-
1 χλοη
дор. χλόα ἥ1) зелень, травы(λειμώνων χ. Eur.)
χλόης γενομένης ἀπὸ τοῦ σπέρματος Xen. — с появлением первых всходов посева2) свежая листва(ἀμπέλου Eur.; κυάμων Arst.)
-
2 Χλοη
-
3 Χλόη
{собств., 1}Судя по имени – женщина, очевидно, жительница Коринфа, с домом которой ап. Павел имел связь (1Кор. 1:11).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Χλόη
-
4 Χλόη
{собств., 1}Судя по имени – женщина, очевидно, жительница Коринфа, с домом которой ап. Павел имел связь (1Кор. 1:11).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Χλόη
-
5 χλόη
η1) зелень, зелёные листья, побеги; 2) с.-х. зеленя; 3) газон -
6 Χλόη
Хлоя (христианка, видимо из Коринфа).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Χλόη
-
7 χλόη
[хлои] ουσ θ зелень, зеленая трава. -
8 χλοα
-
9 ανθηρος
31) цветущий(λειμών Arph.: πρόσοψις Diod.)
2) молодой, свежий(χλόη Eur.)
3) сияющий, веселый, радостный(ἱλαρὸς καὴ ἀ. Plut.)
4) яркий, сверкающий(εἱμάτων στολῇ Eur.; χρώματα Plut.)
5) цветистый, пышный(ὀνόματα Plut.)
6) сильнейший, крайний(μανίας μένος Soph.)
-
10 βαθυσχοινος
-
11 βοτρυωδης
-
12 γλαυκος
I.Igen. к γλαύξ См. γλαυξII31) светло-синий, голубой, лазоревый или светло-серый, сизый(θάλασσα Hom., Plut.; λίμνη Soph.; ἅλς Eur.; ὄμματα Arst.)
κυανοῦ λευκῷ κεραννυμένου γλαυκὸν ἀποτελεῖται Plat. — от смешения синего с белым получается голубое2) зеленоватый, светло-зеленый(ἐλαία Soph., Eur.; χλόη Eur.; φύλλα Arst.; ὕαλος Anth.)
3) светлый, сверкающий, блистающий(δράκοντες Pind.; ἠώς Theocr.)
4) светлоглазый(ἔθνος Her.)
II.ὁ рыба горбыль ( Sciaena umbra) или сциена-орел ( Sciaena aqaila) Arst. -
13 στεφανωδης
-
14 χλοηκομεω
-
15 χλοητοκος
-
16 χλοηφορος
-
17 5514
{собств., 1}Судя по имени – женщина, очевидно, жительница Коринфа, с домом которой ап. Павел имел связь (1Кор. 1:11).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 5514
См. также в других словарях:
Χλόη — the first green shoot of plants fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλόη — the first green shoot of plants fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) χλοάω grow pale pres imperat act 2nd sg (doric) χλοάω grow pale pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) χλοάω grow pale imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χλόῃ — Χλόη the first green shoot of plants fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλόῃ — χλόη the first green shoot of plants fem dat sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλόη — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 630 μ.) του νομού Καστοριάς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καστοριάς. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.), στην πρώην επαρχία Βόλου, του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βελεστίνου. 3.… … Dictionary of Greek
Χλόη — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 630 μ.) του νομού Καστοριάς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καστοριάς. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.), στην πρώην επαρχία Βόλου, του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βελεστίνου. 3.… … Dictionary of Greek
χλόη — η πρασινάδα, χορτάρι, γρασίδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χλοῇ — χλοάω grow pale pres subj mp 2nd sg (doric) χλοάω grow pale pres ind mp 2nd sg (doric) χλοάω grow pale pres subj act 3rd sg (doric) χλοάω grow pale pres ind act 3rd sg (doric) χλοάω grow pale pres subj mp 2nd sg (epic ionic) χλοάω grow pale pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δάφνις και Χλόη — Βουκολικό μυθιστόρημα που πιθανολογείται ότι γράφτηκε τον 2οαι. ή κατά άλλους τον 4ο ή 5ο αι. Αποτελείται από τέσσερα βιβλία και αποδίδεται στον Λόγγο (βλ. λ.). Η υπόθεση διαδραματίζεται σε παραλία της Λέσβου, όπου οι βοσκοί Λάμων και Δρύας… … Dictionary of Greek
Χλόαι — Χλόη the first green shoot of plants fem nom/voc pl Χλόᾱͅ , Χλόη the first green shoot of plants fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλόαι — χλόη the first green shoot of plants fem nom/voc pl (doric) χλόᾱͅ , χλόη the first green shoot of plants fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)