-
1 ακροχορδων
-
2 ανεσις
- εως ἥ1) ослабление напряженности, отпускание(χορδῶν Plat., Plut.)
2) облегчение, льгота(φορῶν Plut.)
3) ослабление, уменьшение, смягчение(κακῶν Her.; πυρετοῦ Arst.; λύπης Plut.)
4) передышка, отдых(τοῦ σώματος Arst.; ἄ. καὴ σχολή Polyb.)
5) освобождение(λύσις καὴ ἄ. τῆς αἰσθήσεως Arst.)
6) таяние(πάγων Plut.)
7) распущенность, разнузданность(τῶν ἀνωφελῶν ἡδονῶν Plat.; δούλων, γυναικῶν Arst.; ἄ. τοῖς στρατιώταις ἐγγενομένη Plut.)
-
3 δια
I.(1) через, сквозь(διὰ θώρηκος Hom.; διὰ τοῦ ὀρόφου Xen.; διὰ τοῦ ὕδατος Plat.)
δι΄ ὄμματος λείβων δάκρυον Soph. — проливая слезы из глаз;αἱ αἰσθήσεις αἱ διὰ τῶν ῥινῶν Plat. — обонятельные ощущения;τὰ διὰ στόματος ἡδέα Xen. — вкусовые наслаждения;διὰ τύχης τοιᾶσδ΄ ἰών Soph. — оказавшись в таком положении(2) через, по(διὰ πεδίοιο Hom.; διὰ θαλάσσας Pind. - ср. 8; ὅ Ἴστρος ῥέει δι΄ οἰκευμένης Her.)
θόρυβος διὰ τῶν τάξεων ἰών Xen. — шум, проносящийся по рядам;τὸ διὰ πασῶν (sc. χορδῶν) муз. Plat., Arst.; — октава (досл. через все струны)(3) через, на расстоянииδι΄ ἄλλων εἴκοσι σταδίων Her. — еще через двадцать стадиев;
διὰ πολλοῦ Thuc. — на большом расстоянии;δι΄ ἐγγυτάτου Thuc. — с ближайшего расстояния, перен. ближайшим образом, непосредственно;διὰ τριήκοντα δόμων πλίνθου Her. — через каждые тридцать рядов кирпичной кладки(4) через, по прошествииδιὰ χρόνου Plat., Xen.; — по истечении некоторого времени;
διὰ χρόνου πολλοῦ Her., διὰ πολλοῦ χρόνου Arph., διὰ μακρῶν χρόνων Plat. или διὰ μακροῦ Luc. — спустя долгое время;δι΄ ἐνιαυτοῦ или δι΄ ἔτους Xen. — ежегодно;διὰ τρίτης (sc. ἡμέρας) Arst. — по истечении трех дней(5) в течение, в продолжениеδι΄ (ὅλης) τῆς νυκτός Her., Xen.; — в течение (всей) ночи;
διὰ παντός Aesch. и διὰ τέλους Lys. (ср. 9) — навсегда:διὰ (παντὸς) βόυ Plat., Arst., Plut.; — в течение (всей) жизни;ἡμεῖς διὰ προγόνων Polyb. — мы и все наши предки(6) между, среди(διὰ μήλων κεῖσθαι Hom.)
διὰ πολλῶν τε καὴ δεινῶν πραγμάτων σεσωσμένοι Xen. — спасшись от множества опасностей(7) (пре)выше, сверх(τιμᾶν δι΄ ἀνθρώπων τινά Pind.)
εὐδοκιμέων διὰ πάντων Her. — прославившийся больше всех;διὰ πάντων τελεσιουργός Plut. — в высшей степени успешный(8) вдоль(διὰ τοῦ λόφου Xen.)
ἥ χηλέ διὰ τῆς θαλάσσης Thuc. — дамба, идущая вдоль морского берега (ср. 2)(9) вплоть доδιὰ τέλους τὸ πᾶν Aesch. — все до конца;
ταὐτὰ ἀκηκοότες καὴ ἀκούοντες διὰ τέλους Xen. — слышавшие и до сих пор слышащие то же самое (ср. 5)(10) посредством, с помощьюδιὰ χειρῶν (χερῶν) или διὰ χειρός Soph., Arst., Plut.; — руками или в руках;
διὰ στόματος ἔχειν τινά Xen., Plut.; — постоянно говорить о ком-л.;διὰ μνημης ἔχειν Luc. — хранить в памяти, помнить;λέγοντες δι΄ ἀγγέλων Her. — уведомив через гонцов;δι΄ ἑρμηνέως Xen. — через переводчика;διὰ βασιλέων πεφυκώς Xen. — потомок царей;δι΄ ἑαυτοῦ Xen., Dem.; — собственными средствами, самостоятельно;τὰ γεγραμμένα διὰ τέχνης Arst. — произведения живописи, рисунки, картины;διὰ τριῶν τρόπων Arst. — тремя способами, трояко(11) ( при указании на материал) изδι΄ ἐλέφαντος καὴ χρυσοῦ Diod. — из слоновой кости и золота;
δι΄ ἀλφίτου καὴ σπονδῆς πεποιημέναι θυσίαι Plut. — жертвоприношения из ячменя и возлияний(12) из-за, ради(13) из-за, вследствие, по причине(πεσεῖν ἀλλοτρίας διὰ γυναικός Aesch.)
δι΄ ὧνπερ ὤλετο Soph. — (руки), от которых он погиб(14) в состоянии (часто перев. наречием или глагольным оборотом)διὰ μέθης Plat. — в состоянии опьянения;
δι΄ ὀργῆς Soph. — в гневе:δι΄ ἡσυχίης Her. — в покое;δι΄ ἀκριβείας Plat., Arst.; — старательно, тщательно;διὰ παντὸς πολέμου ἰέναι τινί Xen. — объявить кому-л. беспощадную пойну;διὰ μάχης ἐλθεῖν τινι Eur. — вступить в бой с кем-л.;διὰ λόγων τινὴ ξυγγίγνεσθαι Plat. — вступать в беседу с кем-л.;διὰ γλώσσης ἰέναι Eur. — говорить, рассказывать;διὰ οὐδενὸς ποιεῖσθαί τι Soph. — не придавать никакого значения чему-л., ни во что не ставить;δι΄ αἰτάς ἔχειν τινά Thuc. — обвинять кого-л.;δι΄ αἰδοῦς ὄμμα ἔχειν Eur. — стыдливо потупить взгляд;διὰ τάχους Soph. и διὰ ταχέων Xen., Arst.; — поспешно;διὰ βραχέων Isocr. — кратко, сжато;διὰ μακρῶν Plat. — пространно;διὰ μιᾶς γνώμης Isocr. — единодушно;διὰ δικαιοσύνης ἰέναι Plat. — блюсти справедливость;δι΄ οἴκτου λαβεῖν τι Eur. — сжалиться над чем-л.(1) через, сквозь(2) через, по(ἐπὴ χθόνα καὴ διὰ πόντον Pind.; διὰ κῦμα ἅλιον Aesch. и διὰ πόντιον κῦμα Eur.)
(3) через, поперек(διὰ τάφρον ἐλαύνειν Hom.)
(4) вдоль(ἐν σπηεσσι δι΄ ἄκριας Hom.)
(5) в течение, в продолжение(διὰ νύκτα Hom.)
(6) через, посредством, при помощи(νικῆσαι δι΄ Ἀθηνην Hom.; σώζεσθαι διά τινα Xen.; διά τινα βελτίονα γενέσθαι Plat.)
(7) вследствие, по причине, из-за(Ἀθηναίης διὰ βουλάς Hom.)
δι΄ ἀφραδίας Hom. — по неразумию;δι΄ ἔνδειαν Xen. — из нужды;διὰ τί ; Plat. — почему?, отчего?;διὰ πολλά Xen. — в силу многих обстоятельств;διὰ τύχην καὴ διὰ τὸ αὐτόματον Arst. — случайно и самопроизвольно;τὸ διὰ τί (= τὸ αἴτιον) Arst. — действующая причина;δι΄ ἐπιορκίαν Arst. — из боязни нарушить клятву;εἰ μέ διὰ τἠν ἐκείνου μέλλησιν Thuc. — если бы не его медлительность;εἰ μέ διὰ τὸν πρύτανιν Plat. — если бы не вмешался притан;εἰ μέ διὰ τούτους Dem. — если бы они не помешалиII.δῖα, δίαf к δῖος См. διος -
4 διαπασων
ἥ, чаще διὰ πασῶν (sc. χορδῶν συμφονία) всеструнный (восьмиструнный) интервал, т.е. октава Plat., Plut. -
5 διαπεντε
-
6 επιτασις
-
7 κατατασις
-
8 κρουω
(aor. pass. ἐκρούσθην)1) стучать(ся)(κρούετε, καὴ ἀνοιγήσεται ὑμῖν NT.)
2) стучать, топатьκ. τὸν πόδα или κ. ἴχνος Eur. — притоптывать ногой;
χορευέτω κρούουσ΄ Ὀλύμπου πέδον Eur. — пусть шумно запляшет (Гера) на Олимпе3) ударять(τὰ ὅπλα πρὸς ἄλληλα Thuc.; τὰς ἀσπίδας πρὸς τὰ δόρατα Xen.)
4) хлопатьκ. χεῖρας Eur. — рукоплескать
5) ударять, бряцать по струнам, играть(καὴ ψῆλαι καὴ κ. τῷ πλήκτρῳ Plat.; κρουομένων τῶν χορδῶν Arst.)
6) бить, стегать(ῥυτῆρι γλουτόν Soph.; πλευρά, sc. τῶν ἵππων Eur.)
7) досл. сталкивать, перен. сопоставлять8) постукивать (для испытания качества), испытывать(τὸ καλόν Plat.; τὸν κόλακα Plut.)
9) тж. med. давать задний ходπρύμναν κρούεσθαι Thuc. или κ. Polyb. — плыть кормой назад
10) (ср. κροῦσις 4) обманывать, мошенничать Soph. -
9 σαφηνεια
ἠ1) ясность, точность, четкость(λόγου Aesch., ἐπιστημῶν Plat.; σχημάτων Luc.)
2) верность, чистота(τῶν χορδῶν Plat.)
-
10 χορδη
ἥ1) кишка Batr.2) струна Hom., HH., Pind., Eur., Arst.3) колбаса Arph.
См. также в других словарях:
χορδῶν — χορδή guts fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιθάρα — Έγχορδο μουσικό όργανο, που παίζεται με νύξη των χορδών. Η σύγχρονη κ. διαθέτει ένα επίπεδο ηχείο, που έχει το σχήμα του αριθμού οκτώ. Η εμπρόσθια όψη του ηχείου φέρει μία κυκλική οπή στο κέντρο και ένα κάθετο, ξύλινο τμήμα προς τα πίσω, που… … Dictionary of Greek
άρπα — Μουσικό όργανο με χορδές που κρούονται. Η ά. σε σχήμα σχεδόν τριγωνικό απαρτίζεται από διάφορα στοιχεία. Το επίμηκες ηχείο της ενώνεται λοξά προς τα κάτω με τον κατακόρυφο κιονίσκο και προς τα επάνω με τον χορδοστάτη απ’ όπου ξεκινούν, τεντωμένες … Dictionary of Greek
πιάνο — Μουσικό όργανο, ο ήχος του οποίου παράγεται από το χτύπημα των μεταλλικών χορδών με μικρά σφυριά συνδεμένα με μια σειρά από πλήκτρα. Εμφανίστηκε στην ιστορία της μουσικής κατά τις αρχές του 18ου αι. ως τελευταία μεταμόρφωση του κλαβίχορδου και… … Dictionary of Greek
πολυχορδία — ἡ, Α [πολύχορδος] 1. (για λύρα) πληθώρα χορδών, μεγάλος αριθμός χορδών 2. (σχετικά με λύρα) η χρήση πολλών χορδών 3. μουσικό κομμάτι που εκτελείται σε όργανο με πολλές χορδές … Dictionary of Greek
Αμφίνευρα — (ampineura). Ομοταξία μαλακίων. Περιλαμβάνει τα πιο πρωτόγονα μαλάκια, που μοιάζουν χαρακτηριστικά με τους δακτυλιοσκώληκες. Ζουν στις ακτές της θάλασσας και σε διάφορα βάθη από 2.000 4.000 μ. Έρπουν πάνω στα στερεά αντικείμενα του πυθμένα ή… … Dictionary of Greek
αλαζονεία — η (Α ἀλαζονεία) [ἀλαζονεύομαι] περιφρονητική προς τους άλλους υπερηφάνεια, έπαρση, οίηση, υπεροψία αρχ. φρ. ἀλαζονεία χορδῶν υπέρμετρη ετοιμότητα τών χορδών για την παραγωγή ήχου (ή αδυναμία στο να δώσουν τον κατάλληλο ήχο) … Dictionary of Greek
διάμετρος — Κάθε χορδή που περνά από το κέντρο ενός κύκλου ή μίας σφαίρας· το μήκος της είναι διπλάσιο από το μήκος της ακτίνας του κύκλου ή της σφαίρας. Ο ίδιος ορισμός δίνεται για οποιαδήποτε κωνική τομή με κέντρο (έλλειψη, υπερβολή). Προκειμένου για την… … Dictionary of Greek
κώνος — I (Γεωλ.). Σχηματισμοί που δημιουργούνται από υδάτινα ρεύματα, κυρίως χειμαρρώδους χαρακτήρα, όταν από μια απρόοπτη μείωση της κλίσης της κοίτης ελαττώνεται η ταχύτητα του νερού, με αποτέλεσμα να αποτίθενται υπό μορφή βεντάλιας (ριπιδίου) ή κ. τα … Dictionary of Greek
λάρυγγας — Κοίλο σωληνοειδές όργανο. Στα θηλαστικά παρεμβάλλεται μεταξύ φάρυγγα και τραχείας και, μεταξύ άλλων, είναι υπεύθυνο για την παραγωγή της φωνής. Ο λ. έχει σκελετό που αποτελείται από εννέα χόνδρους: ο μεγαλύτερος είναι ο θυρεοειδής χόνδρος, που… … Dictionary of Greek
λαούτο — Έγχορδο μουσικό όργανο με δακτυλική εκτέλεση. Το ηχείο του έχει σχήμα αχλαδιού σε κάθετη τομή, η επίπεδη πλευρά του οποίου παρουσιάζει στη μέση μια οπή, που συνήθως είναι διακοσμημένη με λεπτά σκαλίσματα και ονομάζεται ροζέτα. Η λαβή –κατά μήκος… … Dictionary of Greek