-
1 Χρύση
Χρύσηfem nom /voc sg (attic epic ionic)Χρύσηςmasc voc sg——————Χρύσηfem dat sg (attic epic ionic)Χρύσηςmasc dat sg (attic epic ionic) -
2 χρυση
-
3 χρυσή
χρῡσῆ, χρύσεοςgolden: neut nom /voc /acc pl (attic epic)χρῡσῆ, χρύσεοςgolden: fem nom /voc sg (attic epic)——————χρῡσῇ, χρύσεοςgolden: fem dat sg (attic epic) -
4 Χρυση
-
5 Χρυσή
Χρυσή ηХрисия –1) имя некоторых святых жен Православной Церкви;2) женское имяЭтим.< χρυσός «золотой» -
6 Χρύση
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Χρύση
-
7 Χρύσῃ
Βλ. λ. Χρύση -
8 χρυσῆ
Βλ. λ. χρυσή -
9 χρυσῇ
Βλ. λ. χρυσή -
10 χρυσή
η мед. желтуха -
11 χρυσῆ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > χρυσῆ
-
12 χρυσή
[хриси] ουσ θ (ιατρ) желтуха. -
13 χρυσή
sarılık hastalığı -
14 χρυσή
jaunisse -
15 Ασημένια μου μιλιά, χρυσή μου βουβαμάρα
Ασημένια μου μιλιά, χρυσή μου βουβαμάρα– Αργυρό το μίλημα και χρυσό το σώπα• Слово – серебро, молчанье – золотоИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ασημένια μου μιλιά, χρυσή μου βουβαμάρα
-
16 Χρυσέων
Χρύσηfem gen pl (epic ionic)Χρύσηςmasc gen pl (epic ionic) -
17 Χρύσαιν
Χρύσηfem gen /dat dualΧρύσηςmasc gen /dat dual -
18 Χρύσαις
Χρύσηfem dat plΧρύσηςmasc dat pl -
19 Χρύσην
Χρύσηfem acc sg (attic epic ionic)Χρύσηςmasc acc sg (attic epic ionic) -
20 Χρύσης
Χρύσηfem gen sg (attic epic ionic)Χρύσηςmasc nom sg
См. также в других словарях:
Χρύση — fem nom/voc sg (attic epic ionic) Χρύσης masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χρύσῃ — Χρύση fem dat sg (attic epic ionic) Χρύσης masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσή τομή — Εάν δοθεί ένα ευθύγραμμο τμήμα s, ονομάζεται χ.τ. του ένα τμήμα του, έστω m το οποίο είναι μέσο ανάλογο μεταξύ ολόκληρου του τμήματος και του υπόλοιπου (s – m), δηλαδή s : m = m : (s – m). Επειδή, όταν 4 μεγέθη είναι ανάλογα, είναι και τα μέτρα… … Dictionary of Greek
χρυσή — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, κόρη Βουλγάρου Χριστιανού, η οποία μαρτύρησε στο χωριό Σλάτενα της επαρχίας Μογλενών της Μακεδονίας επειδή δεν δέχτηκε να εξισλαμιστεί (1795). Η μνήμη της τιμάται στις 13 Οκτωβρίου. II Λέγεται και… … Dictionary of Greek
Χρυσή — η κύριο όνομα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρυσή — η ονομασία του ίκτερου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρυσῆ — χρῡσῆ , χρύσεος golden neut nom/voc/acc pl (attic epic) χρῡσῆ , χρύσεος golden fem nom/voc sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσῇ — χρῡσῇ , χρύσεος golden fem dat sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χρυσή Βίβλος — Βιβλίο στο οποίο καταγράφονταν στη Βενετία τα ονόματα των ευγενών. Η ελληνική ονομασία είναι μετάφραση του ιταλικού Libro d’Oro (Λίμπρο ντ’ Όρο). Στη X.Β. επί ενετοκρατίας είχαν συμπεριληφθεί και πολλά ονόματα Επτανησίων και Κρητικών, στους… … Dictionary of Greek
Χρυσή Ορδή — Μογγολική δυναστεία (13ος αι.) που ιδρύθηκε από τον Μπατού, ο οποίος ξεκίνησε στρατηγός υπό τις διαταγές του Ογκοντάυ, γιου του Τζενγκίς Χαν. Οι Μογγόλοι της X.Ο. εισέβαλαν μεταξύ 1237 και 1240 σε όλη τη νότια και κεντρική Ρωσία: ο Μπατού όρισε… … Dictionary of Greek
Βίβλος, Χρυσή — (Libro d’ Oro). Επίσημο βιβλίο πολλών, κυρίως αυτόνομων πόλεων της Ιταλίας· ουσιαστικά, ένας κατάλογος ονομάτων των ευγενών οικογενειών, στον οποίο τα ονόματα και τα επώνυμά τους ήταν γραμμένα με χρυσά γράμματα. Η X.Β. καθόριζε έτσι επίσημα τη… … Dictionary of Greek