Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

(Ϝ)έ(Ϝ)ολπα

См. также в других словарях:

  • ὄλπα — ὄλπᾱ , ὄλπη leathern oil flask fem nom/voc/acc dual ὄλπᾱ , ὄλπη leathern oil flask fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄλπας — ὄλπᾱς , ὄλπη leathern oil flask fem acc pl ὄλπᾱς , ὄλπη leathern oil flask fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κὤλπαν — ὄλπᾱν , ὄλπη leathern oil flask fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄλπαν — ὄλπᾱν , ὄλπη leathern oil flask fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὄλπας — Ὄλπᾱς , Ὄλπη fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έλπω — ἔλπω και ἐέλπω (Α) 1. δίνω ελπίδες 2. (μέσ., ομαι) ελπίζω, περιμένω 3. μέσ. φοβάμαι κάτι («ἐλπόμενος δέ τὶ οἱ κακόν ἔσεσθαι», Ηρόδ.) 4. νομίζω, υποθέτω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεργητικός μεταβιβαστικός ενεστ. έλπω είναι υστερογενής έναντι τού αρχικού… …   Dictionary of Greek

  • όλπη — ὄλπη και ὄλπις, ιος και ιδος, και δωρ. τ., ὄλπα, ἡ (Α) 1. δοχείο λαδιού, συνήθως από δέρμα, για χρήση από τους αθλητές στην παλαίστρα 2. η λήκυθος τών κυνικών φιλοσόφων 3. λαγήνι, κανάτι κρασιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὄλπη ανάγεται στην ετεροιωμένη… …   Dictionary of Greek

  • ὄλπαι — ὄλπη leathern oil flask fem nom/voc pl ὄλπᾱͅ , ὄλπη leathern oil flask fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»