Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

(ἀνέμου

  • 81 ношение

    ουδ.
    μεταφορά, μετακόμιση, κουβάλημα. || γρήγορη μεταφορά. || φορά (ανέμου κ.τ.τ.).
    το να φέρει (έχει) μαζί του•

    право на ношение оружия το δικαίωμα οπλοφορίας.

    Большой русско-греческий словарь > ношение

  • 82 определить

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. определенный, βρ: -лен, -лена, -лено.
    1. καθορίζω, προσδιορίζω•

    определить направление ветра προσδιορίζω την κατεύθυνση του άνεμου•

    обязанности каждого καθορίζω τις υποχρεώσεις του καθενός.

    || κάνω διάγνωση•

    определить болезнь κάνω διάγνωση της ασθένειας.

    (μαθ.) βρίσκω, λογαριάζω•

    определить треугольник, угол προσδιορίζω το τρίγωνο, τη γωνία.

    || διασαφηνίζω, διευκρινίζω, ξεδιαλύνω, ξεκαθαρίζω,
    2. χαρακτηρίζω, διατυπώνω, ορίζω, δίνω ορισμό•

    определить искусство δίνω τον ορισμό της Τέχνης.

    3. σημειώνω, διαγράφω•

    определить пунктиром линию раз-рза καθορίζω στικτώς τη γραμμή κοπής.

    4. καθιερώνω. || αποφασίζω, βγάζω απόφαση. || χορηγώ, παρέχω, δίνω. || μτφ. προετοιμάζω, προαποφασίζω, προκαθορίζω.
    5. διορίζω, τοποθετώ• ονομάζω• βάζω•

    его -ли в судьи τον ονόμασαν δικαστή•

    отец -ил сына в сапожника ο πατέρας έβαλε το γιο να μάθει τσαγκάρης.

    1. καθορίζομαι, προσδιορίζομαι• διασαφηνίζομαι, διευκρινίζομαι, ξεδιαλύνομαι, ξεκαθαρίζομαι. || σχηματίζομαι, διαμορφώνομαι πλήρως•

    характер -лся ο χαρακτήρας διαμορφώθηκε πλήρως.

    2. προσανατολίζομαι.
    3. κατατάσσομαι, τοποθετούμαι κρίνομαι• μπαίνω•

    -в военную службу μπαίνω στη στρατιωτική υπηρεσία•

    определить в пехоту κατατάσσομαι στο πεζικό•

    определить в команду корабля πιάνω δουλειά στο καράβι (γίνομαι μέλος του πληρώματος).

    Большой русско-греческий словарь > определить

  • 83 парусность

    θ.
    η συνολική επιφάνεια των πανιών. || το ύψος των πανιών το εκτιθέμενο στην επίδραση του άνεμου.

    Большой русско-греческий словарь > парусность

  • 84 по

    πρόθ.
    I.
    με δοτ., αιτ. κ. προθτ. πτώση είναι άτονη με εξαίρεση μόνο όταν ο τόνος ανεβαίνει από το ουσιαστικό στην πρόθεση π.χ. по лесу, по носу, по полю, по уши.
    1. (με δοτ.)• σημαίνει κίνηση στην επιφάνεια ή κατά μήκος του αντικειμένου, έκτασης, θέσης• επί, πάνω, στον, στη, στο κ.τ.τ.• гладить по голове χαϊδεύω στο κεφάλι•

    гулять по улицам κάνω περίπατο στους δρόμους•

    ударить по столу кулаком χτυπώ τη γροθιά στο τραπέζι•

    по краям дороги στις άκρες του δρόμου.

    || εναντίον, κατά•

    стрельба гитлеровцев по безоружным людям πυροβολισμοί των χιτλερικών κατά των άοπλων ανθρώπων.

    || μέσα, εντός, στο, στον, στην κ.τ.τ.• ходить по комнате κάνω βόλτες στο δωμάτιο•

    гулять по саду κάνω περίπατο στον κήπο.

    || (επανάλειψη ενέργειας)• στον, στην κ.τ.τ.• бегать по знакомым γυρίζω (συχνάζω) στους γνωστούς•

    ходить по театрам συχνάζω στα θέατρα.

    2. (για διεύθυνση)• κατά•

    идти по ветру πηγαίνω κατά τη φορά του ανέμου (όπως φυσά ο άνεμος)•

    идти по течению πηγαίνω κατά τον ρουν, όπως πάει το ρεύμα.

    || επί, σύμφωνα• με•

    идти по следам зверя πηγαίνω στα ίχνη του άγριου ζώου ή με τον τορό αυτού.

    3. κατά, σύμφωνα με•

    уехать по совету врача φεύγω κατά τη συμβουλή του γιατρού•

    по образцу κατά το παράδειγμα•

    по силам κατά τις δυνάμεις•

    уволиться по собственному желанию απολύομαι κατά θέληση μου ή με αίτηση μου•

    разложить по сортам ταξινομώ κατά είδη•

    по моде κατά τη μόδα•

    по правилу σύμφωνα με τον κανόνα.

    || με, απο, εκ, εξ•

    он женился по любви αυτός παντρεύτηκε με αγάπη.

    || απο, εκ•

    судить по внешности κρίνω από την εξωτερική εμφάνιση•

    знаю по книгам, по газетам γνωρίζω από τα βιβλία, τις εφημερίδες.

    || κατά, ως προς•

    добрый по характеру καλός κατά τον χαρακτήρα•

    учитель по профессию δάσκαλος (κατά) το επάγγελμα.

    || (για σχέσεις) κατά, απο, εκ•

    брат по матери ομομήτριος αδερφός•

    брат по отцу ομοπάτριος αδερφός•

    родственники по матери συγγενείς από τη μητέρα.

    4. με, απο, διά•

    отправить по почте στέλλω με το ταχυδρομείο (ταχυδρομικώς)•

    говорить по телефону μιλώ από το τηλέφωνο•

    передать по радио μεταδίνω από το ράδιο•

    ориентироваться по компасу προσανατολίχομαι με την πυξίδα.

    5. ένεκα, λόγω, εξ αιτίας, απο•

    по недосмотру από απροσεξία•

    отсуствовать по болезни απουσιάζω λόγω ασθένειας•

    ошибаться по рассеянности κάνω λάθος από αφηρεμάδα•

    по привычке από συνήθεια.

    6. για, δια, προς, με σκοπό•

    отряд по борьбе с бандитами απόσπασμα για τον αγώνα κατά των ληστών.

    || επί, στον, στην κ.τ.τ.• чемпион по классической борьбе πρωταθλητής της ελεύθερης (ελληνορωμαϊκής) πάλης. || (για τομέα σφαίρα έκτασης)• στον, στην κλπ., του, της κλπ.• приказ по полку διαταγή του συντάγματος•

    по фабрикам и заводам στις φάμπρικες και στα εργοστάσια.

    7. (με ουσ. στον πλθ.)• κατά• κάθε•

    гулять по утрам κάνω περίπατο κάθε πρωί ή το πρωί•

    по праздникам (κατά) τις γιορτές•

    заниматься по ночам ασχολούμαι τα βράδυα•

    цыплят по осени считают παρμ. τα πουλάκια το Φθινόπωρο τα μετράνε (στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό)•

    приеду по весне θα έρθω κατά την Άνοιξη•

    по десятому году στο δέκατο χρόνο.

    8. από•

    по стаканчику από ένα ποτηράκι•

    по рублю за штуку από ένα ρούβλι το κομμάτι•

    по одному από ένα (στον καθένα)•

    по разу από μια φορά (ο καθένας).

    || για•

    тоска по Родине νοσταλγία για την πατρίδα•

    тосковать по детям νοσταλγώ τα παιδιά.

    II.
    με αιτ.
    1. ως, έως, μέχρι•

    по колено ως το γόνα•

    войти в воду по пояс μπαίνω στο νερό μέχρι τη μέση•

    сыт по горло χορτάτος ως το λαιμό.

    || ως και, μέχρι και•

    прочитать с первой по четвртую главу διαβάζω από το πρώτο μέχρι το πέμπτο κεφάλαιο•

    с детских лет по день его смерти από τα παιδικά χρόνια ως τη μέρα του θανάτου του•

    по сей день μέχρι αυτή τη μέρα•

    по сегодня ως τα σήμερα.

    2. (για τόπο, χώρο, θέση κ.τ.τ.)• απο, στον, στην κ.τ.τ. сидеть по другую сторону стола κάθομαι από το άλλο μέρος του τραπεζιού•

    по левую руку από το αριστερό χέρι.

    3. για•

    ходить по грибы πηγαίνω για μανιτάρια•

    сходить по воду πηγαίνω για νερό.

    III.
    με προθετική•
    1. μετά, ύστερα, έπειτα από•

    с полгода по смерти отца μισό χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα.

    2. για•

    скучать по отце νοσταλγώ τον πατέρα.

    3. κατά, σύμφωνα προς• (για επιθυμία, συνήθεια κ.τ.τ.)• по них κατ αυτούς.
    εκφρ.
    по мне – κατ εμένα (κατά τη γνώμη μου, κατά την άποψή μου)•
    по дороге – στο δρόμο, καθ' οδόν.

    Большой русско-греческий словарь > по

  • 85 порыв

    α.
    1. ριπή άνεμου, ριπάδα,. ρεφούλι, ανεμόσυρμα, -μή.
    2. μτφ. ορμή, παράφορα, μένος, έξαψη ξέσπασμα.
    α.
    1. επιδίωξη, προσπάθεια απόπειρα.
    2. μέρος κομμένο.

    Большой русско-греческий словарь > порыв

  • 86 порывистость

    θ.
    ορμητικότητα άνεμου, το ριπαίο.

    Большой русско-греческий словарь > порывистость

  • 87 свист

    α.
    σφύριγμα, σύριγμα•

    пронзительный свист διαπεραστικό σφύριγμα•

    свист ветра το σφύριγμα του ανέμου•

    однообразный свист μονότονο σφύριγμα•

    свист пуль σφύριγμα των σφαιρών•

    художественный свист μελωδικό σφύριγμα.

    Большой русско-греческий словарь > свист

  • 88 сила

    θ.
    1. δύναμη, ρώμη (σωματική)•

    обладать огромной силой έχω τεράστια δύναμη•

    богатырская сила ηράκλεια δύναμη•

    напрячь все силы εντείνω όλες τις δυνάμεις.

    || μτφ. δύναμη πνευματική•

    душевные -ы ψυχικές δυνάμεις•

    умственные -ы πνευματικές δυνάμεις•

    сила характера δύναμη του χαρακτήρα.

    2. βία•

    применять -у χρησιποιώ (μετέρχομαι) βία.

    3. (τεχ.) ισχύς•

    сила машины ισχύς μηχανής•

    падающей вода ισχύς υδατόπτωσης•

    центробежная сила φυγόκεντρη δύναμη•

    сила тяжести η δύναμη του βάρους.

    4. (διάφορες επι μέρους σημασίες)•

    сила государства ισχύς του κράτους•

    сила коллектива η δύναμη της κολλεχτίβας•

    покупательная сила рубля η αγοραστική δύναμη του ρουβλιού•

    сила слова η δύναμη του λόγου•

    сила кисти художника η δύναμη του πινέλου του ζωγράφου•

    сила ветра η δύναμη του ανέμου•

    сила взрыва η δύναμη της έκρηξης•

    неестественная -υπερφυσική δύναμη•

    производственные -ы οι παραγωγικές δυνάμεις•

    рабочая сила εργατική δύναμη (οι εργάτες)•

    движущие -ы κινητήριες δυνάμεις•

    реакционные -ы αντιδραστικές δυνάμεις•

    вооружнные -ы οι ένοπλες δυνάμεις.

    5. ως επιρ. -ами με τις δυνάμεις•

    делать что-то своими -эми κάνω κάτι με τις δικές μου τις δυνάμεις.

    6. (απλ.) πλήθος, σωρεία.
    εκφρ.
    в -у – δύσκολα, μετά βίας•
    в -у чего и -ою чего – λόγω, ένεκα, συνεπεία, δυνάμει•
    в меру сил и по мере сил – στο μέτρο των δυνάμεων, όσο επιτρέπουν οι δυνάμεις•
    от -ы – (απλ.) το πιο πολύ, το περισσότερο, το πολύ•
    ему от -ы 33 лет – αυτός είναι το πιο πολύ 33 χρόνια•
    по -е возможности – κατά το δυνατό•
    под -у кому – ανάλογα με τις δυνάμεις κάποιου•
    с -ой – με έξαρση των δυνάμεων, με όλα τα δυνατά•
    через -у – πάνω από τις δυνάμεις, υπεράνω των δυνάμεων•
    -ою в ή до, от-до – (στρατ.) δύναμη•
    отряд -ою в 50 сабель – τμήμα δύναμης 50 ιππέων•
    всеми -ами – με όλες τις δυνάμεις•
    взять -уκ. войти в -у παίρνω δύναμη (ισχύ), μπαίνω σε ισχύ•
    пробовать -ы – δοκιμάζω τις δυνάμεις• (быть) в -е α) έχω ακόμα δυνάμεις (σωματικές ή πνευματικές), β) είμαι δυνατός, γ) είμαι στη φούρια, στο φόρτε, στο ζενίθ•
    быть в -ах ή в -е – είμαι σε θέση, έχω τη δύναμη•
    выше чьих сил – παραπάνω από τις δυνάμεις κάποιου•
    сил нет как ή до чего – (απλ.) δε μπορώ να σας διηγηθώ πώς ή πόσο (εξαιρετικά, πάρα πολύ)•
    что есть -ы – όσες δυνάμεις έχω•
    в -у закона – βάσει ή δυνάμει του νόμου.

    Большой русско-греческий словарь > сила

  • 89 уголь

    угля а.
    1. (πλθ. угли -ей) κάρβουνο, άνθρακας•

    каменный уголь πετροκάρβουνο, λιθάνθρακας, γαιάνθρακας•

    бурый уголь ο λιγνίτης•

    уголь превращать в уголь απανθρακώνω• ανθρακοποιώ.

    2. (πλθ. угли -ей κ. απλ. уголья -ьев)• τα κάρβουνα•

    пиляющие (горячие)угольи αναμμένα κάρβουνα.

    || ανθρακογραφίδα.
    εκφρ.
    белый уголь – λευκός άνθρακας (το νερό σαν κινητήρια δύναμη)•
    голубой уголь – κινητήρια δύναμη του άνεμου (ανεμοκινητήρων)•
    как на угольях ή на углях сидеть (быть, находить(ся) – σα να κάθομαι στα κάρβουνα (ανησυχώ πάρα πολύ).

    Большой русско-греческий словарь > уголь

  • 90 усиление

    ουδ.
    δυνάμωμα, ενίσχυση, ισχυροποίηση, κραταίωση• ένταση•

    усиление ветра δυνάμωμα του άνεμου•

    усиление обороны ενίσχυση της άμυνας.

    || χειροτέρευση• όξυνση•

    усиление болезни χειροτέρευση της ασθένειας•

    усиление противоречий όξυνση των αντιθέσεων.

    Большой русско-греческий словарь > усиление

  • 91 шум

    -а (-у) α.
    1. θόρυβος, βουή, τύρβη, αχός•

    лёгкий шум ελαφρός (σιγανός) θόρυβος•

    большой шум слышится μεγάλος θόρυβος ακούεται•

    ветра η βουή του άνεμου•

    шум волн η βουή των κυμάτων.

    || κρότος•

    шум шагов ο κρότος των βημάτων, το ποδοβολητό.

    || οχλοβοή, οχλαγωγία, χλαλοή• χάβρα. || φασαρία, φωνές.
    2. συζήτηση ζωηρή• ντόρος•

    много -а от ничего πολύς θόρυβος για το τίποτε.

    3. θρόισμα, θρος•

    листьев το θρόισμα των φύλλων.

    εκφρ.
    в голове – βούισμα στο κεφάλι•
    шум в ушах – βούισμα στ αυτιά.

    Большой русско-греческий словарь > шум

  • 92 βόμβος

    A booming, humming, Pl.Prt. 316a, Arist.Resp. 475a16; β. ἀνέμου κατιόντος its booming sound, Hld.5.27; of thunder, Epicur. Ep.2p.46U.; buzzing in the ears, Hp.Coac. 189; rumbling in the intestines, Gal.7.241:—[full] βόμβο, τό, barbarism in Ar. Th. 1176. (Onomatop.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βόμβος

  • 93 διάημι

    διάημι [ᾰ], [tense] impf. διάην, [dialect] Ep. Verb,
    A blow through, c. acc.,

    τοὺς [θάμνους].. οὔτ' ἀνέμων διάη μένος Od.5.478

    ;

    πώεα.. οὐ διάησι ἲς ἀνέμου Hes.Op. 517

    : c. gen., τῶν [οὐρῶν] ψυχρὸς ἐὼν διάησι [Βορέας] ib. 514.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διάημι

  • 94 καταιγίζω

    A rush down like a storm,

    πρὶν καταιγίσαι πνοὰς Ἄρεως A.Th.63

    , cf. Str.16.4.5, J.AJ3.5.2, Hld.1.22; στρόμβος καταιγίζων a rushing roaring sound, A.Fr. 195;

    ἐκνεφίας καταιγίσας ἐς τὴν ἀγοράν Alex.46.5

    ;

    εἰς τοὔψον Id.247.3

    ; of the sea, AP10.16.9 (Theaet.): metaph., of pain and sickness, Hp.Morb.3.7, 16; of love, AP12.88; of rumour, Ach.Tat.6.10; of drunken frenzy,

    τὴν καταιγίζουσαν ἐκ μέθης ζάλην Com.Adesp.1227

    .
    2 [voice] Pass., to be visited by storms, of places,

    τοῖς βορέαις Str.7.4.3

    , cf. 9.3.15: metaph.,

    ὁλκὰς θορύβοις -ομένη Hld.5.24

    ; also, of the sea,

    ὅταν ὑπ' ἀνέμου -ίζηται ὁ πόντος Gal.6.709

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταιγίζω

  • 95 καταρχή

    A beginning,

    πράγματος BGU1209.11

    (i B.C.), cf. Callicr. ap.Stob.4.28.16, Plb.2.12.8;

    κ. διαφορᾶς Id.22.4.14

    ,al.;

    ἀνέμου Mim. Oxy.413.213

    .
    II Astrol., forecast of an undertaking, voyage, etc., Serapio in Cat.Cod.Astr.1.99, Vett.Val.187.15 (pl.); περὶ καταρχῶν, title of poems by Maximus and Heph.Astr.
    III part of victim first offered, IG22.1359.
    IV primacy, sovereignty,

    τοῦ ἁθρόου Epicur.Fr. 314

    ; starting-point, basis, Chrysipp.Stoic.2.246; τὰς Χάριτας [ εἶναι] τὰς ἡμετέρας κ. Phld.Piet.14.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταρχή

  • 96 λαῖλαψ

    A furious storm, hurricane,

    βαῖνον ἐρεμνῇ λαίλαπι ἶσοι Il.12.375

    ;

    κελαινῇ λ. ἶσος 11.747

    ;

    ἄνεμος σὺν λαίλαπι πολλῇ 17.57

    ;

    Ζέφυρος βαθείῃ λ. τύπτων 11.306

    ;

    Ζέφυρος μεγάλῃ σὺν λ. θύων Od. 12.408

    , cf. 426;

    ὅτε τε Ζεὺς λαίλαπα τείνῃ Il.16.365

    ;

    ὦρσεν ἔπι ζαῆν ἄνεμον.. λ. θεσπεσίῃ Od.12.314

    , cf. 9.68;

    ὡς δ' ὑπὸ λαίλαπι.. βέβριθε χθών Il.16.384

    , cf. Semon.1.15;

    Νότου λαίλαπι Anacr.113

    ;

    λαίλαπι χειμωνοτύπῳ A.Supp.33

    (anap.), cf. LXX Jb.21.18, Plb.30.11.6; acc. to Arist.Mu. 395a7, a whirlwind sweeping upwards: metaph.,

    ἔτλης λαίλαπα δυσμενέων AP7.147

    (Arch.).—Not found in early Prose, but common later, cf.

    λ. ἀνέμου Ev.Marc.4.37

    , Plu.Tim.28; spelt

    λαῖλαμψ Sammelb.4324.15

    :—a form [full] λαιλαπετός, , occurs in Sch. A Il.11.495, Hsch.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαῖλαψ

  • 97 νότος

    νότος, ,
    A south wind (opp. Βορέας, Arist.Mete. 363b15, cf. Od.5.331),

    εὖτ' ὄρεος κορυφῇσι Ν. κατέχευεν ὀμίχλην Il.3.10

    ;

    ὅ τε ν. καὶ ὁ λίψ, ἀνέμων ὑετιώτατοι Hdt.2.25

    (but

    ὁ ν. οὐκ ἀρχόμενος ἀλλὰ λήγων ὑέτιος Arist.Pr. 942a29

    ) ;

    ἐτέγχθη κρᾶτ'.. πληγῇσι νότου S.Ph. 1457

    (anap.) ;

    χειμερίῳ νότῳ Id.Ant. 335

    (lyr.) ;

    ὑγρὸς καὶ βαρύς Arist.HA 597b11

    ;

    ὑδατωδέστερος Id.Pr. 943a5

    ; ὅταν μὲν ἐλάττων ᾖ, αἴθριός ἐστιν, ὅταν δὲ μέγας, νεφώδης ib. 942a34 ;

    καυματώδης Id.Mete. 364b23

    : in pl., Id.HA 612b6.
    2 N. personified as god of the South wind, Hes.Th. 380, 870.
    II south or south-west quarter,

    πρὸς μεσαμβρίης τε καὶ νότου Hdt.2.8

    ;

    πρὸς νότον κεῖται τῆς Λήμνου Id.6.139

    ;

    τῆς δὲ γῆς τὸ πρὸς ν. S.Fr.24.6

    ;

    τὸ πρὸς ν. τῆς πόλεως Th.3.6

    ;

    βλέπειν πρὸς ν. IG22.1227.18

    ; ὁ τοῖχος ὁ πρὸς ν. ib.12.372.51 ; πρὸς νότου ἀνέμου ib.56 ;

    βασίλισσα νότου Ev.Matt.12.42

    ; ἀπὸ νότου c. gen., to the south of, PTeb. 164.17 (ii B.C.), etc. ; later ἐκ νότου c. gen., PStrassb.29.8 (iii A.D.), etc.: gen.

    νότου

    to the south,

    PTeb.105.13

    (ii B.C.), etc.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νότος

  • 98 προσεάω

    2 permit as well, PLond.5.1790.7 (v/vi A.D.).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσεάω

  • 99 στάσις

    στάσις [ᾰ], εως, , ([etym.] ἵστημι)
    A placing, setting, (sc. δικτύων) X.Cyn.2.8, 9.16;

    τῶν κλιμάκων Plb.5.60.7

    ; erection of a statue,

    εἰκόνος IG7.411.34

    (Oropus, ii B.C.); στήλης ib.22.654.59 (iii B.C.), 11(4).1023 (Delos, iii B.C.).
    2 standing stone, pillar, LXX Jd.9.6.
    3 erection, building, PPetr.3p.139 (iii B.C., pl.); = ἐργαστήριον, Hsch.; so perh. in BGU1122.18, 21 (i B.C.).
    II (

    ἵστημι A.

    IV) weighing,

    αὕτη 'στὶ λοιπὴ σφῷν στάσις Ar.Ra. 1401

    ;

    βολίμου SIG241

    A 28 (Delph., iv B.C.); στάσις μισθοῦ the paying of the doctor's fee, Hp. Praec.4;

    ἀπὸ τᾶν κοινᾶν ποθόδων.. ἐπιλυθῆμεν τοὺς ἐρρυτιασμένους στάσι IG42(1).77.13

    (Troezen, ii B.C.).
    B ([etym.] ἵσταμαι) standing, stature, A.Eu.36 (marg.M βάσιν); standing still, stationariness, defined as ἀπόφασις τοῦ ἰέναι, Pl.Cra. 426d; opp. φορά, κίνησις, ib. 437a, 438c, Sph. 250a, 251d, Arist.Metaph. 1025b21, al.; rest, as a category of the intelligible, Plot.6.2.8; opp. ἠρεμία, Id.6.3.27; ὀμμάτων στάσιες fixed stare, Hp.Acut. (Sp.) 6; σ. ὤτων pricking of the ears, Poll.5.61; σ. τῆς γαστρός constipation, Orib.inc. 13.6; [ τοῦ αἵματος] sluggishness, Hp.Acut. (Sp.) 7; τοῦ ἀέρος,= νηνεμία, Thphr.Vent.18, Gal.9.908.
    2 the place in which one stands or should stand, position, posture, station,

    ἔχοντες σ. ταύτην ἐς τὴν ἔστημεν Hdt.9.21

    ; λέβης.. φυλάσσων τὴν ὑπὲρ πυρὸς ς. A.Fr.1; ἰδέσθαι.., τίν' ἔχει ς. E.Fr. 308 (anap.), cf. Ar.Pl. 954;

    τὴν 'ινοῦς σ. ἑστάναι E.Ba. 925

    ; τῆς αὐτῆς ἠξιοῦτο ς. D.19.272; σ. ἵππων,= ἱππόστασις, σταθμός, stable, stall, E.Fr. 442;

    ὄνων ἵππων τε στάσεις Ephipp.18

    ;

    τῆς σ. παρασύρων.. τὰς δρῦς Ar.Eq. 527

    ; κατὰ τὴν σ. δὴ στάντες standing each in his place, Antid.2; of military formation, κατάπυκνος ς. close order, Ascl.Tact.5.1; row,

    ἀμπέλων Tab.Heracl.2.77

    , al., cf. BGU1122.18,21 (i B.C., unless in signf. A. 1.3).
    b position in relation to the compass,

    ἡ σ. ἤλλακτο τῶν ὡρέων Hdt.2.26

    ; ἡ σ. τοῦ νότου καὶ τῆς μεσαμβρίης ibid.; setting of a wind from a quarter, τῶν ἐτησίων ἤδη στάσιν ἐχόντων having set in, Plb.5.5.3; γίνεταί τις ἀνέμου ς. Id.1.48.2, cf. Arist.Mete. 362b33, Thphr.Sign.35 (pl.); v. infr. 111.4.
    c of planetary connexion, Vett.Val.38.17.
    d metaph., from a boxer's position, ὥσπερ.. ὁρᾶτε τοὺς πύκτας περὶ τῆς σ. ἀλλήλοις διαγωνιζομένους, οὕτω καὶ ὑμεῖς.. ὑπὲρ τῆς πόλεως περὶ τῆς σ. ( τάξεως codd., but cf. Quint.Inst.3.6.3)

    αὐτῷ μάχεσθε Aeschin.3.206

    : hence, position taken up by a litigant (esp. defendant), Cic. Top.25.93;

    ἐπ' ἀδίκου σ. ἱστάμενος PRein.18.16

    (ii B.C.); issue, σ. ὁρική, νομική, λογική, etc., Hermog.Stat.2, cf. Syrian. in Hermog.2.55 R.
    e position, opinion of a philosopher, Plu.Cic.4, S.E.P.2.48, 3.33,37, al., Marcellin.Puls. 234.
    3 position, state, condition of a person,

    ἐν τῇ καλλίονι στάσει εἶναι Pl.Phdr. 253d

    ; esp. of moral, social, political position,

    μειρακιώδης Plb.10.33.6

    ;

    ἰδιώτου Epict.Ench.48

    ;

    φιλοσόφου Arr.Epict.3.15.13

    ; σ. ἔχειν ἐν τῷ βίῳ ib.1.21.1; state of affairs, Ostr.1151.3 (iii A.D.);

    ἡ σ. τῆς νόσου Hp.Dieb.Judic.10

    , cf. Mochl. 21 (pl.).
    4 στάσις μελῶν, expld. by Sch. as = στάσιμον (q.v.), Ar. Ra. 1281.
    II party, company, band, A.Ag. 1117 (lyr.), Ch. 114, 458 (lyr.), Eu. 311 (anap.).
    III esp. party formed for seditious purposes, faction, Thgn.51, Hdt.1.59,60; ἐπεκράτησε τῇ στάσι ib. 173; αἱ τῶν Μεγαρέων ς. Th.4.71.
    2 faction, sedition, discord, Thgn.781, Sol.4.19, Democr.245, Th.2.65;

    οἴκων Pi.N.9.13

    , al., cf. Hdt.5.28, al.;

    σ. ἀντιάνειρα Pi.O.12.16

    ; σκεπτομένων πόθεν ἡ ς. how the row began, Batr.135; στάσις ἐν ἀλλήλοισιν ὠροθύνετο a contest, A.Pr. 202;

    ὅστις.. στάσιν ποιέοι περὶ γαδαισίας Berl.Sitzb. 1927.8

    ([dialect] Locr., v B.C.);

    εἰς λόγου στάσιν ἐπελθών S.Tr. 1180

    ;

    σ. γλώσσης Id.OT 634

    ;

    στάσει νοσοῦσα πόλις E.HF34

    ;

    τὰς σ. ἐποιοῦντο πρὸς ἀλλήλους Isoc.4.79

    ;

    στάσεις παύω X.Mem.4.6.14

    ;

    καταλύειν Ar.Ra. 359

    ;

    πόλιν εἰς στάσιν ἐμβάλλειν X.Mem.4.4.11

    ;

    τὴν πόλιν εἰς στάσεις κατέστησαν Lys.25.26

    ;

    κατὰ στάσιν ἀποκτείνειν Id.30.13

    ; opp. πόλεμος, Pl.R. 470b, cf. Phd. 66c, Sol. l.c.;

    στάσεις καὶ διαστάσεις Arist.Pol. 1296a8

    .
    3 division, dissent,

    στάσιν ἐνέσεσθαι τῇ γνώμῃ Th.2.20

    ; οὐδ' ἔνι ς. there's no disputing it, A.Pers. 738 (troch.).
    4 metaph., τὰν ἀνέμων ς. Alc.18 (unless in signf. B.1.2b);

    ἀνέμων πνεύματα.. στάσιν ἀντίπνουν ἀποδεικνύμενα A.Pr. 1087

    (anap.); σ. κυμάτων Ach. Tat.3.2.
    V statute, decree, LXX Da.6.7(8), 1 Ma.7.18.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στάσις

  • 100 σύναυλος

    σύναυλ-ος (A), ον, ([etym.] αὐλός)
    A in concert with the flute; then generally, sounding in concord or unison, harmonious,

    ξ. ὕμνων βοά Ar.Ra. 212

    (lyr.): generally, in harmony with,

    ξ. βοὰ Χαρᾷ E.El. 879

    (lyr.);

    ὅτε τις κύκνος.. ἀνέμου σύναυλος ἠχῇ Anacreont.60.10

    .
    ------------------------------------
    σύναυλ-ος (B), ον, ([etym.] αὐλή)
    A dwelling with, living in the folds with (sc. ταῖς ποίμναις), S.OT 1126: metaph., θείᾳ μανίᾳ ξ., i.e. afflicted with madness, Id.Aj. 611 (lyr.).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύναυλος

См. также в других словарях:

  • ἀνεμοῦ — ἀ̱νεμοῦ , ἀνεμέω vomit up imperf ind mp 2nd sg (attic doric aeolic) ἀνεμέω vomit up pres imperat mp 2nd sg (attic) ἀ̱νεμοῦ , ἀνεμόομαι to be filled with wind imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀνεμόομαι to be filled with wind pres imperat mp 2nd …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνέμου — ἄνεμος wind masc gen sg ἀ̱νέμου , ἀνεμόω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀνεμόω pres imperat act 2nd sg ἀνεμόω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀνέμου — ἀνέμου , ἄνεμος wind masc gen sg ἀ̱νέμου , ἀνεμόω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀνέμου , ἀνεμόω pres imperat act 2nd sg ἐνέμου , νέμω deal out imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… …   Dictionary of Greek

  • ανεμοδείκτης — Μετεωρολογικό όργανο που χρησιμεύει στην εύρεση της διεύθυνσης του ανέμου. Παλαιότερα χρησιμοποιούσαν (κυρίως στα αεροδρόμια, για να φαίνεται από μακριά) έναν υφασμάτινο σάκο που στρεφόταν ελεύθερα γύρω από κατακόρυφο ιστό, ύψους τουλάχιστον 10 μ …   Dictionary of Greek

  • ανεμόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της ταχύτητας του ανέμου. Αποτελείται από έναν τροχό σε σχήμα έλικα με λοξά πτερύγια ή από τρία ή τέσσερα ημισφαιρικά κύπελλα και ένα στροφόμετρο. O άνεμος κάνει τη συσκευή αυτή να περιστρέφεται και η ταχύτητά του… …   Dictionary of Greek

  • έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… …   Dictionary of Greek

  • ανεμοκινητήρας — Διάταξη που εκμεταλλεύεται την κινητική ενέργεια του ανέμου για ποικίλους σκοπούς, όπως για να περιστρέφονται οι μυλόπετρες μύλου ή ελαιοτριβείου, για το ανέβασμα νερού, για την κίνηση γεννήτριας με σκοπό την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.… …   Dictionary of Greek

  • ανεμογεννήτριες — Κατασκευές που αποκαλούνται επίσης αιολικές μηχανές και έχουν την ικανότητα να μετατρέπουν την ενέργεια του ανέμου (αιολική ενέργεια) σε ηλεκτρική. Κατά κανόνα, αποτελούνται από μία φτερωτή που περιστρέφεται από τον άνεμο και μία διάταξη η οποία… …   Dictionary of Greek

  • άπνοια — Απόλυτη νηνεμία, έλλειψη κάθε πνοής ανέμου, το μηδέν κάθε ανεμομετρικής κλίμακας. Η απόλυτη γαλήνη στην επιφάνεια της θάλασσας απαιτεί αναγκαστικά έλλειψη κάθε πνοής ανέμου πάνω από αυτήν. Toαντίστροφο όμως δεν αληθεύει πάντοτε, γιατί με ά. δεν… …   Dictionary of Greek

  • ιστιοπλοΐα — Η πλεύση με ιστιοφόρο σκάφος. Υπάρχουν διάφορα είδη πλεύσεων, κυριότερα από τα οποία είναι: α) με τον καιρό στα πρίμα ή πρίμα (ουριοδρομία), όταν ο άνεμος πνέει ακριβώς από την πρύμνη κατά τη διεύθυνση της καρένας ή γενικά από την πρύμνη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»