-
1 χρυση
-
2 Χρυση
-
3 Χρυσή
Χρυσή ηХрисия –1) имя некоторых святых жен Православной Церкви;2) женское имяЭтим.< χρυσός «золотой» -
4 χρυσή
η мед. желтуха -
5 χρυσῆ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > χρυσῆ
-
6 χρυσή
[хриси] ουσ θ (ιατρ) желтуха. -
7 Ασημένια μου μιλιά, χρυσή μου βουβαμάρα
Ασημένια μου μιλιά, χρυσή μου βουβαμάρα– Αργυρό το μίλημα και χρυσό το σώπα• Слово – серебро, молчанье – золотоИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ασημένια μου μιλιά, χρυσή μου βουβαμάρα
-
8 χρυσός
η, ό[ν] 1.1) прям., перен. золотой;χρυσά χέρια — золотые руки;
χρυσά μαλλιά — золотые кудри;
χρυσή καρδιά — золотое сердце;
χρυσά λόγια — золотые слова;
χρυσή δουλειά — золотая жила, золотое дно (о выгодной работе);
χρυσή τύχη — счастливая судьба;
χρυσέ μού — голубчик!, золотой мой!;
2. (ο)1) прям., перен. золото; 2) золотые монеты, золото (деньги);§ τον έκανα χρυσό — я его умолял
-
9 χρυσούς
η, ούν золотой, из золота;§ χρυσούς *ίων — золотой век;
χρυσοί γάμοι — золотая свадьба;
χρυσούς κανών фин. — золотой закон (определяющий стоимость монеты в соответствии с весом золота);
χρυση τομή — золотое сечение;
χρυσή ορδή ист. — Золотая Орда
-
10 Αφροδιτη
дор.-эол. Ἀφροδίτα (ῑ) ἥ1) Афродита (у Hom. - дочь Зевса и Дионы, у Hes. - рожденная из морской пены, богиня любви и женской красоты, жена Гефеста; впосл. отождествлена с римск. Venus; ее эпитеты у Hom.: χρυσῆ «золотая», ἐϋστέφανος «красиво увенчанная», φιλομμειδής «ласково улыбающаяся», Κυθέρεια «Китерийская», Κύπρις «Кипрская»)Ἀφροδίτης κᾶπος Pind. — сад Афродиты, т.е. область Кирены
2) любовная страсть, любовь Hom., Hes., Eur.3) прелесть, красота Aesch., Eur., Plut.4) планета Венера Plat., Arst. -
11 εικων
- όνος, поэт. тж. οῦς ἥ(Her. acc. sing. ώ, acc. pl. Eur., Arph. ούς)
1) изображение, подобие (изваяние, портрет и т.п.)(χρυσῆ Plat.; λιθίνη Plut.)
εἱ. γεγραμμένη τινός Plut. — картина, изображающая что-л.2) образ, отражение3) видение, призрак(ἦλθεν εἰ. Eur.)
4) образ, сравнение, уподобление(δι΄ εἰκόνων λέγειν Plat.; αἱ τῶν ποιητῶν εἰκόνες Arst.)
5) представление, мысленный образ(πατρός Eur.)
-
12 μανδρα
ион. μάνδρη ἥ1) загон, стойло, ограда Soph., Theocr., Plut.2) перен. стойло ( для камня с изображением пяти быков), т.е. оправа(χρυσῆ Anth.)
-
13 Χρυσα
ион. Χρύση ἥ Хриса1) порт в Троаде с храмом Аполлона Hom., Soph., Eur.2) островок близ Лемноса Soph.3) местность в юго-зап. части Афин, близ Пникса Plut. -
14 μιλιά
η речь, разговор; манера говорить; голос;ακούω τη μιλιά του — я слышу его голос;
τη γνώρισε απ' τη μιλιά της — он узнал её по голосу;
ούτε μιλιά! — ни слова!, ни звука!;
§ ασημένια μου μιλιά, χρυσή μου βουβαμάρα — посл, слово — серебро, молчание — золото
-
15 Αργυρό το μίλημα και χρυσό το σώπα
Ασημένια μου μιλιά, χρυσή μου βουβαμάρα– Αργυρό το μίλημα και χρυσό το σώπα• Слово – серебро, молчанье – золотоИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Αργυρό το μίλημα και χρυσό το σώπα
См. также в других словарях:
Χρύση — fem nom/voc sg (attic epic ionic) Χρύσης masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χρύσῃ — Χρύση fem dat sg (attic epic ionic) Χρύσης masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσή τομή — Εάν δοθεί ένα ευθύγραμμο τμήμα s, ονομάζεται χ.τ. του ένα τμήμα του, έστω m το οποίο είναι μέσο ανάλογο μεταξύ ολόκληρου του τμήματος και του υπόλοιπου (s – m), δηλαδή s : m = m : (s – m). Επειδή, όταν 4 μεγέθη είναι ανάλογα, είναι και τα μέτρα… … Dictionary of Greek
χρυσή — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, κόρη Βουλγάρου Χριστιανού, η οποία μαρτύρησε στο χωριό Σλάτενα της επαρχίας Μογλενών της Μακεδονίας επειδή δεν δέχτηκε να εξισλαμιστεί (1795). Η μνήμη της τιμάται στις 13 Οκτωβρίου. II Λέγεται και… … Dictionary of Greek
Χρυσή — η κύριο όνομα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρυσή — η ονομασία του ίκτερου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρυσῆ — χρῡσῆ , χρύσεος golden neut nom/voc/acc pl (attic epic) χρῡσῆ , χρύσεος golden fem nom/voc sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσῇ — χρῡσῇ , χρύσεος golden fem dat sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χρυσή Βίβλος — Βιβλίο στο οποίο καταγράφονταν στη Βενετία τα ονόματα των ευγενών. Η ελληνική ονομασία είναι μετάφραση του ιταλικού Libro d’Oro (Λίμπρο ντ’ Όρο). Στη X.Β. επί ενετοκρατίας είχαν συμπεριληφθεί και πολλά ονόματα Επτανησίων και Κρητικών, στους… … Dictionary of Greek
Χρυσή Ορδή — Μογγολική δυναστεία (13ος αι.) που ιδρύθηκε από τον Μπατού, ο οποίος ξεκίνησε στρατηγός υπό τις διαταγές του Ογκοντάυ, γιου του Τζενγκίς Χαν. Οι Μογγόλοι της X.Ο. εισέβαλαν μεταξύ 1237 και 1240 σε όλη τη νότια και κεντρική Ρωσία: ο Μπατού όρισε… … Dictionary of Greek
Βίβλος, Χρυσή — (Libro d’ Oro). Επίσημο βιβλίο πολλών, κυρίως αυτόνομων πόλεων της Ιταλίας· ουσιαστικά, ένας κατάλογος ονομάτων των ευγενών οικογενειών, στον οποίο τα ονόματα και τα επώνυμά τους ήταν γραμμένα με χρυσά γράμματα. Η X.Β. καθόριζε έτσι επίσημα τη… … Dictionary of Greek