-
1 ύψι
-
2 ὕψι
-
3 ὕψι
ὕψῐ, Adv.A on high, aloft,ὕ. δ' ἀναθρῴσκων πέτεται Il.13.140
; ὕ. βιβάς ib. 371;Ζεὺς ἥμενος ὕ. 20.155
, cf. Od.16.264;ἴρηξ.. ἀηδόνα.. ὕ. μάλ' ἐν νεφέεσσι φέρων Hes.Op. 204
; ἐμάχοντο.. ἀπὸ νηῶν ὕ. μελαινάων ἐπιβάντες from high on the ships, Il.15.387;ὕ... ἀέλλη σκίδνατο 16.374
;ὕ... ὁρμίσσομεν
out at sea,14.77
. (Hence ὑψίων, ὑψίτερος, ὕψιστος,—all prob. connected with ὑπέρ.) -
4 ὕψι
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὕψι
-
5 ὑψιφαής
ὑψῐ-φᾰής, ές,A high-shining, far-seen,τάφος AP7.701
(Diod.);οὐρανὸς ὑ.
PMag. Leid.V.8.2
:—also [suff] ὑψῐ-φᾰνής, ές, μνῆμα IG22.3639.1
: metaph., eminent, B.13.5:—also [suff] ὑψῐ-φάεννος [pron. full] [ᾰ], ον, Ph.Epic. ap. Eus.PE9.37.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψιφαής
-
6 ὑψίκομπος
ὑψῐ-κομπος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψίκομπος
-
7 ὑψιπέτης
A high-flying, soaring,αἰετός Il.12.201
, 219, Od.20.243;ὑψιπετᾶν ἀνέμων Pi.P.3.105
;γενοίμαν αἰετὸς ὑψιπέτας S.Fr. 476
= Ar. Av. 1337 (lyr.): [comp] Comp.- έστερος Herm.
ap. Stob.1.49.45:—some unnamed Gramm. (in opposition to Aristarchus) wrote ὑψιπετῆς ([var] contr. from ὑψιπετήεις), v. Sch. A Il.12.201; the acc. sg. ὑψιπετῆ ὄρνιθα in Ant. Lib.16.2 belongs in sense to this word, in form to the next.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψιπέτης
-
8 ὑψιτέχνης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψιτέχνης
-
9 ὑψιβάμων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψιβάμων
-
10 ὑψίβατος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψίβατος
-
11 ὑψιβίας
A high and mighty, Corinn.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψιβίας
-
12 ὑψιβόας
A loud-shouter, name of a frog in Batr.202.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψιβόας
-
13 ὑψιβρεμέτης
A high-thundering, epith. of Zeus, Il.1.354, 12.68, Od.5.4, Hes.Op.8, etc.; in mock heroic lines, Ar.Lys. 773, cf. Luc.Tim.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψιβρεμέτης
-
14 ὑψίβρομος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψίβρομος
-
15 ὑψιγέννητος
ὑψῐ-γέννητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψιγέννητος
-
16 ὑψίγονος
ὑψῐ-γονος, ον,A produced on high, Nonn.D.27.98.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψίγονος
-
17 ὑψίγυιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψίγυιος
-
18 ὑψιδαίδαλτος
ὑψῐ-δαίδαλτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψιδαίδαλτος
-
19 ὑψίδειρος
ὑψῐ-δειρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψίδειρος
-
20 ὑψίδομος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψίδομος
См. также в других словарях:
ὕψι — on high indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύψι — Α επίρρ. (επικ. τ.) σε ύψος, ψηλά («Ζεὺς ἥμενος ὕψι κέλευεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὕψι ανάγεται στο θ. ὑπ (IE *up) τών ὑπό*, ὑπέρ, ὕπ ατος*, και εμφανίζει δυσερμήνευτο συριστικό s (πρβλ. ἀπό: ἄψ, ὀψέ και τα λατ. sub: sustines) και επίθημα … Dictionary of Greek
ὕψιν — ὕψι on high nu̱movable indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέτομαι — και πέταμαι, ΝΜΑ (για πτηνά, έντομα, τον νου και τη σκέψη) πετώ νεοελλ. επαίρομαι, κομπάζω, καυχιέμαι (τη δύναμή του επέτετο πολλά τον καυκησάρης», Ερωτόκρ.) αρχ. μσν. φτερουγίζω, γυρίζω άσκοπα εδώ κι εκεί αρχ. 1. (για τη φήμη) διαδίδομαι γρήγορα … Dictionary of Greek
ταχυπέτης — ο / ταχυπέτης ύπετες, Ν ΜΑ, και ταχυπετής, ές, ΜΑ νεοελλ. ζωολ. λόγια ονομασία γένους νηκτικών πτηνών μσν. αρχ. (κυριολ. και μτφ.) ταχύπτερος, αυτός που πετά γρήγορα («φθάνει τὸ τοῡ θανάτου ταχυπετὲς καὶ ὀξυδρόμον», Λεξ. Σούδα). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
upo, up, eup, (e)up-s- — upo, up, eup, (e)up s English meaning: under, from under, etc.. Deutsche Übersetzung: etwa “under an etwas heran” Note: from the meaning “from under hinauf” die meaning “hinauf, about”, die partly here, esp. but in related… … Proto-Indo-European etymological dictionary
высокий — высок, высока, высоко, сравн. ст. выше, сюда же высь ж.; ср. укр. високий, др. русск., ст. слав. высокъ ὑψηλός (Супр.), болг. висок, више, сербохорв. вѝсо̄к, ви̏ше, словен. visòk, vîše, чеш. vysoky, vyše, слвц. vysoky, польск. wysoki, в. луж.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Hypsibema — Temporal range: Late Cretaceous Scientific classification Kingdom: Animalia Phylum: Chordata Class … Wikipedia
Гипсилофодон — †Гипсилофодон Hypsilophodon foxii рисунок карандашом … Википедия
Θρακοφοίτης — Θρᾳκοφοίτης, ὁ (Α) αυτός που πηγαίνει συχνά στη Θράκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Θρᾴκη + φοιτης < φοιτώ (πρβλ. ουρανο φοίτης, υψι φοίτης)] … Dictionary of Greek
δείρος — δεῑρος, το (Α) 1. δειρή 2. δειράς. [ΕΤΥΜΟΛ. Είτε πρόκειται για παράλληλο τ. τού δειράς* είτε προήλθε από το σύνθ. υψί δειρος «αυτός που έχει υψηλούς βράχους», παρασυνδεθέν με το β συνθετικό του] … Dictionary of Greek