄνθρωπος man masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνθρωπος — man masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek
άνθρωπος — ο 1. θηλαστικό που ανήκει στα πρωτεύοντα, δίχειρο, προικισμένο με νόηση (λογικό) και έναρθρο λόγο: Ο άνθρωπος παρουσιάστηκε στη Γη σχεδόν πριν από ένα εκατομμύριο χρόνια. 2. το ανθρώπινο γένος: Ο άνθρωπος έχει μακριά ιστορία πάνω στη Γη. 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἄνθρωπος ζῶον ἄπτερον. — ἄνθρωπος ζῶον ἄπτερον. См. Человек животное двуногое, бесперое … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἄνθρωπος ὤν τοῦτ’ ἴσθι καὶ μέμνης’ ἀεί. — ἄνθρωπος ὤν τοῦτ’ ἴσθι καὶ μέμνης’ ἀεί. См. Тишком где склизко … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἄνθρωπος φύσει ζῶον πολιτικόν. — ἄνθρωπος φύσει ζῶον πολιτικόν. См. Человек рожден к общежитию и дружбе … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Νεάντερταλ, άνθρωπος του- — (Νeanderthal). Απολιθωμένος παλαιοάνθρωπος του μέσου πλειστοκαίνου. Το 1856, στη μικρή κοιλάδα Νεάντερταλ, ανάμεσα στις πόλεις Ντίσελντορφ και Έλμπερφελντ (Δυτική Γερμανία), μερικοί εργάτες βρήκαν μια κρανιακή κάψα και μερικά οστά ενός ανθρώπινου … Dictionary of Greek
Ροδεσίας, άνθρωπος της- — Όνομα που έχει δοθεί σε απολιθωμένα λείψανα (ένα κρανίο από το οποίο λείπει η κάτω γνάθος), τα οποία βρέθηκαν το 1921 σε μια σπηλιά κοντά στα ορυχεία ψευδάργυρου του Μπρόουκεν Χιλ στη Ροδεσία. Ο άνθρωπος της Ροδεσίας είναι δύσκολο να καθοριστεί… … Dictionary of Greek
Σανσελάντ, άνθρωπος του- — Απολιθωμένος τύπος ανθρώπου του ανώτερου παλαιολιθικού. Το 1888, δύο Γάλλοι αρχαιολόγοι, οι Φω και Αρντύ, εκτελώντας ανασκαφές κάτω από ένα βραχώδες καταφύγιο στην περιοχή του χωριού Σανσελάντ (Γαλλία), βρήκαν έναν ανθρώπινο σκελετό σ’ ένα στρώμα … Dictionary of Greek
Ὤρος ὄρει οὐ μίγνυται, ἄνθρωπος δ’ἀνθρώπῳ. — См. Гора с горой не сходится, а человек с человеком сойдется … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)