-
21 игра
-ы, πλθ. игры, игр θ.1. παιγνίδι (ως ψυχαγωγία)•игра как метод обучения το παιγνίδι σαν μέθοδος διδασκαλίας•
игра в тнис το παιγνίδι της αντισφαίρισης•
спортивные -ы οι αθλοπαιδιές•
азартные -ы τυχερά παιγνίδια.
|| χαρτοπαιξία, χαρτοπαίγνιο.2. άθυρμα•детские -ы παιδικά παιγνίδια•
распечатать -у ανοίγω το καινούριο παιγνίδι.
3. πλθ. αγώνες•олимпийские -ы ολυμπιακοί αγώνες• κο•
игра ринфские -ы τα Ισθμια.
4. εκτέλεση (μουσικού έργου ή σκηνικού ρόλου), παίξιμο.5. παιγνίδι (με διάφορες σημασίες)•опасная игра επικίνδυνο παιγνίδι•
политическя игра πολιτικό παιγνίδι•
сейчас моя игра τώρα παίζω εγώ, είναι η δική μου σειρά να παίξω•
эта игра не в счёт αυτό το παιγνίδι (φορά, χαρτωσιά κλπ.) δε λογίζεται, δεν πιάνεται•
игра вина το άφρισμα του κρασιού•
игра бриллиантов η μαρμαρυγή των διαμαντιών.
εκφρ.игра воображения – αποκύημα φαντασίας•игра слов – λογοπαίγνιο, καλαμπούρι•игра природы – ιδιοτροπία της φύσης•случая ή судьбы – φορά της τύχης•биржевая - – το παίξιμο στο χρηματιστήριο•игра не стоит свеч – δεν αξίζει τον κόπο•играть ή вести большую -у – επιχειρώ μεγάλη υπόθεση (που μπορεί να έχει δυσάρεστες συνέπειες). -
22 соревнование
-я ουδ.1. άμιλλα• συναγωνισμός•социалистическое соревнование σοσιαλιστική άμιλλα•
вызвать на соревнование καλώ σε άμιλλα.
2. πλθ. -я (αθλτ.) οι αγώνες•-я по плаванию κολυμβυ-τικοί αγώνες.
-
23 финал
-а α.1. τέλος, πέρας, φινάλε•пе-чэльный финал θλιβερό τέλος•
финал симфонии το τέλος της (μουσικής) συμφωνίας.
2. οι τελικοί αγώνες•выйти в финал βγαίνω στους τελικούς αγώνες.
-
24 εἰσελαστικός
A celebrated by a triumphal entry,ἀγῶνες εἰ. CIG2932
([place name] Tralles), 3426 ([place name] Philadelphia), IGRom.3.370 ([place name] Adada), cf. Plin.Ep.10.118; ἱεροὶ εἰ. [ἀγῶνες] Ath.Mitt.26.239 ([place name] Tralles).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰσελαστικός
-
25 μουσικός
A musical,ἀγῶνες μ. καὶ γυμνικοί Ar.Pl. 1163
, cf. Th.3.104;χοροί τε καὶ ἀγῶνες μ. Pl.Lg. 828c
; τὰ μουσικά music, X.Cyr.1.6.38, Sammelb. 6319.54 (Ptol.), SIG578.18 (Teos, ii B. C.). Adv. -κῶς Pl.Alc.1.108d
, etc.; cf. foreg.II of persons, skilled in music, musical, X.l.c., etc.;ποιητικοὶ καὶ μ. ἄνδρες Pl.Lg. 802b
;κύκνος καὶ ἄλλα ζῷα μ. Id.R. 620a
;περὶ αὐλοὺς -ώτατοι Ath.4.176e
; lyric poet, opp. epic, Pl.Phdr. 243a (but opp. μελοποιός, Phld.Mus.p.96 K.); μ., οἱ, professional musicians, OGI383.162 (Commagene, i B. C.), PFlor.74.6 (ii A. D.); (Delos, ii B. C.).2 generally, votary of the Muses, man of letters and accomplishments, scholar, opp. ἀμαθής, Ar.Eq. 191;ἀνὴρ σοφὸς καὶ μ. Id.V. 1244
;ἀνδρὸς φιλοσόφου ἢ φιλοκάλου ἢ μ. Pl.Phdr. 248d
, al.; πόλις -ωτάτη most full of liberal arts, Isoc.Ep.8.4;ἡ τῶν νέων οὐσία μουσικωτάτη Pl.Lg. 729a
: c. inf., παρ' ὄχλῳ -ώτεροι λέγειν more accomplished in speaking before a mob, E.Hipp. 989.III of things, elegant, delicate,βρώματα Diox.1
;ἥδιον οὐδέν, οὐδὲ -ώτερον Philem.23
; harmonious, fitting,τροφὴ μέση καὶ μ., τὸν Δώριον τρόπον τῆς τύχης ὡς ἀληθῶς ἡρμοσμένη Dam.Isid.50
. Adv. - κῶς harmoniously, suitably,οἱ λόγοι οὐ πάνυ μ. λέγονται Pl.Prt. 333a
;μ. ἐρᾶν Id.R. 403a
;ὀρθῶς καὶ μ. Id.Lg. 816b
;εὐρύθμως καὶ μ. εἰπεῖν Isoc.13.16
; μ. ἅλας δοῦναι, ὄψον σκευάσαι, Euphro 11.10, Nicom.Com.1.9: [comp] Comp. - ωτέρως, λέγειν Arist.Rh. 1395b29
: [comp] Sup. - ώτατα Ar.Ra. 873.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μουσικός
-
26 φυλλοφόρος
φυλλο-φόρος, ον,A bearing leaves, φ. ἀγῶνες, = φυλλίναι ἀγῶνες, Pi.O.8.76; later in literal sense, Dsc.4.146.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυλλοφόρος
-
27 προ-αγωνίζομαι
προ-αγωνίζομαι, dep. med., vorher, früher kämpfen; τινί, mit Einem; προηγώνισϑε τοῖς Μακεδόσιν, Thuc. 4, 126; sich zum Kampfe vorüben, προαγωνιστέον, Plat. Legg. VII, 796 d; Sp., wie Hdn. 3, 7; περί τινος, D. Sic. 19, 26; προηγωνισμένοι ἀγῶνες, pass., Plut. Aristid. 12; auch = für Einen kämpfen, Flamin. 11.
-
28 πικρός
πικρός, bei Dichtern auch 2 Endgn, wie Od. 4, 406, eigtl. spitz, scharf (vgl. Buttm. Lexil. I p. l 7), ὀϊστός, βέλεμνα, Hom.; γλωχίν, Soph. Trach. 678; daher übh. eindringend, scharf auf die Sinne wirkend; – a) vom Geschmack, herb, bitter; ῥίζα, Il. 11, 846; ἅλμη, Od. 5, 322; ähnlich δάκρυον, 4, 153; ἀπ' ὄμφακος πικρᾶς οἶνος, Aesch. Ag. 944; πικρὰν χολὴν κλύζουσι φαρμάκῳ πικρῷ, Soph. frg. 733; Ggstz von γλυκύς, Her. 7, 35; so auch τὸ λεγόμενον πικρῷ γλυκὺ μεμιγμένον, Plat. Phil. 46 c; πικροὶ καὶ χολώδεις χυμοί, Tim. 86 e. – b) vom Geruch, durchdringend, Od. 4, 406. – c) vom Gefühl, stechend, schneidend, tief schmerzend, ὠδῖνες, Il. 11, 271, wie Soph. Trach. 41, u. eben so, πικροῠ τοῠδ' αἰόλου κνώδοντος, Ai. 1003. – d) vom Gehör, durchdringend, scharf, gellend, bes. von sehr hohen, das Trommelfell schmerzhaft reizenden Tönen, Ar. Pax 795, πικρᾶς οἰμωγᾶς, Soph. Phil. 189, φϑόγγος, O. C. 1606, u. ä., πικρᾶς ὄρνιϑος ὀξὺν φϑόγγον, Ant. 419. – el überh. schmerzhaft, widerwärtig, wodurch man sich verletzt, gekränkt fühlt, Od. 17, 448; πικροτάτα τελευτά, Pind. I. 6, 43; δύαι, Aesch. Prom. 178; τιμωρία, Pers. 465; γάμου πικρὰς τελευτάς, Ag. 725, λύπη, Soph. bl. 644; ἀγῶνες, Ai. 1218; vgl. πικρὰν δοκῶ με πεῖραν τήνδε τολμήσειν ἔτι, El. 462; νόστος, Eur. Phoen. 956; λύπη, Or. 1105; πικροτάτους δεσμούς, Bacch. 634; πικροὺς ἰγώ σοι δείξω νόμους, Ar. Av. 1045; u. in Prosa; ούδὲν τῆς ἀνάγκης πικρότερον, Antiph. 2 β 4; χαλεπὴν καὶ σφόδρα πικρὰν γειτονίαν, Plat. Legg. VIII, 843 c; λόγοι, Gorg. 522 b. – f) auch von Personen, heftig, jähzornig, bes. feindselig, τοὺς φιλτάτους γὰρ οἶδα νῷν ὄντας πικρούς, Aesch. Ch. 232; ἄϑεον ἄνδρα καὶ τοκεῠσιν πικρόν, Eum 147; πικρὸς πολίταις ἐστίν, Eur. Med. 224, u. öfter; εἴς τινα, Her. 1, 123; πονηρὸς καὶ πικρὸς καὶ συκοφάντης vrbdt Dem. 25, 45; u. so adv., ὠμῶς καὶ πικρῶς ἔχειν ἐπί τινι, ib. 83; τύραννος, Pol. 7, 13, 7; δικαστής, streng, 5, 41, 3; καὶ ἀπαραίτητος u. ä. oft (vgl. Arist. eth. 4, 11); u. so auch im adv., πικρῶς διακεῖσϑαι πρός τινα, 4, 14, 1; πικρότατα χρῆσϑαί τινι, 1, 72, 3, u. a. Sp. – [ Hom. braucht ι lang, es findet sich aber auch kurz, Soph. Ai. 500, Theocr. 8, 74]
-
29 πολύ-φατος
πολύ-φατος, wovon viel geredet od. gesprochen wird, viel gepriesen, berühmt; ἀγῶνες, Pind. P. 11, 47; auch ὕμνος, Ol. 1, 8; ϑρόος, N. 7, 81.
-
30 πολεμικός
πολεμικός, zum Kriege geschickt, kriegerisch; ἀνήρ, Plat. Rep. VII, 522 e; ϑεός, Crat. 407 d; σκευή, Legg. XII, 947 c; μηχαναί, XI, 922 a; ἀγῶνες, Thuc. 2, 43; τὰ πολεμικά, Kriegsangelegenheiten, Kriegswesen, Thuc. 2, 39. 89; ἀγαϑὸν ἄνδρα τὰ πολεμικά, Plat. Conv. 174 c; Xen. An. 3, 1, 38 u. öfter (aber auch = feindlich, im Ggstz von φιλικά, Xen. Mem. 2, 6, 21); ἐμπει-ρία, Pol. 10, 8, 5 u. sonst; ἡ πολεμική, sc. τέχνη, die Kriegskunst, Plat. Prot. 322 b; vgl. Polit. 305 b; D. L. 3, 100; Xen. An. 2, 6, 1. 6. 7 unterscheidet es von φιλοπόλεμος; er vrbdt auch ἀνέκραγε πολεμικόν, 7, 3, 33, ein Kriegsgeschrei; vgl. Pol. 3, 96, 2, τὸ πολεμικὸν σημαίνειν, classicum canere, u. öfter; bei Ath. XIV, 618 c eine Flötenweise. – Adv., πολεμικῶς ἔχειν πρός τινα, Xen. Cyr. 5, 2, 25 Mem. 2, 6, 18 u. A.
-
31 σκηνικός
σκηνικός, zur Scene, Bühne gehörig, zum Theater gehörig, theatralisch; ἀγῶνες, Ath. XIV, 630, u. a. Sp., auch adv. – Bes. ὁ σκηνικός, der eigentliche Schauspieler, der auf der Scene spielt, im Ggstz zu dem in der Orchestra Singenden u. Tanzenden, ϑυμελικός, Plut. Oth. 6. – Nach S. Emp. adv. gramm. 288 hieß Euripides ὁ σκ. φιλόσοφος.
-
32 φυλλο-φόρος
φυλλο-φόρος, Blätter, Laub tragend, bringend, ἀγῶνες Pind. Ol. 8, 76.
-
33 χορ-ηγικός
χορ-ηγικός, ή; όν, dem χορηγός gehörig, ihn betreffend. Dah. χορηγικοὶ ἀγῶνες, Wetteifer in der Ausstattung und Aufführung von Chören, Xen. Hier. 9, 11; τρίποδες, die von den siegenden Chören einem Gotte geweihten und in einem Tempel aufgestellten Dreifüße, Plut. Arist. 1.
-
34 γυμνικός
-
35 ξιφη-φόρος
ξιφη-φόρος, ein Schwert tragend; Eur. Ion 980; auch ἀγῶνες, Aesch. Ch. 577; Eur. oft, ξιφηφόρων ἐς ἀγώνων ἅμιλλαν, Herc. Fur. 812; in sp. Prosa, Hdn. 7, 10, 3.
-
36 ξιφο-δήλητος
ξιφο-δήλητος, mit dem Schwerte getödtet; ϑάνατος, Tod durch's Schwert, Aesch. Ag. 1510; ἀγῶνες, Ch. 718.
-
37 δι-ετήσιος
δι-ετήσιος, das Jahr durch dauernd; ἀγῶνες καὶ ϑυσίαι Thuc. 2, 38; Dion. Hal. 1, 32. – Aber B. A. 35 wird das adv. aus Thuc. u. Ar. angeführt, = δι' ἔτους, καϑ' ἕκαστον ἔτος.
-
38 δημόσιος
δημόσιος (Sp. auch 2 End.), dem Volk od. dem Staat angehörend, öffentlich, Ggstz ἴδιος, z. B. ἀγρός, Her. 5, 29; πλοῦτος, Thuc. 1, 80; Plat. Gorg. 469 e u. öfter; γῆν δημοσίαν ποιεῖν, zum Staatsgut machen, confisciren, Lys. 18, 14; δημόσιον γίγνεσϑαι, εἶναι, Staatsgut werden, ἀφίησιν αὐτὰ δημόσια εἶναι Thuc. 2, 13; δημόσιον γίγνεσϑαι, d. i. öffentlich verkauft werden, Plat. Legg. V, 742 b; τὰ δημόσια, Staatseinkünfte, Ar. Vesp. 554; οἰκοδομήματα u. ähnl., Plat. Legg. XII, 952 c; ἀγών, auf öffentliche Kosten veranstaltet, XI, 865 a; δίκαι, ἀγῶνες, Staatsprocesse, Aesch. 1, 2; Arist. pol. 6, 3; – ὁ δημόσιος, a) jeder öffentliche Diener in Athen, Her. 6, 121 u. Folgde, nach B. A. 234 ὁ τῆς πόλεως δοῦλος, vgl. Lob. ad Phryn. 476; so Ar. Lys. 436, wo es Einer von der Stadtwache ist, vgl. Böckh Staatshh. I, S. 222; Dem. 2, 19, bei dem auch ein öffentlicher Schreiber so heißt, wie App. B. C. 3, 14. – b) der Folterknecht, Aesch. 2, 36; der Scharfrichter, Henker, D. Sic. 13, 102. Auch ein Verbrecher, der als der Sündenbock für den ganzen Staat hingerichtet wird, Ar. Equ. 1114, Schol. φαρμακός, w. m. s.; – τὸ δημόσιον, der Staat, Her. 1, 14; Ggstz βασιλεύς, 6, 59; das Gemeinwesen, ὅταν τὸ δ. ὑπό τινος τῶν πολιτῶν ἡγῆταί τις ἀδικεῖσϑαι Plat. Legg. VI, 767 b; ἐκ τοῠ δημοσίου, von Staatswegen, Xen. Lac. 3, 4; πρὸς τὸ δημόσιον προςιέναι, Staatsgeschäfte übernehmen, Dem. Bes. Staatskasse, ὁ ἐκ δημοσίου μισϑός, Thuc. 6, 31; Xen. Hell. 5, 2, 10; ἡ ἐκ δ. τροφή, Plat. Rep. V, 465 d. Auch = Staatsgefängniß, Thuc. 5, 18; Staatsarchiv, Dem. 18, 142. Bei Pol. 6, 13, 3 sind τὰ δημόσια Staatsgebäude; – ἡ δημοσία, dor. δαμοσία, sc. σκηνή, das Zelt der spartanischen Könige, Xen. Lac. 13, 7, vgl. Hell. 4, 5, 8. – Bei Plat. Phil. 51 c, δημόσια καὶ περιφανῆ, = allbekannt.
-
39 θυμελικός
-
40 θεματικός
θεματικός, zum Thema gehörig, einen aufgestellten Satz betreffend, Rhett. – Das, worauf ein Preis gesetzt ist, ἀγῶνες ϑεματικοί, im Ggstz der στεφανῖται, Poll. 3, 153. – Ῥῆμα, Stammwort, auf welches die abgeleiteten Formen zurückgeführt werden können, Gramm. – Auch adv., ϑεματικώτερον, dem Thema entsprechender, Apoll. D. synt. 107, 13.
См. также в других словарях:
Ἀγῶνες — Ἀγών masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγῶνες — ἀγών gathering masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ολυμπιάδες — Αγώνες που διαξάγονταν κατά την αρχαιότητα στην Ολυμπία (291 φορές, από το 776 π.Χ. έως το 393 μ.Χ.) προς τιμήν του Δία με την ευκαιρία των Ολυμπίων, μίας από τις τέσσερις πανελλήνιες αγωνιστικές γιορτές (οι άλλες τρεις ήταν τα Πύθια στους… … Dictionary of Greek
αλεκτορομαχίες — Αγώνες μεταξύ πετεινών, που συνηθίζονται έως τις μέρες μας σε διάφορες περιοχές της Ινδίας. Οι α. ήταν γνωστές και στην αρχαία Ελλάδα (αλεκτρυονομαχία) και στην Αθήνα ήταν δημόσιες. Λέγεται ότι η απαρχή τους βρίσκεται σε μια παρατήρηση του… … Dictionary of Greek
Αντινόεια — Αγώνες προς τιμήν του Αντίνοου, ευνοούμενου του Αδριανού. Γίνονταν κάθε πέντε χρόνια στην Αθήνα, την Ελευσίνα, το Άργος και τη Μαντίνεια Αρκαδίας, καθώς και στην Αντινοούπολη της Αιγύπτου … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
ιππική — Όρος που χρησιμοποιείται για να εκφράσει το σύνολο των αγώνων που διεξάγονται με άλογα και κατά προέκταση ό,τι αφορά την εκτροφή και την εκγύμναση των αλόγων. Η ι. από αθλητική άποψη διαιρείται σε ιππασία και ιππικούς αγώνες. ιππασία. Η τέχνη της … Dictionary of Greek
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek