-
1 αποστρατηγος
ὅ1) бывший полководецἀποστράτηγον ποιεῖν τινα Dem. — увольнять кого-л. с должности командующего
2) ( в Риме) бывший претор Plut. -
2 απο-
приставка (тж. in tmesi) со значением:1) удаления или отделения (ἀποτέμνω)2) завершения (ἀπεργάζομαι)3) обратности или возвращения (ἀποδίδωμι)4) отрицания (ἀποχρήματος)5) прекращения (ἀπαλγέω)6) превращения (ἀποθηοιόω)7) прошлого (лат. ex)
См. также в других словарях:
αποστράτηγος — ἀποστράτηγος, ο (Α) 1. στρατηγός που έχει αποσυρθεί από την υπηρεσία 2. στρατηγός που έχει συμπληρώσει τον χρόνο της στρατηγίας του 3. φρ. «ἀποστράτηγον ποιῶ τινα» τον θέτω σε αργία, τον αντικαθιστώ με άλλον … Dictionary of Greek
ἀποστράτηγος — retired general masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστρατήγους — ἀποστράτηγος retired general masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστρατήγων — ἀποστράτηγος retired general masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστράτηγοι — ἀποστράτηγος retired general masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστράτηγον — ἀποστράτηγος retired general masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)