-
61 ἀπο-νόσφι
ἀπο-νόσφι, vor Vokalen ἀπονόσφιν, abgesondert, seitab, Il. 2, 233 ἣνἀπονόσφι κατίσχεαι; Od. 5, 350. 10, 528 ἀπονόσφι τραπέσϑαι; Iliad. 11, 555. 17, 664 ἀπονόσφιν ἔβη; τινός, getrennt, fern von, Il. 1, 541 Od. 5, 113, mit voranstehendem gen.; ἑτάρων ἀπονόσφι καλέσσας Od. 15, 529; φίλων ἀπονόσφιν ἑταίρων Od. 12, 33. Auch sp. Ep., wie Ap. Rh. 3, 9.
-
62 ἀπο-κριτικός
ἀπο-κριτικός, absondernd, Medic., τινός.
-
63 ἀπο-κριδόν
ἀπο-κριδόν, abgesondert, getrennt, Sp., τινός Ap. Rh. 2, 15.
-
64 ἀπο-κερδαίνω
ἀπο-κερδαίνω (s. κερδαίνω), Genuß, Vortheil von etwas haben, βραχέα Andoc. 1, 134; Sp., wie Luc. Mort. D. 4, 1; τινός Eur. Cycl. 431.
-
65 ἀπο-γεύω
-
66 ἀπο-γιγνώσκω
ἀπο-γιγνώσκω, Sp. ἀπογινώσκω (s. γιγνώσκω), 1) nicht anerkennen, verwerfen, z. B. τὴν ϑειότητα τῆς ἀρετῆς Plut. Rom. 28. Daher a) vom Richter, lossprechen, Ggstz καταγιγνώσκειν Dem. 22, 37; öfter bei den Rednern, τινός 40, 39; τῆς δίκης 34, 21. 45; τὴν γραφήν, die Anklage verwerfen, 22, 39. – b) etwas aufgeben, bes. mit dem inf., τοῦ μάχεσϑαι od. μαχεῖσϑαι Xen. An. 1, 7, 19, s. Krüger; τὸ πορεύεσϑαι Hell. 7, 5, 7; μὴ βοηϑεῖν Dem. 15, 9; oft Pol., sowohl τὸ πολιορκεῖν 1, 48, als τοῠ διαφϑείρειν ibid.; ἑαυτῶν Dem. 4, 42, wo Bekk. das pron. ausläßt; τοὺς Θηβαίους 6, 16; τὰς πρεσβείας Pol. 5, 1; oft ἐμαυτόν, Plut. Tib. Graech. 13 Pol. 22, 9; – an etwas verzweifeln, τῆς ἐλευϑερίας Lys. 2, 47; τὴν σωτη-ρίαν Arist. Eth. 3, 6; Pol. 1, 86; D. Sic. 2, 27. 17, 109. – Pass., τὰ παρ' ἡμῖν ἀπεγνώσϑη Dem. 19, 54; ἐλπίδες ἀπεγνωσμέναι, aufgegebene Hoffnungen, Pol. 30, 8; ἀπεγνωσμένος ὑπὸ τῶν ἰατρῶν Luc. Abdic. 4, wie Aesop. 15.
-
67 ἀπο-γεννάω
ἀπο-γεννάω, daraus erzeugen, hervorbringen, Hippocr. u. Sp., z. B. ἀπογεννᾶσϑαι ἔκ τινος Ath. VII, 285 a.
-
68 ἀπο-κινδῡνεύω
ἀπο-κινδῡνεύω, 1) einen Versuch machen, σοφὸν' λέγειν Ar. Ran. 1105; ἔν τινι Xen. Mem. 4. 2, 5; τοῦτο Lys. 4, 17; sich in ein entscheidendes Treffen einlassen, πρός τινα Thuc. 7, 81; Sp.; περὶ τῶν μεγίστων, ὅλων, das Höchste, Alles auf's Spiel setzen, Plut.; εἴς τι Phoc. 32; πρός τι Spt. Sap. conv. 6. Auch pass., τὰ χρήματα ἀποκεκινδυνεύσεται Thuc. 3, 39, werden in Gefahr kommen. – 2) sich in der Gefahr trennen, τινός Philostr. Apoll. 7, 15.
-
69 ἀπο-κουφίζω
ἀπο-κουφίζω, erleichtern, befreien von etwas, τινά τινος Eur. Or. 1341; Hec. 106; Plut. Pericl. 11.
-
70 ἀπο-μερίζω
ἀπο-μερίζω, abtheilen, trennen, τινός Plat. Polit. 280 b; aussondern, auswählen, ἀριστίνδην ἀπομερισϑῆναι Legg. IX, 855 b; τῆς δυνάμεως τῷ Ἄννωνι μυρίους πεζούς Pol. 3, 35; πρός τι, einen Theil des Heeres wozu abschicken, detachiren, 3, 101, u. öfter; med., ἑκάστης ἡμέρας πρὸς τὴν πρᾶξιν ἀπομερίζονται τῶν ἀνδρῶν 10, 16.
-
71 ἀπο-δι-ΐστημι
ἀπο-δι-ΐστημι (s. ἵστημι), auseinander stellen, trennen, ἀποδιαστῆσαί τινος Plut. sol. an. 12; med. u. intrans. tempp., auseinander treten, getrennt sein, Sp.
-
72 ἀπο-νοσφίζω
ἀπο-νοσφίζω, absondern, τινά τινος, trennen, berauben, H. h. Cer. 158; Soph. Phil. 967; τί, rauben, Orph. Arg. 679; aber μαντεῖα ἀπ. O. R. 480 = vermeiden, Schol. ἐκφεύγειν. – Pass., beraubt werden, ἐδωδήν H. h. Merc. 562.
-
73 ἀπο-βλαστάνω
ἀπο-βλαστάνω (s. βλαστάνω), hervorsprossen, τινός, aus, ὠδῖνος ματρός Soph. O. C. 538; Plut. de prim. frig. 20.
-
74 ἀπο-μονόω
-
75 ἀπο-βλάπτω
ἀπο-βλάπτω, beschädigen, σύνεσιν φρενῶν Pind. N. 7, 60; Plat. Legg. VII, 795 d. – Pass. τινός, Schaden an etwas leiden, es verlieren, φίλου Soph. Ai. 921.
-
76 ἀπο-δὐω
ἀπο-δὐω (s. δύω), ausziehen, entkleiden, εἵματάτινα Il. 2, 261, in tmesi; τεύχεα 18, 88 u. öfter; κόσμον τινά Her. 5, 92, 7; vgl. Ar. Eccl. 668. 670; τί οὐκ ἀπεδύσαμεν αὐτοῦ αὐτὸ τοῦτο Plat. Charm. 154 e; u. Sp., z. B. ἀπέδυσαν αὐτὸν τὴν ποικίλην Luc. Nigr. 18; Xen. braucht auch so das perf., πολλοὺς ἀποδέδυκεν An. 5, 8, 23. – Häufig im med. u. aor. II. act., sich ausziehen, entkleiden, εἵματα ἀποδύς Od. 5, 343, u. ebenso ἀποδυσάμενος 349 (v. l. ἀπολυσάμενος;) ablegen, ἀποδύεσϑαι ἐμβάδας Ar. Vesp. 1157; ἀπόδυϑι τὸ Κρητικόν 731; ϑοἰμάτιον ἀποδεδύσϑαι, neben χιτωνίσκον ἐκδεδύσϑαι, L ys. 10, 10; auch τινός, z. B. ἀποδῦσαι ἱματίων Ar. Th. 656; anders μελέων ἀπεδύσατο πέπλον, zog sich von den Gliedern, Mus. 251; ἀποδύς, nach Ablegung der Kleider, Plat. Menex. 236 c; Xen. An. 4, 3, 17. Auch Sp., ἀπεδύοντο τὰς χλαμύδας Pol. 15, 27: übertr., τρυφήν Luc. Cat. 16. Bes. von dem Entkleiden vor den gymnastischen Uebungen, dah. übertr., ἀποδύντες τοῖς ἀναπαίστοις ἐπίωμεν Ar. Ach. 602; vgl. Luc. Asin. 8; ἐπί τινα 5; u. so ἀποδύεσϑαι πρός τι, etwas unternehmen, sich anschicken zu etwas, Plut. πρὸς τὸ λέγειν, Dem. 6; εἰς ἀγορανομίαν, sich um die Aedilität bewerben, Brut. 15; mit dem bloßen inf., Xen. Oec. 24, 3.
-
77 ἀπο-λυτρόω
ἀπο-λυτρόω, für Lösegeld freigeben, τινά τινος, wofür, Plat. Legg. XI, 919 a; Ep. Philp. bei Dem. 12, 3 u. Sp.
-
78 ἀπο-λυτικός
ἀπο-λυτικός, befreiend, Sp.; ἀπολυτικῶς ἔχειν τινός Xen. Hell. 5, 4. 25, Einen gern befreien wollen.
-
79 ἀπο-λογίζομαι
ἀπο-λογίζομαι, dep. med., 1) Abrechnung halten, berechnen, Xen. Hell. 6, 1, 3; τὰς προςόδους τῷ δήμῳ Aesch. 3, 25; εἴς τι, wozu rechnen, Plat. Phil. 25 a; erwägen, πότερον – Soph. 261 c; πῶς, τίνα τρόπον, Pol. 4, 25. 23, 9. – 2) her-, aufzählen, Dem. 19, 20; übh. etwas aufzählend auseinandersetzen, τὰ ἀδικήματα, τᾷν προϑυμίαν, Pol. 4, 7. 20, 13; Sp.; übh. sprechen, περί τινος Pol. 8, 26. – Das act., Ar. bei B. A. 430; aber Antiphan. bei Ath. III, 120 b lies't Mein. nach Fritsch. em. ἀπολοπίζων; – pass., τὰ εἰς ἐνιαυτὸν ἀπολελογισμένα Xen. Oec. 9, 8, der auf's Jahr berechnete Vorrath.
-
80 ἀπο-λάπτω
ἀπο-λάπτω, ablecken, abschlürfen; übertr. = ἀπολαύω, τινός Ar. Nubb. 801.
См. также в других словарях:
αιτία — Το γεγονός, η αφορμή από την οποία προέρχεται κάποιο γεγονός ή μια μεταβολή. (Νομ.)Η κατηγορία, η καταγγελία για κάποιο αδίκημα και, σπάνια, το ίδιο το αδίκημα. Α. δικαιοπραξιών. Ο νομικός σκοπός που δικαιολογεί την κατάρτιση δικαιοπραξίας… … Dictionary of Greek
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
φοβούμαι — φοβοῡμαι, έομαι, ΝΜΑ, και φοβάμαι Ν και φοβᾱμαι Μ, και τ. ενεργ. φοβῶ, έω, Α 1. διακατέχομαι ή καταλαμβάνομαι από φόβο, αντιμετωπίζω με φόβο κάποιον ή κάτι (α. «φοβάται τον πατέρα του» β. «φοβάμαι τη μοναξιά» γ. «φοβάμαι να βγω έξω με τέτοια… … Dictionary of Greek
τις — τι, ΝΜΑ, και κυπρ. τ. και αρκαδ. τ. σις, και θεσσ. τ. αρσ. και θηλ. κις, ουδ. κι, Α (αόρ. εγκλιτ. αντων.) (στη νεοελλ. μόνο ως λόγιος τ.) 1. κάποιος, ένας («καί τις θεὸς ἡγεμόνευεν», Ομ. Οδ.) 2. κάποιος από πολλούς 3. (με περιοριστική ή… … Dictionary of Greek
κτώμαι — άομαι (AM κτῶμαι, άομαι, Α ιων. τ. κτέομαι) 1. (ως μέσ.) παίρνω κάτι στην κατοχή μου, πορίζομαι, γίνομαι κύριος, αποκτώ (α. «κτήσεται δ ἄνευ δορὸς αὐτόν τε καὶ γῆν», Αισχύλ. β. «πολλάκις δοκεῑ τὸ φυλάξαι τ άγαθά τοῡ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι»,… … Dictionary of Greek
παραγίνομαι — ΝΜΑ και παραγίγνομαι ΜΑ νεοελλ. 1. γίνομαι σε υπερβολικό βαθμό, αποκτώ ιδιότητα πέρα από το κανονικό («παράγινε χοντρός και αρρώστησε η καρδιά του» 2. αποκτώ συνήθεια πέρα από το ανεκτό όριο, ξεπερνώ τα όρια, υπερβαίνω τα εσκαμμένα («παράγινε… … Dictionary of Greek
σχολή — Ημιορεινός οικισμός (11 κάτ., υψόμ. 200), στην επαρχία Άνδρου του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Άνω Γαυρίου. * * * η, ΝΜΑ το ίδρυμα όπου παραδίδονται μαθήματα, σχολείο («Κυρηναϊκή Σχολή» φιλοσοφική σχολή που ιδρύθηκε από τον… … Dictionary of Greek
NILUS — I. NILUS Aegypti Episcopus exustus, sub Diocletiano. Vide Lactantium, l. 5. c. 11: II. NILUS Africae fluv. celeberrimus, ut Asiae Ganges, et Indus, atque Europae Danubius. Plurima eius ab antiquis perhibentur, et celebrantur nomina. Nam et… … Hofmann J. Lexicon universale
όνησις — ὄνησις, εως και δωρ. τ. ὄνασις, ιος, ἡ (Α) 1. χρησιμότητα, ωφέλεια, κέρδος 2. απόλαυση, ευτυχία 3. φρ. α) «ὄνασίς ἐστί τινι» ωφέλεια ή χαρά για κάποιον β) «ἔπ ὄνασίν τινι» και «εἰς ὄνασίν τίνος» για τη χαρά και την ευτυχία κάποιου γ) «ὄνησιν ἔχω» … Dictionary of Greek
οπόστος — ὁπόστος, η, ον (Α) 1. πόσος ως προς τον αριθμό, ως προς τη θέση που κατέχει σε μια αριθμητική σειρά («ὁπόστος εἰλήχει» τί αριθμό είχε πετύχει με την κλήρωση, Πλάτ.) 2. φρ. «ὁπόστος εἰμὶ» ή «ὁπόστος γίγνομαι ἀπό τινος» πόσες γενιές απέχω από… … Dictionary of Greek
γεμίζω — και γιομίζω και γιομώζω και γιομώνω (AM γεμίζω, Μ και γεμώζω και γεμώνω) 1. τοποθετώ κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή φορτώνω κάτι έτσι, ώστε να μη μένει καθόλου κενό («γεμίζω το ποτήρι κρασί», «σποδοῡ γεμίζων λέβητας») 2. τρώω πολύ, χορταίνω (α. «τή… … Dictionary of Greek