Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἀπο-στράτηγος

См. также в других словарях:

  • στρατηγός — Επώνυμο κερκυραϊκής οικογένειας, που καταγόταν από την Κρήτη. Ένας κλάδος της εγκαταστάθηκε στη Δαλματία. Κυριότερα μέλη της ήταν οι ακόλουθοι: 1. Αντώνιος. Σπούδασε φιλοσοφία στην Ιταλία και υπήρξε μέλος της Ακαδημίας των Αβλαβών και καθηγητής… …   Dictionary of Greek

  • Στρατηγός, Ξενοφώντας — Στρατιωτικός και πολιτικός (1869 1927). Σπούδασε στην πολεμική Ακαδημία του Βερολίνου. Στους Βαλκανικούς πολέμους του 1912 13 υπηρέτησε στο Γενικό Επιτελείο, του οποίου αργότερα έγινε υπαρχηγός. Αποστρατεύτηκε το 1917 αλλά μετά την παλιννόστηση… …   Dictionary of Greek

  • Χανδρηνός, Ανδρέας — Στρατηγός του Βυζαντίου στα χρόνια του Ανδρόνικου B’ Παλαιολόγου (1282 1328). Καταγόταν από παλαιά στρατιωτική οικογένεια της Μικράς Ασίας και πήρε μέρος σε διάφορους πολέμους εναντίον των Τούρκων στη Μικρά Ασία και εναντίον των Καταλανών στη… …   Dictionary of Greek

  • Σοφαίνετος — Στρατηγός από τη Στύμφαλο, που πήρε μέρος στην Κύρου Ανάβαση. Συμμετείχε στην εκστρατεία με 1.000 οπλίτες μισθοφόρους και αναφέρεται ως ο πρεσβύτερος των στρατηγών των Μυρίων. Μετά τη μάχη στα Κούναξα, ήταν από τους λίγους στρατηγούς που σώθηκαν… …   Dictionary of Greek

  • Φάυλλος — Στρατηγός των Φωκέων, ένας από τους τέσσερις που πήραν μέρος στον Γ’ Ιερό Πόλεμο (355 346 π.Χ.). Ήταν αδελφός του Ονόμαρχου, που λεηλάτησε τους Δελφούς, και συνεχιστής του έργου του. Το 354 π.Χ. νικήθηκε στη Θεσσαλία από τον βασιλιά της… …   Dictionary of Greek

  • Ολοφέρνης — Στρατηγός των Ασσυρίων την εποχή του Ναβουχοδονόσορα, περσικής καταγωγής. Σύμφωνα με την παράδοση, σκοτώθηκε από την όμορφη Εβραία Ιουδήθ, χήρα του Μανασή, την ώρα που κοιμόταν στο κρεβάτι του, κατά την πολιορκία της ιουδαϊκής πόλης Βετυλούας. Η… …   Dictionary of Greek

  • Πανάρης — Στρατηγός της Κρητικής Κυδωνίας, που έδρασε στο πρώτο μισό του 1ου αι. π.Χ. Κάτω από την αρχηγία του ίδιου και του Λασθένη οι Κρητικοί αγωνίστηκαν με επιτυχία εναντίον των διαφόρων επιδρομών των Ρωμαίων στο διάστημα 74 69 π.Χ., οπότε αναγκάστηκαν …   Dictionary of Greek

  • Χαβρίας — Στρατηγός της αρχαίας Αθήνας, γιος του Κτησίππου, που ήκμασε στο πρώτο μισό του 4ου αι. π.Χ. Το 392 οργάνωσε επιδρομή κατά της Λακωνικής και το 388 βοήθησε στην κατάληψη της Αίγινας από τους Αθηναίους, σκοτώνοντας σε ενέδρα τον Σπαρτιάτη αρμοστή… …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντίνος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της νεότερης Ελλάδας. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ, Αθήνα 1868 – Παλέρμο, Σικελία 1923). Βασιλιάς των Ελλήνων (1913 17, 1920 22). Ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας. Έπειτα από… …   Dictionary of Greek

  • Παλαιολόγος — I Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας από την οποία προέρχεται και η δυναστεία των Παλαιολόγων. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας. Από αυτά γνωστότερα είναι: 1. Νικηφόρος. Στρατηγός και υπέρτιμος.… …   Dictionary of Greek

  • βασίλειος — I Όνομα δύο Βυζαντινών αυτοκρατόρων. 1. Β. Α’ ο Μακεδών (813; 886). Βυζαντινός αυτοκράτορας (867 886) που εγκαινίασε τη μακεδονική δυναστεία. Ο Β., άσημης καταγωγής και αμόρφωτος, που η σωματική του ρώμη και η εξαιρετική ιππευτική του ικανότητα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»