-
1 разворачиваться
στρέφω, γυρίζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > разворачиваться
-
2 ветрочёт
ο υπολογιστής ανέμου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ветрочёт
-
3 выветривать
1. (удалять действием ветра) (εξ)αερίζω 2. (геол.) διαβρώνω (μέσω του ανέμου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выветривать
-
4 давление
η πίεσ/η, η θλίψη, η κατάθλιψη, η τάσηповышать - αυξάνω/ανεβάζω την -спускать - χαμηλώνω/κατεβάζω την -, εκτονώνω την -удерживать - κρατώ/συντηρώ την -боковое - πλευρική -, εγκάρσια -- ветра - του ανέμου, ανεμομε-τρική -действительное - πραγματική -, δρώσα -кровяное мед. - του αίματοςнизкое - (по сравнению с требуемым) χαμηλή -, η υποπίεσηперегрузочное - της υπερφόρτισης, η υπερπίεσηповышенное - (кровяное) мед. η υπέρταση, η υπερτονίαпониженное - (кровяное) мед. η υπόταση- подачи (напр. топлива масла кислорода и т.п.) - της παροχής (π.χ. καυσίμου, αέρα, οξυγόνου κ.λπ.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > давление
-
5 дефлектор
1. тех. το ρυθμιστικό διάφραγμα, ο εκτροπέας της ροής αερίων των υγρών, ηχητικών κυμάτων, υλικών χύδην/σε χήμα 2. горн. το σύστημα εξαερισμού μέσω της ροής του ανέμου στο άνω μέρος του οχετού (της τσιμινιέρας) 3. (компаса) о ρυθμιστής, το μαγνητικό όργανο μέτρησης και διόρθωσης της παρεκτροπής (της πυξίδας).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дефлектор
-
6 дрейф
(отклонение от курса судна) η παρέκκλιση/εκτροπή του πλοίου από την πορεία του (λόγω ρεύματος, κύματος ή ανέμου)судно лежит на - е το πλοίο είναι ακινητοποιημένο/δεν μπορεί να κινηθείРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дрейф
-
7 измеритель
ο μετρητής. - видимости (метео) - ορατότητας- расхода (газа жидкости) - κατανάλωσης (αερίου, υγρού)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > измеритель
-
8 конус
ο κώνοςтормозной - του φρένου/της πέδηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > конус
-
9 момент
1. (физ., мех.) η ροπή- затяжки (напр. винта гайки) - σύσφιξηςкинетический - см. - импульса - количества движения см. - импульса - коррекции (в гироскопических приборах) - της τροποποίησης- крена (ав.мор.) - της κλίσηςкренящий - см. - крена критический - κρίσιμη -крутящий - см. - кручения - кручения - της στρέψης, στρέφουσα -- площади статический - του εμβαδού, στατικήтормозной - του φρένου/της πέδηςугловой - см. - импульса ускоряющий - της επιτάχυνσης2. (миг, мгновение) ηστιγμή 3. (отдельная сторона какого-л. явления) τοστοιχείο, η πλευρά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > момент
-
10 направление
η κατεύθυνση, η διεύθυνσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > направление
-
11 напряжённость
1. (мех., эл.) η ένταση, το επίπεδο της τάσης 2. (состояние) ηέντασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > напряжённость
-
12 порыв
(ветра) η ριπή (του ανέμου)боковой - ав. πλευρική -восходящий - ав. ανοδική -нисходящий ав. - καθοδική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > порыв
-
13 сила ветра
η ένταση του ανέμου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сила ветра
-
14 скорость
(характеристика движения материального тела) η ταχύτηταснижать - μειώνω την -, κόβω την -уменьшать - μειώνω/ελαττώνω την -- вращения антенны радиолокатора ο ρυθμός περιστροφής της κεραίας του ραντάρдозвуковая - υποακουστική -, υποηχητική -- передвижения (напр. экскаватора) - πορείαςпутевая ав. - εδάφουςсинхронная - эл. σύγχρονη -- снижения вертикальная ав. о βαθμός καθόδουугловая - крена ав. γωνιακή - διατοιχισμούугловая - тангажа ав. γωνιακή - πρόνευσης, ο βαθμός πρόνευσηςэксплуатационная ав. - χρήσης/εκμετάλλευσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > скорость
-
15 усилие
η δύναμηη προσπάθειαη έντασηприлагать - εφαρμόζω την -, βάζω -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > усилие
-
16 прах
прахм (останки) τό λείψανο/ ἡ τέφρα, ἡ στάχτη, ἡ σποδός (после кремации):у́рна с \прахом ἡ τεφροδόχη· здесь покоится \прах... ἐνθάδε κείται...· мир \праху твоему! γαΐαν ἐχοις ἐλαφράν!· ◊ все пошло́ \прахом ὅλα πήγανε κατ' ἀνεμου· отряхнуть \прах с ног τινάζω τήν σκόνη ἀπ' τά πόδια μου· разбить (врага) в пух и \прах νικώ (τόν ἐχθρόν) κατά κράτος. -
17 рев
ревм τό μούγγρισμα, τό μουγγρητό / τό ὁὔρλιασμα (волков, собак и т. п.)/ ὁ βρυχηθμός (льва)/ τό γκάρισμα (осла, мула)/ τό βουητό (машин и т. п.):\рев волн τό μούγγρισμα τών κυμάτων \рев сирены τό ούρλιασμα τής σειρήνας· \рев бу́ри τό μουγγρητό τής θύελλας· \рев машин τό βουητό τῶν μηχανών \рев ветра τό μουγγρητό τοῦ ἀνεμου. -
18 свист
свистм τό σφύριγμα, τό σύρισμα:\свист ветра τό σφύριγμα τοῦ ἀνεμου. -
19 балл
-а α.βαθμός, μονάδα μέτρησης σεισμού, ταχύτητας ανέμου κλπ.βαθμός προόδου μαθητή, σπουδαστή. || βαθμός αθλητικής επίδοσης. -
20 голос
-а (-у), πλθ. голоса α.1. φωνή, φθόγγος•высокий голос ψηλή φωνή•
низкий голос χαμηλή φωνή•
тонкий голос ψιλή (λεπτή) φωνή•
голос соловья φωνή αηδονιού•
звонкий голос ηχηρή φωνή•
глухой -υπόκωφη φωνή•
мужской голос ανδρική φωνή•
женский голос γυναικεία φωνή•
узнать по -у γνωρίζω από τη φωνή•
во весь голос μ’ όλη τη δύναμη της φωνής, στεντόρεια•
прислушиваться к -у масс αφουγκράζομαι τη φωνή (γνώμη) των μαζών.
2. (μουσ.) φωνή•второй голос δεύτερη φωνή.
3. ήχος•голос ветра η βουή του ανέμου.
4. μτφ. υπαγόρευση•голос рассудка η φωνή της λογικής•
голос совести η φωνή της συνείδησης•
голос крови η φωνή του αίματος (εσωτερική παρόρμηση εκδίκησης φόνου)•
голос страсти η φωνή του πάθους.
5. η ψήφος•право -а δικαίωμα ψήφου•
решающий голос θετική ψήφος•
совещательный голос συμβουλευτική ψήφος•
лишать права на -а στερώ το δικαίωμα ψήφου (του εκλέγειν)•
произвести подсчет -ов κάνω διαλογή των ψήφων•
избрать большинством -ов εκλέγω με πλειοψηφία.
εκφρ.в голос ή не своим -ом кричать, плакать – μεγαλόφωνα, δυνατά κράζω, κλαίω• (все) в один голос (όλοι) με μια φωνή, ομόφωνα•в -е (быть) – ηχώ καλά•с -а учить, запоминать – φωναχτά μαθαίνω, απομνημονεύω•с чужого -а говорить – είμαι μεγάφωνο άλλου, είμαι φερέφωνο, δεν έχω δική μου γνώμη.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀνεμοῦ — ἀ̱νεμοῦ , ἀνεμέω vomit up imperf ind mp 2nd sg (attic doric aeolic) ἀνεμέω vomit up pres imperat mp 2nd sg (attic) ἀ̱νεμοῦ , ἀνεμόομαι to be filled with wind imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀνεμόομαι to be filled with wind pres imperat mp 2nd … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνέμου — ἄνεμος wind masc gen sg ἀ̱νέμου , ἀνεμόω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀνεμόω pres imperat act 2nd sg ἀνεμόω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀνέμου — ἀνέμου , ἄνεμος wind masc gen sg ἀ̱νέμου , ἀνεμόω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀνέμου , ἀνεμόω pres imperat act 2nd sg ἐνέμου , νέμω deal out imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… … Dictionary of Greek
ανεμοδείκτης — Μετεωρολογικό όργανο που χρησιμεύει στην εύρεση της διεύθυνσης του ανέμου. Παλαιότερα χρησιμοποιούσαν (κυρίως στα αεροδρόμια, για να φαίνεται από μακριά) έναν υφασμάτινο σάκο που στρεφόταν ελεύθερα γύρω από κατακόρυφο ιστό, ύψους τουλάχιστον 10 μ … Dictionary of Greek
ανεμόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της ταχύτητας του ανέμου. Αποτελείται από έναν τροχό σε σχήμα έλικα με λοξά πτερύγια ή από τρία ή τέσσερα ημισφαιρικά κύπελλα και ένα στροφόμετρο. O άνεμος κάνει τη συσκευή αυτή να περιστρέφεται και η ταχύτητά του… … Dictionary of Greek
έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… … Dictionary of Greek
ανεμοκινητήρας — Διάταξη που εκμεταλλεύεται την κινητική ενέργεια του ανέμου για ποικίλους σκοπούς, όπως για να περιστρέφονται οι μυλόπετρες μύλου ή ελαιοτριβείου, για το ανέβασμα νερού, για την κίνηση γεννήτριας με σκοπό την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.… … Dictionary of Greek
ανεμογεννήτριες — Κατασκευές που αποκαλούνται επίσης αιολικές μηχανές και έχουν την ικανότητα να μετατρέπουν την ενέργεια του ανέμου (αιολική ενέργεια) σε ηλεκτρική. Κατά κανόνα, αποτελούνται από μία φτερωτή που περιστρέφεται από τον άνεμο και μία διάταξη η οποία… … Dictionary of Greek
άπνοια — Απόλυτη νηνεμία, έλλειψη κάθε πνοής ανέμου, το μηδέν κάθε ανεμομετρικής κλίμακας. Η απόλυτη γαλήνη στην επιφάνεια της θάλασσας απαιτεί αναγκαστικά έλλειψη κάθε πνοής ανέμου πάνω από αυτήν. Toαντίστροφο όμως δεν αληθεύει πάντοτε, γιατί με ά. δεν… … Dictionary of Greek
ιστιοπλοΐα — Η πλεύση με ιστιοφόρο σκάφος. Υπάρχουν διάφορα είδη πλεύσεων, κυριότερα από τα οποία είναι: α) με τον καιρό στα πρίμα ή πρίμα (ουριοδρομία), όταν ο άνεμος πνέει ακριβώς από την πρύμνη κατά τη διεύθυνση της καρένας ή γενικά από την πρύμνη… … Dictionary of Greek