Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

(ἀποστράτηγος)

См. также в других словарях:

  • αποστράτηγος — ἀποστράτηγος, ο (Α) 1. στρατηγός που έχει αποσυρθεί από την υπηρεσία 2. στρατηγός που έχει συμπληρώσει τον χρόνο της στρατηγίας του 3. φρ. «ἀποστράτηγον ποιῶ τινα» τον θέτω σε αργία, τον αντικαθιστώ με άλλον …   Dictionary of Greek

  • ἀποστράτηγος — retired general masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστρατήγους — ἀποστράτηγος retired general masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστρατήγων — ἀποστράτηγος retired general masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστράτηγοι — ἀποστράτηγος retired general masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστράτηγον — ἀποστράτηγος retired general masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»