Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

(ἀνέμου

  • 121 ἄνεμος

    ἄνεμος, ου, ὁ (Hom.+)
    a blowing atmospheric phenomenon, wind Rv 7:1; playing among the reeds Mt 11:7; Lk 7:24; scattering chaff B 11:7 (Ps 1:4); desired by the sailor IPol 2:3, or not ἐναντίος ἄ. a contrary wind Mt 14:24; Mk 6:48. ὁ ἄ. ἰσχυρό the storm Mt 14:30; cp. 32; Mk 4:39, 41; 6:51. ἄ. μέγας a strong wind J 6:18; Rv 6:13. ἄ. τυφωνικός a violent, hurricane-like wind Ac 27:14, cp. 15. For this, λαῖλαψ ἀνέμου a storm-wind Mk 4:37; Lk 8:23, cp. Mk 4:41; Lk 8:24 (on the stilling of the storm POxy 1383, 1 [III A.D.] κελεύειν ἀνέμοις.—WFiedler, Antik. Wetterzauber ’31, esp. 17–23).—Pl. without the art. (Jos., Bell. 4, 286) Js 3:4. οἱ ἄ. (Jos., Bell. 4, 299; also thought of as personified, cp. IDefixWünsch 4, 6 τὸν θεὸν τῶν ἀνέμων καὶ πνευμάτων Λαιλαμ) Mt 7:25, 27; 8:26f (the par. Mk 4:39 has the sg.); Lk 8:25; Jd 12. ἄ. ἐναντίοι contrary winds Ac 27:4. οἱ τέσσαρες ἄ. τῆς γῆς Rv 7:1 (cp. Zech 6:5; Jer 25:16; Da 7:2; En 18:2 τοὺς τέσσαρας ἀ. τὴν γῆν βαστάζοντας; on the angels of the winds cp. PGM 15, 14; 16, and on control of the winds Diod S 20, 101, 3 Aeolus as κύριος τῶν ἀνέμων; Ps.-Apollod., Epit. 7, 10 Zeus has appointed Aeolus as ἐπιμελητὴς τῶν ἀνέμων, καὶ παύειν καὶ προί̈εσθαι; Ael. Aristid. 45, 29 K.; IAndrosIsis, Kyme 39; POxy 1383, 9 ἀπέκλειε τὰ πνεύματα).
    οἱ τέσσαρες ἄνεμοι can also be the four directions, or cardinal points (Sb 6152, 20 [93 B.C.]; CPR 115, 6; PFlor 50, 104 ἐκ τῶν τεσς. ἀ.; Ezk 37:9 v.l.; Zech 2:10; 1 Ch 9:24; Jos., Bell. 6, 301, Ant. 8, 80; PGM 3, 496; 4, 1606f) Mt 24:31; Mk 13:27; D 10:5. ἀνέμων σταθμοί stations or quarters of the wind 1 Cl 20:10 (Job 28:25; s. Lghtf. and Knopf ad loc.).
    a tendency or trend that causes one to move from a view or belief, wind fig. ext. of 1 (cp. 4 Macc 15:32), περιφερόμενοι παντὶ ἀ. τ. διδασκαλίας driven about by any and every didactic breeze Eph 4:14.—B. 64.—DELG. M-M. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἄνεμος

  • 122 ῥιπίζω

    ῥιπίζω aor. 3 sg. ἐρρίπισεν Da 2:35 (Aristoph. et al.) blow here and there, toss, of the wind (Da 2:35; EpArist 70), that sets a wave in motion on the water, pass. (Philo, Aet. M. 125 πρὸς ἀνέμων ῥιπίζεται τὸ ὕδωρ; a quot. in Dio Chrys. 15 [32], 23 δῆμος ἄστατον κακὸν καὶ θαλάσσῃ πανθʼ ὅμοιον ὑπʼ ἀνέμου ῥιπίζεται; Cass. Dio 70, 4 ῥιπιζομένη ἄχνη. See also Epict., Fgm. F 2 p. 487 Sch.) ὁ διακρινόμενος ἔοικεν κλύδωνι θαλάσσης ἀνεμιζομένῳ καὶ ῥιπιζομένῳ Js 1:6.—DELG s.v. ῥίπτω. M-M.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ῥιπίζω

См. также в других словарях:

  • ἀνεμοῦ — ἀ̱νεμοῦ , ἀνεμέω vomit up imperf ind mp 2nd sg (attic doric aeolic) ἀνεμέω vomit up pres imperat mp 2nd sg (attic) ἀ̱νεμοῦ , ἀνεμόομαι to be filled with wind imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀνεμόομαι to be filled with wind pres imperat mp 2nd …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνέμου — ἄνεμος wind masc gen sg ἀ̱νέμου , ἀνεμόω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀνεμόω pres imperat act 2nd sg ἀνεμόω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀνέμου — ἀνέμου , ἄνεμος wind masc gen sg ἀ̱νέμου , ἀνεμόω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀνέμου , ἀνεμόω pres imperat act 2nd sg ἐνέμου , νέμω deal out imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… …   Dictionary of Greek

  • ανεμοδείκτης — Μετεωρολογικό όργανο που χρησιμεύει στην εύρεση της διεύθυνσης του ανέμου. Παλαιότερα χρησιμοποιούσαν (κυρίως στα αεροδρόμια, για να φαίνεται από μακριά) έναν υφασμάτινο σάκο που στρεφόταν ελεύθερα γύρω από κατακόρυφο ιστό, ύψους τουλάχιστον 10 μ …   Dictionary of Greek

  • ανεμόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της ταχύτητας του ανέμου. Αποτελείται από έναν τροχό σε σχήμα έλικα με λοξά πτερύγια ή από τρία ή τέσσερα ημισφαιρικά κύπελλα και ένα στροφόμετρο. O άνεμος κάνει τη συσκευή αυτή να περιστρέφεται και η ταχύτητά του… …   Dictionary of Greek

  • έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… …   Dictionary of Greek

  • ανεμοκινητήρας — Διάταξη που εκμεταλλεύεται την κινητική ενέργεια του ανέμου για ποικίλους σκοπούς, όπως για να περιστρέφονται οι μυλόπετρες μύλου ή ελαιοτριβείου, για το ανέβασμα νερού, για την κίνηση γεννήτριας με σκοπό την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.… …   Dictionary of Greek

  • ανεμογεννήτριες — Κατασκευές που αποκαλούνται επίσης αιολικές μηχανές και έχουν την ικανότητα να μετατρέπουν την ενέργεια του ανέμου (αιολική ενέργεια) σε ηλεκτρική. Κατά κανόνα, αποτελούνται από μία φτερωτή που περιστρέφεται από τον άνεμο και μία διάταξη η οποία… …   Dictionary of Greek

  • άπνοια — Απόλυτη νηνεμία, έλλειψη κάθε πνοής ανέμου, το μηδέν κάθε ανεμομετρικής κλίμακας. Η απόλυτη γαλήνη στην επιφάνεια της θάλασσας απαιτεί αναγκαστικά έλλειψη κάθε πνοής ανέμου πάνω από αυτήν. Toαντίστροφο όμως δεν αληθεύει πάντοτε, γιατί με ά. δεν… …   Dictionary of Greek

  • ιστιοπλοΐα — Η πλεύση με ιστιοφόρο σκάφος. Υπάρχουν διάφορα είδη πλεύσεων, κυριότερα από τα οποία είναι: α) με τον καιρό στα πρίμα ή πρίμα (ουριοδρομία), όταν ο άνεμος πνέει ακριβώς από την πρύμνη κατά τη διεύθυνση της καρένας ή γενικά από την πρύμνη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»