-
1 χαλκοῦ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > χαλκοῦ
-
2 αιγλη
дор. αἴγλα ἥ1) блеск, сияние(ἠελίου, χαλκοῦ Hom.; Ὀλύμπου Soph.)
πυρὸς μέλαινα αἴ. Eur. — блеск догорающего огня2) дневной свет, сияние Hom., Soph.εἰς αἴγλαν μολεῖν Pind. — прийти на свет, родиться
3) факел(αἱ πυρφόροι αἶγλαι Soph.)
4) перен. блеск, слава(ἀέθλων Πυθίων Pind.)
-
3 αναχαρασσω
1) сцарапывать, соскабливать(ἰὸν ἐκ τοῦ χαλκοῦ Plut.)
2) pass. покрываться ржавчиной(ὑπὸ τῆς δρόσου Plut.)
-
4 ανθηρον
τό1) блеск(τοῦ χαλκοῦ Plut.)
2) яркость(τῶν χρωμάτων Luc.)
3) pl. цветущие луга Plut.; растения в цвету Plut. -
5 ανθος
I- εος τό1) росток, былинка(ἄνθεα ποίης Hom.)
2) цветок(ὑακίνθινον ἄ. Hom.; ἄνθεα εἰαρινά Hes.; ἄνθη καὴ καρποί Plat.)
3) цветение, расцвет; цветущий вид, свежесть(ἥβης Hom.; κουρήϊον HH.; ὥρας Xen.; σώματος Plat.)
4) цвет, отборная часть, краса(Περσίδος αἴας Aesch.; Ἑλλάδος Eur.)
τὸ σὸν ἄ. Aesch. — предмет твоей гордости, твое лучшее достижение5) цвет, (о)краска(πᾶσιν ἄνθεσι πεποικιλμένος Plat.; ἄνθη λαμπρότερα Arst.)
6) блеск, яркость, сверкание(χαλκοῦ Arst.; πυρός Plut.; ἁλὸς ἄνθεα Anth.)
7) высшая степень, верх(ἔρωτος Aesch.; μανίας Soph.)
II -
6 αρτυσις
- εως ἥ1) приготовление(ὄψων Plut.)
2) pl. способы приготовления(κατὰ τὰς ἀρτύσεις ποικιλίας Diod.)
3) изготовление, плавка(μίξις καὴ ἄ., sc. χαλκοῦ Plut.)
-
7 βαθρον
τό1) основание, фундамент, постамент(ἱδρυμάτων Aesch.; ἀγαλμάτων Her.; ἵππου χαλκοῦ Xen.; γῆς Soph.)
ἐν βάθροις εἶναι Eur. — покоиться на своих основах, т.е. быть прочным2) уступ, ступень Her., Soph.; ступенька(κλίμακος Eur.)
3) сиденье, скамья Lys., Plat., Plut.4) порогκινδύνου βάθρα Eur. — близкая опасность
5) престол(Δίκης Soph.)
-
8 βαφη
ἥ1) тж. pl. окраска, цвет Aesch., Plat., Arst., Plut.2) крашеная тканьκρόκου βαφαί Aesch. — шафранно-желтые одежды;
βαφαὴ ὕδρας Eur. — платье, омоченное в крови гидры3) закалка(χαλκοῦ Aesch.; σιδήρου Soph., Arst.)
4) острота, крепость(οἴνου Plut.)
5) перен. характер, привкус -
9 γελαω
эп. тж. γελόω и γελοιάω (aor. ἐγέλασα - эп. (ἐ)γέλασ(σ)α, дор. ἐγέλαξα)1) смеяться(τί τοῦτ΄ ἐγέλασας ἐτεόν; Arph.)
δακρυόεν γελάσασα Hom. — смеясь сквозь слезы;γ. χείλεσιν Hom. — смеяться (одними) губами, т.е. принужденно2) веселиться, ликовать3) сиять, блистать, сверкать(χαλκοῦ ὑπὸ στεροπῆς Hom.; ὀπὴ λειριοέσσῃ Hes.)
4) насмехаться(ἐπί τινι Hom., Aesch., τινος и τινι Soph. Arph., ἐπί τινος и ἐπί τινι Xen. и τι Arph., Xen.)
ἕνεκα τοῦ γελασθῆναι Dem. — для посмеяния;γελᾶσθαι πρός и παρά τινος Soph. — быть предметом чьих-л. насмешек -
10 δικαιοω
ион. δῐκαιέω (fut. δικαιώσω и δικαιώσομαι)1) оценивать по достоинству2) считать правильным, признавать справедливым, законным, нужнымἁγὼ (= ἃ ἐγὼ) δικαιῶν μέ παρ΄ ἀγγέλων ἄλλων ἀκούειν Soph. — считая нужным услышать об этом не через посторонних вестников;
δικαιῶ σημαίνειν σοι Her. — считаю своим долгом поставить тебя в известность;τι ἂν αὐτὸς ἕληται καὴ δικαιοῖ Her. — то, что ему заблагорассудится выбрать;δικαιοῦντες μέ ἀφαιρεθῆναι τέν πόλιν Thuc. — считая невозможным для себя лишиться родины3) соглашатьсяτοιούτῳ τρόπῳ προσηγάγετο τοὺς Αἰγυπτίους, ὥστε δικαιοῦν δουλεύειν Her. — (Амасий) так расположил к себе египтян, что они согласились служить (ему)
4) вершить суд, воздавать по заслугам(ἀδικεῖσθαι καὴ δικαιοῦσθαι Arst.)
5) осуждать, присуждать к наказанию, карать(ἑκάστου ἀδικήματος Her.; med. τινα Thuc.)
6) требовать, желатьἠνάγκασεν ἐμμεῖναι πάντας, οἶς ἐδικαίωσε Plut. — он заставил всех согласиться на то, чего требовал (персидский царь)
7) оправдывать, одобрять -
11 ηλεκτρον
τό и ἤλεχτρος ὅ и ἥ1) янтарь(χαλκοῦ στεροπέ χρυσοῦ τ΄ ἠλέκτρου τε καὴ ἀργύρου ἠδ΄ ἐλέφαντος Hom.)
Ἠριδανὸς ποταμός, ἀπ΄ ὅτευ τὸ ἤ. φοιτᾶν λόγος ἐστί Her. — река Эридан, откуда, говорят, приходит (привозится) янтарь2) электр(он) (сплав из 80 % золота и 20 % серебра)ὁ πρὸς Σάρδεων ἤ. Soph. — сардское золото ( река Пактол славилась золотым песком);
-
12 ιος
I.I(χαλκήρης, πτερόεις Hom.; ἀπὸ θώμιγγος ἰοὴ προσπίτνοντες Aesch.; πτηνοῖς ἰοῖς θηροβολεῖν Soph.; εἴργειν τινὰ ἰοῖς Eur.)
II(ῑ) ὅ1) яд(ἐχιδνης Soph.; δρακόντων Eur.; ἐνίων θηρίων Plut.; θανατηφόρος NT.)
2) сокἰ. μελισσῶν Pind. — пчелиный сок, т.е. мед.
(ῑ) ὅ ржавчина(χαλκοῦ καὴ σιδήρου Plat.; ἰοῦ χρῶμα Arst.; χρυσοῦ καὴ ἀργύρου NT.)
II. -
13 καυμα
1) жар, зной Hom. etc.κ. ἔθαλπε Soph. — было знойно;
ἡλίου καύματα Soph. и ἥλιος καὴ κ. NT. — солнечный зной;τὰ πρὸς χειμῶνας καὴ καύματα ἀλεξητήρια Plat. — средства защиты от холода и зноя2) сильный мороз Luc.3) мед. высокая температура, жар(τὸ ἐντὸς κ. Thuc.; τὸ διὰ νόσον κ. Arst.)
4) перен. любовный пыл(τὸ κ. ἀρσενικόν Anth.)
5) ожог(τὰ διὰ χαλκοῦ καύματα Arst.)
-
14 κροταλον
τό1) трещотка, погремушка(κροτάλων ἰαχή HH. и πάταγος Anth.)
2) pl. трещание, грохот(χαλκοῦ Eur.; θόρυβος καὴ κ. Arst.)
3) перен. (тж. ἀνέρ κ. Eur.) трещотка, неугомонный болтун Arph. -
15 λαμπηδων
-
16 λεπτος
3[λέπω]1) освобожденный от шелухи, очищенный, обмолоченный(κρῖ Hom.)
2) тонкий, мелкий(κονίη Hom.; τέφρα Arph.)
3) тонкий(μήρινθος, ῥὴς βοός Hom.; δέρμα Arst.)
; сделанный из тонкой ткани(ὀθόναι, φᾶρος Hom.)
; состоящий из тонкого вещества(ἀήρ Arst.)
4) тонкий, худой, худощавый(λ. κἀσθενής Arph.; ὄνος Arst.)
; исхудалый(χείρ Hes.; τράχηλος Xen.; ὑπὸ μεριμνῶν Plat.)
5) тесный, узкий(εἰσίθμη Hom.; πορθμός Plut.)
6) мелкий, небольшой(πλοῖα Her.)
τὸ λεπτότατον τοῦ χαλκοῦ νομίσματος Plut. — самая мелкая медная монета7) легкий, слабый(κώνωπος ῥιπαί Aesch.; πνοαί Eur.)
8) чуть заметный(ἴχνη Xen.)
9) легкий, некрепкий(οἶνος Luc.)
10) жидкий, водянистый(χυμός Arst.; αἷμα Plut.)
11) слабый, шаткий(ἐλπίς Arph.)
12) тихий, нежный или тонкий, высокий(φωνή Arst.)
13) бедный, неимущий, обездоленный(διαδιδόναι τι τοῖς λεπτοῖς Polyb.)
14) утонченный, остроумный(λογιστής Arph.; νοῦς Eur.). - см. тж. λεπτόν
-
17 περιφανεια
(φᾰ) ἥ1) блеск, сверкание (sc. τοῦ χαλκοῦ Plut.)2) ясное представление, хорошее знание(τῆς χώρης Her.; τοῦ πράγματος Dem.)
-
18 πινος
-
19 στεροπη
-
20 τριβος
1) (протоптанная) дорога, тропа HH., Her., Theocr., Diod., NT.τ. ἁμαξήρης Eur. — проезжая дорога;
βιότου τ. Anacr. — жизненный путь2) трение, стирание(χαλκοῦ Aesch.)
3) общениеτρίβοι ἐρώτων Aesch. — любовные отношения
4) задержка, бездействие Aesch.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
χαλκοῦ — χάλκεος of copper masc/neut gen sg (attic epic) χαλκός copper masc gen sg χαλκόω turn to bronze pres imperat mp 2nd sg χαλκόω turn to bronze imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) χαλκοῦς of copper masc/neut gen sg (attic epic) χαλκοῦς of copper… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάλκου — χαλκός copper masc/fem/neut gen sg χαλκόω turn to bronze pres imperat act 2nd sg χαλκόω turn to bronze imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
κράμα — Μεταλλικό προϊόν, το οποίο αποτελείται από δύο ή περισσότερα στοιχεία και έχει τη μορφή στερεού διαλύματος, διαμεταλλικής ένωσης ή μείγματος μεταλλικών φάσεων. Τα κ. σχηματίζονται με ανάμειξη των μετάλλων σε κατάσταση τήξης, για να δώσουν, μετά… … Dictionary of Greek
χαλκός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Cu· ανήκει στην πρώτη ομάδα, δεύτερη υποομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 29, ατομικό βάρος 63,54, δύο σταθερά ισότοπα (Cu63 και Cu65) και 9 ραδιενεργά, από αριθμό μάζας 58 έως 68.… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Λευκωσίας (Κυπριακό) — Είναι το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο αρχαιολογικό μουσείο της Κύπρου. Χτίστηκε μεταξύ των ετών 1908 και 1924, για να στεγάσει τα ευρήματα των επίσημων ανασκαφών, που είχαν αρχίσει μόλις λίγα χρόνια πριν και βρίσκεται στη διεύθυνση Μουσείου 1,… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek